Οι τρεις προκλήσεις της οικονομίας για τη νέα κυβέρνηση

Μπορεί στην προεκλογική ατζέντα των κομμάτων της αντιπολίτευσης να κυριαρχεί ο καταγγελτικός λόγος, η τοξικότητα, η εχθροπάθεια και η ανεξάντλητη υποσχεσιολογία, ωστόσο η θετική και ρεαλιστική ατζέντα είναι πάντοτε πιο χρήσιμη και ουσιαστική. Διότι ο αρνητισμός μπορεί να γοητεύει τη συναισθηματική διάθεση, αλλά εγκλωβίζει την ορθολογική κρίση.

Ο απολογισμός της κυβέρνησης από το 2019 μέχρι σήμερα είναι απολύτως θετικός, σε μια σειρά από βασικά μεγέθη, όπως είναι το εισόδημα, οι φορολογικές επιβαρύνσεις και η απασχόληση. Κάτι που επιτεύχθηκε σε μια περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας οι διαδοχικές κρίσεις ταυτίστηκαν με την έννοια της καθημερινότητας.

Η έκρηξη της πανδημίας, τα περιοριστικά μέτρα, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας και η πλήρης διατάραξη της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, απαίτησαν ειδικούς χειρισμούς και σημαντικές δημοσιονομικές επιβαρύνσεις.

Παρ’ όλα αυτά, το ΑΕΠ του 2022 ξεπέρασε τα 208 δισ. ευρώ με παράλληλη δημιουργία πλεονάσματος, η ανεργία αποκλιμακώθηκε και υπήρξε σημαντική αύξηση των εισοδημάτων με ταυτόχρονη μείωση των φορολογικών συντελεστών. Και φυσικά πίσω από αυτά τα επιτεύγματα κρύβονται οι επιτυχίες καταγραφής μεγεθών ρεκόρ στους τομείς της προσέλκυσης επενδύσεων και πραγματοποίησης εξαγωγών.

Η αντιπολίτευση αρνείται να αποδεχθεί τις κυβερνητικές επιτυχίες, ανακοινώνοντας εναλλακτικά μοντέλα ανάπτυξης της οικονομίας με εθνικοποιήσεις και κρατικοποιήσεις πυλώνων της ιδιωτικής οικονομίας, με νέες φορολογικές επιβαρύνσεις και πειραματισμούς επαναστατικών εφηβικών αναζητήσεων.

Όμως η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές, δεν θα έχει να αντιμετωπίσει τους ανεμόμυλους του Δον Κιχώτη, ούτε θα κληθεί να προχωρήσει σε φαντασιακές συγκρούσεις. Θα πρέπει να διαχειριστεί πολύ συγκεκριμένες προκλήσεις και δοκιμασίες.

Η πρώτη, είναι ο συνδυασμός πληθωρισμού και υψηλών επιτοκίων. Είναι ένας συνδυασμός όπου ο μεν πληθωρισμός αφαιρεί δυναμική από την «τσέπη» των πολιτών, τα δε υψηλά επιτόκια αυξάνουν το κόστος δανεισμού, υποθηκεύουν την πιστωτική επέκταση και οδηγούν σε αμφιβολία τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των δανείων.

Η επόμενη κυβέρνηση θα κληθεί να επιλέξει αν θα συνεχίσει να διατηρεί τα αυξημένα έσοδα από το ΦΠΑ και τους φόρους στα καύσιμα μειώνοντας παράλληλα τη φορολογία των εισοδημάτων και της εργασίας, ώστε να τα χρησιμοποιήσει για τη στοχευμένη εισοδηματική στήριξη εκείνων που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη.

Ή αν θα προχωρήσει σε μειώσεις των συγκεκριμένων προαναφερθέντων φόρων, με σκοπό την αντιστάθμιση στο κύμα της ακρίβειας. Παρεμβάσεις στον τομέα των κεντρικών επιτοκίων δεν μπορούν να υπάρξουν, αφού αυτά καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και όχι από τα πολιτικά προγράμματα και τις επιθυμίες του Σύριζα και του κόμματος Βαρουφάκη.

Η δεύτερη πρόκληση / δοκιμασία, αφορά το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Εδώ θα απαιτηθεί από την επόμενη κυβέρνηση να συνεχίσει τις βαθιές μεταρρυθμιστικές τομές και από την πραγματική οικονομία να φέρει καλύτερα αποτελέσματα.

Θα πρέπει να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των εγχώριων αγαθών και υπηρεσιών, έτσι ώστε σε πρώτη φάση να υποκαταστήσουν τις αντίστοιχες εισαγωγές παρεμφερών προϊόντων και υπηρεσιών και σε δεύτερη φάση να διεισδύσουν με επιτυχία στις ξένες αγορές. Να εξάγουμε δηλαδή καλύτερα και φθηνότερα προϊόντα. Κάτι που προϋποθέτει επενδύσεις, καινοτομία και εξειδικευμένους εργαζόμενους και όχι κρατικοποιήσεις, αναχρονιστικότητα και διαλυμένη παιδεία.  

Τέλος, η νέα κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτό θα διαμορφωθεί μέσα από το προσαρμοσμένο Σύμφωνο Σταθερότητας και τον συμβιβασμό Βορρά - Νότου, όπως είχαμε αναλύσει προ ημερών στο άρθρο «Σύμφωνο Σταθερότητας: Μάχη Βορρά – Νότου για μια ακόμα φορά».

Οπότε θα χρειαστεί να κινηθεί δημοσιονομικά προς την κατεύθυνση των νέων όρων που θα υιοθετηθούν. Αντιθέτως οι ατζέντες του Σύριζα και του κόμματος Βαρουφάκη, που προβλέπουν συγκρούσεις με τις Ευρωπαϊκές νομοθετικές, εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές, περισσότερο απομακρύνουν παρά συγκλίνουν το μέλλον της Ελλάδας από το αντίστοιχο Ευρωπαϊκό.

Είναι λυπηρό το γεγονός πως οι τρεις προαναφερθείσες προκλήσεις και δοκιμασίες απουσιάζουν ολοκληρωτικά από  τον προεκλογικό  διάλογο. Διότι είναι αυτές οι προκλήσεις που θα καθορίσουν την πορεία το κυβερνητικού έργου και όχι οι φαντασιώσεις που με τόσο εύκολο και ανέξοδο τρόπο χρησιμοποιεί η Αριστερά για να αλιεύει ψήφους.