Ο μεγάλος κίνδυνος που κάνει την ΕΚΤ να «φρενάρει»
Shutterstock
Shutterstock
Επιτόκια

Ο μεγάλος κίνδυνος που κάνει την ΕΚΤ να «φρενάρει»

Ο λόγος που η Κριστίν Λαγκάρντ δεν άνοιξε, κατά τη διάρκεια της σύναξης των κεντρικών τραπεζιτών στο Τζάκσον Χόουλ, τα χαρτιά της για το αν θα αυξηθούν ξανά ή όχι τα επιτόκια ενόψει της κρίσιμης συνεδρίασης της ΕΚΤ στις 14 Σεπτεμβρίου, είναι ότι η έκβαση της διελκυστίνδας μεταξύ γερακιών και περιστεριών παραμένει αβέβαιη. Τα γεράκια ζητούν μία πιο επιθετική προσέγγιση (με νέα αύξηση ή διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα για καιρό) ενώ τα περιστέρια τάσσονται υπέρ της παύσης για να μην πληγεί η προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας. 

Μία διαγώνια ματιά στις αναλύσεις των ειδικών αρκεί για να γίνει αντιληπτό ότι οι πιθανότητες αύξησης των επιτοκίων ή παύσης μετά από 9 διαδοχικές αυξήσεις είναι μοιρασμένες. Παράγοντες που γνωρίζουν καλά τις διεργασίες και τις ζυμώσεις που λαμβάνουν χώρα στη Φρανκφούρτη, αναφέρουν, ωστόσο, ότι τις τελευταίες ημέρες φαίνεται πως η ζυγαριά γέρνει υπέρ της παύσης. Και αυτό γιατί οι κορυφαίοι οικονομολόγοι της ΕΚΤ πιστεύουν ότι πλέον ο κίνδυνος ύφεσης είναι μεγαλύτερος από τον κίνδυνο να ξεφύγει εκτός ελέγχου ο πληθωρισμός.

Τα στοιχεία για τον μήνα Αύγουστο δείχνουν ότι σήμερα η Ευρωζώνη βρίσκεται σε ύφεση και δύσκολα θα ξεφύγει από αυτή την κατάσταση στο υπόλοιπο του έτους. Είναι επομένως λογικό οι κεντρικοί τραπεζίτες να επανεξετάσουν τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσουν. Όσο τα επιτόκια αυξάνονται, τόσο επιδεινώνονται οι συνθήκες ρευστότητας στο σύστημα και η οικονομική δραστηριότητα συρρικνώνεται, την ώρα που τα υψηλά επιτόκια θεωρούνται απαραίτητα για να καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός. 
Υπάρχει λύση σε αυτή την ομολογουμένως πολύ δύσκολη εξίσωση;

Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ είναι σε γνώση των εξελίξεων και το θερμόμετρο ανεβαίνει επικίνδυνα ενόψει της συνεδρίασης του Σεπτεμβρίου. Η ΕΚΤ δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι ο σύνθετος PMI έχει υποχωρήσει κάτω από το επίπεδο του 50 για τρεις διαδοχικούς μήνες, εξέλιξη που υποδηλώνει ότι η οικονομία της Ευρωζώνης βρίσκεται ήδη σε ύφεση κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Η μεγάλη πτώση των δεικτών PMI ήταν αναπάντεχη, δεδομένης της βελτίωσης που είχε παρατηρηθεί σε δείκτες οικονομικού κλίματος όπως οι ZEW και Sentix. Την ίδια ώρα, οι σχετικές έρευνες δείχνουν ότι οι Ευρωπαίοι καταναλωτές ανησυχούν για την πορεία της οικονομίας, παρά το γεγονός ότι η αγορά εργασίας δεν εμφανίζει ακόμη σημάδια κάμψης. 

Δικαιολογημένα, λοιπόν, η διάθεση των αξιωματούχων της Κομισιόν και της ΕΚΤ θα λέγαμε πως είναι «φθινοπωρινή», από τη στιγμή που οι οιωνοί για την οικονομία είναι και πάλι ζοφεροί μετά την ανάπαυλα των προηγούμενων μηνών. Οι καλύτερες των προσδοκιών – αν και αναιμικές - επιδόσεις της ευρωπαϊκής οικονομίας στο πρώτο εξάμηνο του 2023 είχαν αναπτερώσει το ηθικό, όμως οι οικονομικοί δείκτες που δημοσιεύτηκαν την περασμένη εβδομάδα υποδεικνύουν ότι η οικονομική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη συνεχίζει να εξασθενεί. Και όταν η οικονομία εξασθενεί από τόσο χαμηλή βάση, έχοντας καταφέρει να αποφύγει παρά τρίχα την ύφεση στα τελευταία τρίμηνα, τότε το πιθανότερο σενάριο είναι να δούμε το ευρωπαϊκό ΑΕΠ να συρρικνώνεται τους επόμενους μήνες. 

Θα επιβεβαιωθεί το δυσμενές και λιγότερο πιθανό σενάριο με μία βαθιά ύφεση που τρομάζει; Κινδυνεύει να εγκλωβιστεί η Ευρώπη σε μία μακρά περίοδο στασιμοπληθωρισμού που θα έχει τα χαρακτηριστικά και τις επιπτώσεις… μακρόσυρτης οικονομικής κρίσης;

Ανεξάρτητα από το αν τα επιτόκια θα αυξηθούν κατά 0,25% στις 14/9, η ουσία είναι ότι η ΕΚΤ ετοιμάζεται να ολοκληρώσει τον κύκλο των αυξήσεων γιατί πολύ απλά η οικονομική λογική δεν υποστηρίζει περαιτέρω αυξήσεις μέσα στο έτος. Στο σενάριο που τα γεράκια επικρατήσουν και τα επιτόκια αυξηθούν, ο πήχης για νέα αύξηση θα ανέβει τόσο που μόνο μία μεγάλη ανατροπή στο μέτωπο του πληθωρισμού θα μπορούσε να φέρει και άλλη αύξηση στο μέλλον. 

Σημειώνεται, τέλος, ότι η ομάδα των κεντρικών τραπεζιτών του Νότου (Στουρνάρας, Βίσκο, Ερνάντες ντε Κος, Σεντένο, Ηροδότου) με υποστήριξη από τον Ιταλό Φάμπιο Πανέτα και τον Ιρλανδό Φίλιπ Λέιν, επισημαίνει εδώ και καιρό τους κινδύνους και την απειλή μιας παρατεταμένης ύφεσης στο σενάριο της διατήρησης υψηλών επιτοκίων για μεγάλο χρονικό διάστημα.