Γιατί ο Στουρνάρας ανησυχεί για τις χαμηλές αποταμιεύσεις
Shutterstock
Shutterstock

Γιατί ο Στουρνάρας ανησυχεί για τις χαμηλές αποταμιεύσεις

Το μαύρο χρήμα στην Ελλάδα υπολογίζεται ανάμεσα σε 20%- 26% του ΑΕΠ, με τη χώρα να φιγουράρει μεταξύ των πρώτων στην κατάταξη του ΟΟΣΑ.

Η μαύρη οικονομία δηλαδή στην Ελλάδα μπορεί και να ξεπερνά τα 50 δισ ευρώ. Τα δυσθεώρητα αυτά ποσά κατευθύνονται αναγκαστικά στην κατανάλωση, πρέπει να «φαγωθούν», δεν μπορούν να μπουν στο τραπεζικό σύστημα, άρα δεν αποταμιεύονται.

Το υψηλό ποσοστό της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής, που ευνοεί την κατανάλωση είναι ένας βασικός λόγος που ως χώρα είμαστε ουραγοί στην αποταμίευση τόσο στην Ευρωζώνη και σε σχέση με όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες.

Όχι ο μόνος. Το ασφαλιστικό σύστημα, με εξαίρεση την πρόσφατη προσπάθεια δημιουργίας ενός κεφαλαιοποιητικού πυλώνα, του ΤΕΚΑ, επί δεκαετίες παρέμενε αμιγώς διανεμητικό, γεγονός που αποθάρρυνε την ιδιωτική αποταμίευση.

Τα χαμηλά επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων των τραπεζών επίσης αποθαρρύνουν την ιδιωτική αποταμίευση. Το ίδιο ισχύει με την μη αξιοποίηση του χρηματιστηρίου ως εργαλείου ανάπτυξης και τόνωσης της αποταμίευσης μέσα από στοχευμένα φορολογικά και άλλα κίνητρα.

Εντέλει, ο ευρύτερος χρηματοοικονομικός μας αναλφαβητισμός, η έλλειψη κουλτούρας ή και κινήτρων ιδιωτικής ασφάλισης, όλ' αυτά μαζί, συμβάλουν στο να παρουσιάζει η Ελλάδα μια απογοητευτική εικόνα σε επίπεδο ιδιωτικής αποταμίευσης, που εδώ και πάνω μια δεκαετία κινείται σε αρνητικά επίπεδα.

Σαν να «τρώμε» από τον υπάρχοντα πλούτο.

Το γράφημα που παρουσίασε χθες ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, κατά την ομιλία του σε εκδήλωση της Eurobank και του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών «Το παρόν και το μέλλον της αποταμίευσης», είναι αποκαλυπτικό.

Το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών όχι μόνο κινείται συνεχόμενα από το 2011 έως σήμερα σε αρνητικά επίπεδα, αλλά και εμφανίζει το μεγαλύτερο και μάλιστα διευρυνόμενο χάσμα συγκριτικά με το μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης (χαμηλότερο κατά περίπου 10 ποσ.μον. του ΑΕΠ).

Το πρόβλημα ωστόσο δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό καθ' εαυτο που δείχνει ο πίνακας.

Η μεγάλη εικόνα είναι ότι στις ανεπτυγμένες οικονομίες, οι αποταμιεύσεις χρηματοτοδοτούν εμμέσως τμήμα των επενδύσεων.

Τα νοικοκυριά, έχουν μια θετική αποταμίευση, δηλαδή δεν καταναλώνουν ολόκληρο το εισόδημα τους, παρά επενδύουν μέρος του σε μετοχές και ομόλογα επιχειρήσεων, ενώ σε ότι αφορά τις τράπεζες, όσο περισσότερες είναι οι καταθέσεις τόσο ευκολότερα αυτές δανείζουν την οικονομία. Τουλάχιστον αυτό συμβαίνει στην Ευρωζώνη.

Στην Ελλάδα αυτό δεν ισχύει. Το λεγόμενο «κενό αποταμίευσης», με άλλα λόγια το έλλειμμα της αποταμίευσης σε σχέση με τις επενδύσεις, αποτυπώνει και τις διαρθρωτικές αδυναμίες του ελληνικού αναπτυξιακού μοντέλου.

Και με τη σειρά του οδηγεί στο επόμενο πρόβλημα, όπως το περιέγραψε ο κεντρικός τραπεζίτης. Την υψηλή εξάρτηση της χώρας από την εξωτερική χρηματοδότηση.

Αυτό ακριβώς το έλλειμμα αποταμίευσης ή καλύτερα η ανεπάρκεια των εγχώριων αποταμιεύσεων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, οδηγεί σε αυξανόμενη προσφυγή σε εξωτερικό δανεισμό και αντανακλάται στα επίμονα υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών την τελευταία 20ετία.

Η διαφορά εθνικών επενδύσεων και αποταμιεύσεων είναι ίση με το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οσο οι επενδύσεις δεν χρηματοδοτούνται από εγχώριες αποταμιεύσεις, τόσο αυτό μεγαλώνει.

Αν και μειώθηκε από το 10,3% του 2022, παραμένει πάνω από το 7%, καθώς πέρυσι έκλεισε στο 6,4% του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, η χώρα ξοδεύει πολύ περισσότερα απ’ όσα παράγει ή για να το πούμε διαφορετικά δεν υπάρχουν επαρκείς εγχώριες αποταμιεύσεις για τη χρηματοδότηση επενδύσεων.

Είναι μια κατάσταση που θα συνεχίσει να μας συνοδεύει για καιρό, εκτιμά ο Γ.Στουρνάρας. Ακόμη και αν εφαρμοστούν όλες μαζί οι βέλτιστες πολιτικές, δοθούν φορολογικά κίνητρα για να τονωθεί η αποταμίευση σε προϊόντα της κεφαλαιαγοράς, ενισχυθεί ο κεφαλαιοποιητικός χαρακτήρας του πρώτου πυλώνα στο ασφαλιστικό μας σύστημα, δοθούν κίνητρα για ιδιωτική ασφάλιση, βελτιώσουν οι τράπεζες τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων, και πάλι η αποταμίευση των νοικοκυριών θα αργήσει να ανακάμψει.

Σε μια συγκυρία όμως που συζητάμε για την ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου και την ανάγκη να κλείσουμε το χάσμα με την Ευρωζώνη - 14% του ΑΕΠ οι επενδύσεις στην Ελλάδα, 21% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη- η αύξηση του ποσοστού των εγχώριων αποταμιεύσεων είναι επιτακτική.

Διότι το «κενό αποταμίευσης» δημιουργεί ένα ακόμη πρόβλημα, σύμφωνα με την ανάλυση της κεντρικής τράπεζας. Επηρεάζει καθοριστικά και τη διεθνή επενδυτική θέση της Ελλάδας.

Ακριβώς επειδή η χρηματοδότηση των καθαρών άμεσων ξένων επενδύσεων γίνεται με ξένα επενδυτικά κεφάλαια, αυτές παραμένουν αρνητικές. Αυτό σημαίνει ότι είναι αρνητική η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της χώρας.

Σύμφωνα με τη μελέτη της ΤτΕ, το συσσωρευμένο χρέος της χώρας προς το εξωτερικό κινείται στο -141% του ΑΕΠ, σε αντίθεση με άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ με υψηλό δημόσιο χρέος.

Με τη σειρά της η υψηλή αρνητική θέση της χώρας συνιστά σημαντικό στοιχείο εξωτερικής χρηματοπιστωτικής ευπάθειας και αποτελεί δυνητική πηγή κινδύνων.

Τι κίνδυνο λοιπόν βλέπει ο κεντρικός τραπεζίτης;

Κανένα για την ώρα, καθώς το υψηλό ποσοστό υποχρεώσεων της Ελλάδας κυρίως προς τον ESM και τον προκατόχό του EFSF, αμβλύνει σημαντικά τις δυσμενείς συνέπειες από την υψηλή αρνητική καθαρή επενδυτική θέση της χώρας.

Αλλά ακριβώς λόγω των διαρθρωτικών αδυναμιών της οικονομίας μας, όσο περισσότερο τα επίσημα δάνεια θα αναχρηματοδοτούνται με χρέος διαπραγματεύσιμο στις αγορές (με συγκριτικά δυσμενέστερους όρους), τόσο περισσότερο θα πρέπει να μειώνουμε την εξάρτηση από την εξωτερική χρηματοδότηση μέσω ενίσχυσης της εγχώριας κατοχής του χρέους.

Αυτό σημαίνει ότι για να φτάσει η διεθνής επενδυτική θέση της χώρας στα προ κρίσης επίπεδα, πρέπει να μειωθεί το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Δηλαδή να αυξηθούν οι παραγωγικές επενδύσεις, αυτές που αφορούν νέες τεχνολογίες, έρευνα και ανάπτυξη, μηχανολογικό εξοπλισμό και όχι μόνο εκείνες σε ακίνητα και κατασκευές.

Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που χρειάζεται αύξηση της εγχώριας αποταμίευσης, για να χρηματοδοτηθούν όσο πιο πολλές παραγωγικές επενδύσεις, χωρίς ταυτόχρονα να επιδεινωθεί κι άλλο η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας.