H πολιτική ενίσχυσης των «πράσινων δανειοληπτών»
Shutterstock
Shutterstock

H πολιτική ενίσχυσης των «πράσινων δανειοληπτών»

Όταν, μεσούσης της πανδημίας, η κυβέρνηση δρομολογούσε το μέτρο της γενναίας επιδότησης των ενήμερων δανειοληπτών αναλαμβάνοντας να πληρώνει με κρατικό χρήμα ακόμη και το 70% της μηνιαίας δόσης για τα στεγαστικά δάνεια κύριας κατοικίας επί 9 μήνες, ουσιαστικά εγκαινίαζε μια νέα πολιτική αντίληψη: να μη διοχετεύεται όλο το βάρος στο πώς θα ενισχυθούν και θα στηριχτούν όσοι δεν κατόρθωσαν να φανούν συνεπείς στην αποπληρωμή των δανείων τους (σ.σ π.χ νόμος Κατσέλη) αλλά και πώς θα επιβραβευτούν και θα στηριχτούν όσοι κατέβαλαν την απαιτούμενη προσπάθεια για να τιμήσουν υπογεγραμμένα συμβόλαια ακόμη και σε δύσκολες συνθήκες (μνημόνια, πανδημία κλπ).

Αποδεικνύεται ότι ήταν ένα σημείο «καμπής». Ακολούθησε η πολιτική των τραπεζών να «παγώσουν» τα κυμαινόμενα επιτόκια των στεγαστικών δανείων στα επίπεδα του Μαρτίου του 2023 προστατεύοντας έτσι τους ενήμερους δανειολήπτες από το να επωμιστούν ακόμη μεγαλύτερες αυξήσεις στις μηνιαίες δόσεις, μια πολιτική η οποία παραμένει ακόμη και σήμερα ενεργή και θα παραμείνει μέχρι τον Μάρτιο του 2025.

Και τώρα, έχουμε ακόμη ένα χτυπητό παράδειγμα: Τα επιδοτούμενα δάνεια του προγράμματος «Σπίτι μου 2» που εξασφαλίζουν επιδότηση επιτοκίου 50-75% για χρονικό διάστημα 30 ετών (αυτό ισοδυναμεί με μια σημαντική μηνιαία ενίσχυση της τάξεως των 200 ευρώ ή και περισσότερο ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του δανείου) θα δοθούν στην πραγματικότητα με τραπεζικούς όρους. Δηλαδή, όποιος δήλωνε τα προηγούμενα χρόνια στην εφορία μόνο ζημιές ή πολύ χαμηλά εισοδήματα, όποιος εμφανίζεται στο μητρώο του Τειρεσία να έχει αφήσει απλήρωτες υποχρεώσεις, προφανώς και θα μένει πίσω στην κατάταξη συγκριτικά με αυτόν που δηλώνει κανονικά τα εισοδήματά του και δεν βαρύνεται με ανεξόφλητες υποχρεώσεις.

Και αν στο «Σπίτι μου 2» θα περιορίζεται κάπως ο… ανταγωνισμός λόγω του εισοδηματικού κριτηρίου, εκεί που η διάκριση θα γίνεται ακόμη εντονότερη, θα είναι στα εντελώς άτοκα δάνεια του «αναβαθμίζω» όπου ο «πράσινος» θα έχει ξεκάθαρο προβάδισμα στο να πάρει «τζάμπα χρήμα» έως και 25.000 ευρώ για να προχωρήσει στις ενεργειακές αναβαθμίσεις της επιλογής του.

Στην περίπτωση αυτών των δανείων, θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος (και όχι άδικα) ότι αυτό το πρόγραμμα θα ωφελήσει περισσότερο τους έχοντες υψηλότερα εισοδήματα σε σχέση με αυτούς που δηλώνουν χαμηλότερα χωρίς απαραίτητα να μπαίνει η παράμετρος φοροδιαφυγή.

Το σίγουρο είναι ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο που οι αλλεπάλληλες κρίσεις (κλιματική, ενεργειακή, στεγαστική) θα μας υποχρεώσουν να προχωρήσουμε σε επενδύσεις για να θωρακίσουμε τον οικογενειακό μας προϋπολογισμό. Και αυτές οι επενδύσεις θα μπορούν να χρηματοδοτηθούν μόνο για όσους έχουν «πρόσωπο» απέναντι στο τραπεζικό σύστημα.