Χαμηλή παραγωγικότητα, βαρύτερη ακρίβεια

Είναι καιρός να σοβαρευτούμε. Να κοιτάξουμε τη μεγάλη εικόνα και να κοιτάξουμε μακριά. Προφανώς αυτό δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας μόνος του. Πρέπει να το κάνουν τα κόμματα και, τελικά, ο έχων την κυβερνητική ευθύνη. Πρακτικώς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Έχασε, δυστυχώς, την ευκαιρία να απευθυνθεί στο Έθνος με την ευκαιρία της Θεσσαλονίκης. Ίσως πάλι να μην πιστεύει ότι κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο. Ίσως να νομίζει ότι θα χάσει τον χρόνο του. Γιατί ενδιαφερόμαστε, οι πολλοί, πολύ περισσότερο για την τσέπη μας «εδώ και τώρα» παρά για το «πού πάμε» και το «πώς θα πάμε ταχύτερα».

Ίσως πάλι δεν θέλει να μας απογοητεύσει. Γιατί, αν είναι να μιλήσουμε την αλήθεια, δεν πάμε όσο καλά δείχνουν οι αριθμοί. Κυρίως δεν πάμε όσο γρήγορα απαιτεί η παλινόρθωση αυτής της χώρας, μετά τις διαδοχικές κρίσεις που περάσαμε.

Για να πούμε μια μακρά ιστορία με δύο λόγια, η Ελλάδα συρρικνούται ή, σε κάποιους -λίγους- τομείς, μένει στάσιμη και μόνον στον τουρισμό εξαπλούται.

Στη διάρκεια των 20-25 ετών που αφήσαμε πίσω μας, ελάχιστη βελτίωση έχουμε επιτύχει στο μέγεθος του εθνικού προϊόντος που δημιουργούμε, την γνωστή «πίτα».

Που σημαίνει ότι το κομμάτι που αναλογεί στον καθένα δεν μεγαλώνει όσο θα μπορούσε αυτό να συμβεί αν είχαμε πέσει με τα μούτρα στην αύξηση της παραγωγής, στη διεύρυνση της εργασίας, στη βελτίωση των προϊόντων και, τελικά, στη μείωση του κόστους του κράτους.

Έτσι όπως πάμε, ακόμη κι αν κρατήσουμε τη θέση που έχουμε σήμερα, το μερίδιο πλούτου σε σύγκριση με τα άλλα κράτη θα είναι συνεχώς μικρότερο.

Κατά καιρούς, όταν διάφοροι «αριστεροί» αξιοποιούν επιλεκτικά ορισμένα στατιστικά στοιχεία -συνήθως αυτά που είναι δυσεξήγητα αλλά απηχούν τη μεγίστη μιζέρια-, παραπονιόμαστε γιατί είμαστε πολύ κοντά στον πάτο της Ευρώπης.

Οι ίδιοι κύκλοι που αναπαράγουν τη συγκεκριμένη μιζέρια ξεχνούν πόσο μεγάλες είναι οι ευθύνες των πολιτικών που έχουν υποστηρίξει οι ίδιοι και, ακόμη χειρότερα, των διαρθρωτικών μεταβολών που εμπόδισαν να εφαρμοστούν.

Δείτε έναν δείκτη που λέει πολλά.

Το μερίδιο των αμοιβών μισθωτής εργασίας ήταν 35% του συνολικού εθνικού προϊόντος το 2023. Πριν είκοσι χρόνια, το 2003 ήταν 33%. Ήταν μικρό και παρέμεινε μικρό. Σε Ισπανία και Πορτογαλία το μερίδιο της ανταμοιβής των μισθωτών είναι 47-48%, στη Γερμανία και Γαλλία 52%. Στη Βουλγαρία ήταν 34% και πήγε στο 44%. Κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη είναι στο 48%.

Το μερίδιο των μισθών είναι ακόμη μικρότερο. Ήταν μόλις 26% το 2003 και είκοσι χρόνια μετά πήγε στο 27%!

Όσο μεγαλύτερο είναι το μερίδιο της μισθωτής εργασίας, τόσο καλύτερα και, κυρίως, τόσο πιο παραγωγικά λειτουργεί η οικονομία. Με άλλα λόγια, όσο περισσότεροι μισθωτοί, δηλαδή όσοι περισσότεροι είναι στη δουλειά, τόσο πλουσιότερη η χώρα, τόσο καλύτερες οι υποδομές της, τόσο καλύτερα στέρεα αντέχει στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.

Η πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα εργασίας ήταν στα 18 ευρώ το 2005 και έπεσε στα 16 ευρώ το 2023. Της Πορτογαλίας πήγε στα 18 από 14,4. Της Ισπανίας στα 29 από 24,5. Της ήδη εύπορης Δανίας έφτασε τα 53 από 45.

Γιατί μας νοιάζει και μας κόφτει η παραγωγικότητα της μισθωτής εργασίας; Γιατί μόνον μέσω αυτής μπορούμε να αντιμετωπίσουμε στην πράξη την ακρίβεια.

Ένα μεγάλο μέρος της ακρίβειας οφείλεται στο γεγονός ότι ενώ, σταδιακά μέσα στην εικοσαετία, το μοντέλο κατανάλωσης το δικό μας προσέγγισε εκείνο των άλλων χωρών της Ευρώπης, δηλαδή πρακτικά καταναλώνουμε τα ίδια προϊόντα, το μερίδιο των μισθωτών στο εθνικό εισόδημα παρέμεινε κολλημένο σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Ακόμη κι αν το εθνικό μας εισόδημα είχε παρακολουθήσει τη θετική εξέλιξη των άλλων κρατών, και πάλι θα είχαμε πρόβλημα. Θα ήταν, βεβαίως, μικρότερο. Υπολογίστε τώρα για πόσα χρόνια λουστήκαμε, αδίκως μάλιστα μεταξύ 2015-2018, ύφεση και δυσπραγία, όταν οι υπόλοιποι, άλλοι ταχύτερα κι άλλοι βραδύτερα, βελτίωναν τις επιδόσεις τους και θα καταλάβετε γιατί η ακρίβεια από την οποία υποφέρουμε είναι βαρύτερη από όσο δικαιολογεί ο πληθωρισμός που ενέσκηψε μετά το 2021.

Πάλι καλά που κάπως φρενάρει.