Εμπορικός πόλεμος μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών οικονομιών
Shutterstock
Shutterstock

Εμπορικός πόλεμος μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών οικονομιών

Η Κίνα, η Ιαπωνία, η Σιγκαπούρη, η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν και η Γερμανία διαθέτουν ένα δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο του ΑΕΠ τους στον μεταποιητικό τομέα, παράλληλα με δυσανάλογα χαμηλά επίπεδα εσωτερικής κατανάλωσης. Αυτό υποδηλώνει ότι οι οικονομίες αυτές εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από τις εξαγωγές για να ισορροπήσουν την ανισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης.

Στην Κίνα η κατάρρευση των ακινήτων το 2021, είχε σοβαρές επιπτώσεις στην κατασκευαστική βιομηχανία, μειώνοντας τον πλούτο των νοικοκυριών. Η Κίνα είναι αντιμέτωπη με τον αποπληθωρισμό, που κατέγραψε τη μεγαλύτερη πτώση τιμών καταναλωτή των τελευταίων 15 ετών τον Ιανουάριο.

Όταν ο στόχος για ανάπτυξη υπερβαίνει τις πραγματικές αναπτυξιακές δυνατότητες μιας οικονομίας μέσω ανεπαρκώς στοχευμένων επενδύσεων, αυτό οδηγεί σε μια κατάσταση όπου το χρέος αναπτύσσεται ταχύτερα από το ΑΕΠ. Αντιθέτως, αν οι επενδύσεις είναι πραγματικά αποδοτικές, τότε θα περιμέναμε το ΑΕΠ να αυξάνεται με γρηγορότερο ρυθμό από το χρέος.

Η Κίνα αλλάζει την επενδυτική της στρατηγική από τα ακίνητα και τις υποδομές προς την παραγωγή και τις εξαγωγές για να επικεντρωθεί σε βιομηχανίες με υψηλή τεχνολογική αξία και δυναμικό για διεθνή ανταγωνιστικότητα. Η αυξημένη επικέντρωση στις εξαγωγές ηλεκτρικών αυτοκινήτων, μπαταριών και ηλιακών συλλεκτών, με αύξηση 42% σε ετήσια βάση τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2023, υποδηλώνει μια σαφή στροφή προς τις πράσινες τεχνολογίες και την ηλεκτροκίνηση.

Η ενίσχυση της παραγωγικής και εξαγωγικής ικανότητας της Κίνας, ιδιαίτερα σε τομείς υψηλής τεχνολογίας όπως η ηλεκτροκίνηση, φέρνει στο φως τον κίνδυνο ενός νέου κύκλου εμπορικών εντάσεων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη προβεί σε μια σειρά εμπορικών ερευνών, εξετάζοντας τις εμπορικές πρακτικές της Κίνας, ενώ στις ΗΠΑ εφαρμόζονται ολοένα και πιο αυστηρά προστατευτικά μέτρα. 

Παράλληλα, η Ινδία και το Βιετνάμ έχουν προχωρήσει σε έρευνες για ντάμπινγκ κινεζικών προϊόντων, υποστηρίζοντας ότι αυτή η πρακτική προκαλεί σημαντική ζημιά στους εγχώριους κατασκευαστές. Η Τουρκία, έχει επιβάλει έναν επιπλέον δασμό 40% στις εισαγωγές ηλεκτρικών οχημάτων από την Κίνα. Ακόμα και οι αναδυόμενες αγορές λαμβάνουν προστατευτικά μέτρα. 

Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη φάση, όπου χώρες που ιστορικά άντεχαν εμπορικά ελλείμματα, όπως οι ΗΠΑ (έλλειμμα 2022 με την Κίνα $320 δισ.) και η ΕΕ (έλλειμμα 2022 με την Κίνα 395 δισ.), αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες με σκοπό τη μείωση των εμπορικών τους ελλειμμάτων. Από την άλλη πλευρά, οι οικονομίες με εμπορικά πλεονάσματα όπως η Κίνα ($840 δισ. το 2022) επιδιώκουν να αυξήσουν περαιτέρω τις εξαγωγές τους.

Οι οικονομίες που επικεντρώνονται στις εξαγωγές συχνά λαμβάνουν μέτρα για τη διατήρηση του νομίσματος τους σε χαμηλά επίπεδα, μέσω της συστηματικής παρέμβασης των κεντρικών τραπεζών, περιορίζουν την αύξηση των μισθών, ώστε να αυξάνονται πιο αργά από τις βελτιώσεις στην παραγωγικότητα, και εφαρμόζουν οικονομική καταστολή, όπου το κράτος ελέγχει την κατανομή των πιστώσεων και η κεντρική τράπεζα διατηρεί τα επιτόκια σε επίπεδα κάτω από το φυσικό ποσοστό ισορροπίας. Κάθε μία από αυτές τις πρακτικές στοχεύει στη μεταφορά πόρων από τα νοικοκυριά προς τις εξαγωγικές επιχειρήσεις.

Σε μια οικονομία όπου η παραγωγή αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό από την κατανάλωση, η επιπλέον παραγόμενη ποσότητα είναι αναγκασμένη να βρει διέξοδο μέσω των εξαγωγών. Αυτό επιβεβαιώνεται από την οικονομική αρχή ότι το εμπορικό πλεόνασμα ή έλλειμμα μιας χώρας αντισταθμίζεται από ένα αντίστοιχο έλλειμμα ή πλεόνασμα στο διεθνές εμπόριο από άλλη χώρα. 

Η Κίνα, ως ένα ενδεικτικό παράδειγμα, αποτελεί έναν κρίσιμο παράγοντα στην παγκόσμια οικονομική σκηνή, συμβάλλοντας με το 16,9% στο παγκόσμιο ΑΕΠ, αλλά αντιστοιχίζοντας μόνο στο 13% της παγκόσμιας κατανάλωσης. Αυτή η ανισορροπία αναδεικνύει την υπερβολική εστίαση της Κίνας στην παραγωγή σε σχέση με την εσωτερική κατανάλωση.

Παρά το γεγονός ότι η κινεζική οικονομία είναι από τις πιο δυναμικές ανάμεσα στις αναδυόμενες αγορές, καταγράφει ένα καταναλωτικό επίπεδο ανά κάτοικο 7% χαμηλότερο από εκείνο της Βραζιλίας το 2022, παρά τη σημαντικά υψηλότερη παραγωγή της σε όρους ΑΕΠ.

Για να μπορέσουν χώρες που στοχεύουν να εξάγουν για να επιτύχουν οικονομική ανάπτυξη, θα πρέπει άλλες χώρες να συμφωνήσουν να αγοράσουν όλη την πλεονασματική παραγωγή και να εκδώσουν το απαραίτητο χρέος για τη χρηματοδότηση των εμπορικών ελλειμμάτων. Οι χώρες με εμπορικό πλεόνασμα συχνά πιστεύουν ότι το πλεόνασμα τους οφείλεται στις εθνικές τους αρετές της οικονομίας και της σκληρής δουλειάς. Οι περισσότερες χώρες με πλεόνασμα δεν αναγνωρίζουν πόσο ευάλωτες είναι σε πιθανούς εμπορικούς περιορισμούς από ελλειμματικές χώρες και πόσο περιορισμένη είναι η ικανότητά τους να ανταποκριθούν. 

Ο κίνδυνος ενός νέου κύματος εμπορικών εντάσεων υπογραμμίζει την ανάγκη για προσεκτική διαχείριση των διεθνών εμπορικών σχέσεων και την ανάγκη για διάλογο και συνεργασία με στόχο την εύρεση ισορροπημένων λύσεων που θα προωθούν το διεθνές εμπόριο χωρίς να θυσιάζουν τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξη των εθνικών οικονομιών.


*Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης