Λ. Φραγκιαδάκης: Η επιτυχία και η αξία της Εθνικής Ασφαλιστικής αποτυπώθηκε στο deal με την Exin

Λ. Φραγκιαδάκης: Η επιτυχία και η αξία της Εθνικής Ασφαλιστικής αποτυπώθηκε στο deal με την Exin

Στην επιτυχημένη πώληση του πλειοψηφικού πακέτου της Εθνικής Ασφαλιστικής, αναφέρθηκε ο Λεωνίδας Φραγκιαδάκης, διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στη γενική συνέλευση των μετόχων, σημειώνοντας πως πρόκειται για «μια φορτισμένη στιγμή και ένα μεγάλο βήμα».

Ο Λ. Φραγκιαδάκης περιέγραψε τη διαφάνεια και σχολαστικότητα στη διαδικασία πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής, ενώ σημείωσε πως η τράπεζα είχε θέσει πέντε στόχους:

- Την μεγιστοποίηση του τιμήματος πώλησης

- Την συγκρισιμότητα των προσφορών με ξεκάθαρους όρους

- Τον έλεγχο της ποιότητας των επενδυτών, δηλαδή την απόδειξη ότι κατέχουν τα απαραίτητα κεφάλαια και τις προθέσεις τους για την ανάπτυξη της εταιρίας

- Την προστασία της στενής και επιτυχημένης σχέσης μεταξύ τράπεζας και ασφαλιστικής: Την σύναψη συμφωνίας αποκλειστικής συνεργασίας για την διάθεση τραπεζοασφαλιστικών προϊόντων μέσω της τράπεζάς μας για 10 χρόνια με την επιλογή για περαιτέρω ανανέωση για 5 χρόνια

Τέλος, την διαφύλαξη του εμπορικού σήματος, σεβόμενοι την ιστορία της Ασφαλιστικής αλλά και την αξία της τράπεζας.

Όπως τόνισε, «η Exin Group έχει σχέδια ανάπτυξης για την Ασφαλιστική », ενώ και η «Εθνική Τράπεζα θα ενισχύσει τα κεφάλαιά της κατά 110 μονάδες βάσεις ενώ θα ενισχυθεί με ρευστότητα περίπου €770εκατ. Τόσο τα αυξημένα κεφάλαια όσο και η ρευστότητα που απορρέει από τη Συναλλαγή θα διοχετευθούν στην κύρια δραστηριότητά μας: τη χρηματοδότηση της οικονομίας μας και των επιχειρήσεων».

Π. Θωμόπουλος: Το τραπεζικό σύστημα προσπαθεί και επιτυγχάνει μία νέα ισορροπία

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Εθνικής, Παναγιώτης Θωμόπουλος, τόνισε πως «η πώληση της UBB Βουλγαρίας και της Εθνικής Ασφαλιστικής θα συμβάλλουν στο να διατηρήσει η ΕΤΕ ένα ακόμη μεγαλύτερο μαξιλάρι ασφάλειας πάνω από το επιτρεπόμενο ελάχιστο όριο κεφαλαιακής επάρκειας».

Όπως ανέφερε, «το τραπεζικό σύστημα, μετά τους σημαντικούς κλυδωνισμούς το 2015 με την κορύφωση της ελληνικής κρίσης, τον τελευταίο γύρο φυγής κεφαλαίων, την ενεργοποίηση των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων και, εντέλει, την επιτυχή ολοκλήρωση ενός νέου γύρου ανακεφαλαιοποίησης, προσπαθεί και επιτυγχάνει μία νέα ισορροπία. Με δεδομένη την ισχυρή κεφαλαιακή αφετηρία, το 2016 ήταν ένα έτος αποφασιστικής προώθησης των σχεδίων αναδιάρθρωσης, προόδου στην αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων και τερματισμού της αιμορραγίας ρευστότητας». 

Τέλος, τόνισε πως «τo 2017 ξεκινά από μία πιο σταθερή αφετηρία, τόσο για τις τράπεζες, όσο και για την οικονομία και επισφραγίζεται από την πρόοδο στον τομέα των μεταρρυθμίσεων όπως αξιολογείται από τους Θεσμούς. Η μεγάλη πρόκληση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έγκειται στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των προκλήσεων που δημιουργούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ώστε να μην αποτελέσουν τροχοπέδη, τόσο για τις επιδόσεις του τραπεζικού συστήματος όσο και στη διαδικασία ανάκαμψης της οικονομίας. Η στρατηγική προτεραιότητα που έχει δοθεί σε αυτόν τον τομέα από τις τράπεζες, σε συνδυασμό με την πλήρη ενεργοποίηση του αναβαθμισμένου θεσμικού πλαισίου, αναμένεται να παρέχουν ώθηση σε αυτή τη διαδικασία. Η ανάκαμψη της ρευστότητας είναι αλληλένδετη με την ανάκαμψη της οικονομίας και την περαιτέρω ενίσχυση της εμπιστοσύνης, προκειμένου να δημιουργήσουν, συνδυαστικά, βάσιμες προοπτικές χαλάρωσης ή άρσης των κεφαλαιακών ελέγχων. Η ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης, σε συνδυασμό  με τη διασαφήνιση της μελλοντικής δημοσιονομικής στρατηγικής, καθώς και της στρατηγικής περαιτέρω μείωσης του μεσομακροπρόθεσμου κόστους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, μπορούν να αποτελέσουν ορόσημα για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης και την επιτάχυνση της διαδικασίας οικονομικής ανάκαμψης. Οι ανωτέρω εξελίξεις, σε συνδυασμό με ενδεχόμενες αυξήσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας και πιθανή συμμετοχή στο πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ, μπορούν να προσδώσουν πολλαπλά οφέλη, τόσο στη διαδικασία ανάκαμψης, όσο και στην ευόδωση των επιχειρηματικών σχεδίων των τραπεζών, που θα δώσουν μία ισχυρότερη ώθηση στην οικονομική ανάκαμψη».