Ο πληθωρισμός πέφτει, η ακρίβεια παραμένει
shutterstock
shutterstock

Ο πληθωρισμός πέφτει, η ακρίβεια παραμένει

Τα πρόσφατα νέα για τον πληθωρισμό στη χώρα μας είναι πολύ θετικά: ο πληθωρισμός έπεσε από το 3,2% τον Απρίλιο στο 2,4% τον Μάιο. Ο κόσμος βέβαια δεν πανηγύρισε για αυτή την εξέλιξη. Δικαιολογημένα. Οι τιμές έχουν ήδη «σκαρφαλώσει» πολύ υψηλά. Λογικό δεν είναι να μειώσουν τον ρυθμό ανόδου τους; Εδώ πρέπει να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ πληθωρισμού και ακρίβειας. Ο πληθωρισμός είναι ταχύτητα, η ακρίβεια είναι το επίπεδο των τιμών.

Ο πληθωρισμός πυροδοτήθηκε στην Ευρωζώνη (και στη χώρα μας) από πολλούς παράγοντες: αυξημένη ζήτηση για κατανάλωση μετά τον CΟVID-19, μείωση της προσφοράς λόγω διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα ή λόγω κλιματικής κρίσης, αύξηση της τιμής ενέργειας λόγω κρίσης στην Ουκρανία καθώς και λόγω της Ευρωπαϊκής πολιτικής μετάβασης σε μηδενικούς ρύπους. Πολλοί από αυτούς τους παράγοντες έχουν χάσει την αρχική τους δύναμη και συνεπώς η ταχύτητα ανόδου των τιμών έχει αρχίσει να πέφτει. Θα μηδενιστεί;

Όχι βέβαια γιατί κάποιοι θα συνεχίσουν να υπάρχουν, όπως η κλιματική κρίση που θα δημιουργεί ακραία καιρικά φαινόμενα με πλημμύρες, φωτιές και καταστροφές αγροτικών προϊόντων. Το ίδιο και η ενέργεια. Μέχρι να πάμε πλήρως σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, θα πληρώνουμε ακριβότερα το φυσικό αέριο.

Την ίδια επίδραση έχει και η γεωπολιτική αστάθεια στην περιοχή μας: μας αναγκάζει να δαπανούμε πολλά για την αμυντική θωράκιση. Έτσι όμως, ενισχύεται η ζήτηση, άρα και τις τιμές. Δηλαδή, η εξασθένιση του πληθωρισμού είναι αναμενόμενη. Το μεγάλο ζητούμενο, όμως, είναι να χτυπηθεί η ακρίβεια, δηλαδή να έχουμε πτώση των τιμών.

Συναφώς, υπάρχει και ένα κυρίαρχο ερώτημα: Γιατί στη χώρα μας πολλές τιμές σε καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες είναι υψηλότερες σε σχέση με τις αντίστοιχες τιμές σε άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης; Ενδεικτικά στα είδη super market, στο γάλα, στις τηλεπικοινωνίες, στις τραπεζικές υπηρεσίες στις μεταφορές κλπ.

Μήπως υπάρχουν και εγχώριοι-δομικοί παράγοντες που κρατάνε τις τιμές υψηλά και δεν επιτρέπουν την αποκλιμάκωση τους; Εδώ τα πράγματα είναι αρκετά δύσκολα. Δύο βασικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης ήταν (α) το κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων, ή η συγχώνευσή τους με άλλες και η αύξηση της συγκέντρωσης (π.χ στις τράπεζες, στα super markets, στην ιδιωτική υγεία κλπ) και (β) η αύξηση της έμμεσης φορολογίας (ειδικοί φόροι κατανάλωσης, ΦΠΑ, τέλη κλπ).

Αναφορικά με το πρώτο, η συγκέντρωση ενός κλάδου στα χέρια ενός πολύ μικρού αριθμού εταιρειών δεν είναι θετική για τους καταναλωτές. Τα ολιγοπώλια, χαρακτηρίζονται από περιορισμένο ανταγωνισμό, εμπόδια εισόδου, ακαμψία τιμών, ασύμμετρη πληροφόρηση και «στρατηγική» συμπεριφορά των μελών τους για τη διατήρηση υψηλότερων τιμών και κερδών (πληθωρισμός απληστίας).

Αναφορικά με το δεύτερο, τα φορολογικά συστήματα των χωρών της ευρωζώνης βασίζονται περισσότερο στην άμεση φορολογία και λιγότερο στην έμμεση. Σε εμάς συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Παρουσιάζει, δηλαδή, το φορολογικό μας σύστημα, χαρακτηριστικά τριτοκοσμικής χώρας που αδυνατεί να φορολογήσει δίκαια με βάση τη φοροδοτική ικανότητα των ατόμων. Συνεπώς, ποια είναι τα αποτελεσματικά μέτρα για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού και της ακρίβειας στη χώρα μας; Κατά την άποψή μου είναι αυτά που ενισχύουν τη λειτουργία του ανταγωνισμού.

Στο παρελθόν (2012, 2014, 2016), η ενίσχυση της ανταγωνιστικής λειτουργίας των αγορών προωθήθηκε μέσω της «εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ». Η «εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ» εξέτασε τις συνθήκες ανταγωνισμού σε 13 τομείς της ελληνικής οικονομίας που αντιπροσώπευαν το 30,7% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας στη χώρα και το 35,2% της απασχόλησης, από τον τουρισμό έως το εμπόριο, τον κλάδο των τροφίμων και συγκεκριμένους κλάδους της μεταποίησης.

Έγινε αξιολόγηση 2.312 νόμων και κανονιστικών διατάξεων, εντοπίστηκαν 1.276 εξ αυτών που περιόριζαν τον ανταγωνισμό και διατυπώθηκαν 775 προτάσεις. Μήπως είναι καιρός σήμερα να δημιουργηθεί μια νέα «εργαλειοθήκη της Ελλάδας» με την επέκταση της εφαρμογής της και σε άλλους κλάδους της οικονομίας, όπου υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι δε λειτουργεί ο ανταγωνισμός και εμποδίζεται η υγιής επιχειρηματικότητα;

Επιπρόσθετα, μήπως πρέπει να ξαναδούμε τη δομή και το ύψος της έμμεσης φορολογίας; Ιδιαίτερα όταν όλο το τελευταίο διάστημα έχουμε συνεχείς υπερβάσεις των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων; Οι πολέμιοι της μείωσης του ύψους του ΦΠΑ προβάλλουν συνήθως δύο επιχειρήματα: (α) ότι αυτή δε θα μετακυλιστεί στους καταναλωτές, αλλά θα την καρπωθούν οι επιχειρήσεις και (β) ότι θα κινδυνεύσει η δημοσιονομική ισορροπία.

Για να διασφαλιστεί η μετακύληση στους καταναλωτές χρειάζονται ισχυροί ελεγκτικοί μηχανισμοί. Άρα πρώτα πρέπει να ενισχύσουμε με κάθε μέσο την Επιτροπή Ανταγωνισμού και μετά να κάνουμε τη μείωση. Όσο για τη δημοσιονομική ισορροπία, αυτή θα μπορούσε να διασφαλιστεί εάν ταυτόχρονα με τη μείωση των φόρων πραγματοποιούσαμε μείωση των μη μισθολογικών δαπανών. Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να επανεξετάσουμε από μηδενική βάση τη χρησιμότητα όλων των οργανισμών του δημοσίου και να συγχωνεύσουμε ή να καταργήσουμε όσους υπολειτουργούν ή δεν παρέχουν επαρκώς ποιοτικές υπηρεσίες στους πολίτες, με στόχο τη μείωση των δημοσίων δαπανών.

* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.