Οι αυξήσεις στα τρόφιμα τρομάζουν την ΕΚΤ - Πού θα φτάσουν τα επιτόκια
Shutterstock
Shutterstock

Οι αυξήσεις στα τρόφιμα τρομάζουν την ΕΚΤ - Πού θα φτάσουν τα επιτόκια

Μία καλή και μία κακή είδηση έκρυβαν τα στοιχεία για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, που δημοσιεύθηκαν χθες και σήμερα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλούνται να λάβουν υπόψη τους τα νέα δεδομένα, πριν αποφασίσουν για τα επιτόκια. Η καλή είδηση είναι ότι ο πληθωρισμός επιβράδυνε τον Ιανουάριο για τρίτο διαδοχικό μήνα, εξαιτίας των μειωμένων τιμών ενέργειας. Η κακή είδηση είναι ότι ο δομικός πληθωρισμός που εξαιρεί ενέργεια και τρόφιμα παραμένει σε ιστορικό υψηλό και το κόστος των τροφίμων αυξάνεται συνεχώς. 

Η αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης θεωρείται δεδομένη από τις διεθνείς αγορές και η Κριστίν Λαγκάρντ δεν θα διαψεύσει τις προσδοκίες. Το μόνο που μένει είναι να δούμε αν θα ακολουθήσει ανάλογη αύξηση τον Μάρτιο και πόσο ψηλά θα φτάσουν τα επιτόκια αποδοχής καταθέσεων και αναχρηματοδότησης.

Η στρατηγική που θα ακολουθήσει στο εξής η ΕΚΤ εξαρτάται από την πορεία του πληθωρισμού. Τι μάθαμε, λοιπόν, χθες από την Eurostat; Ότι ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή συνεχίζει να εξασθενεί στην Ευρωζώνη, στο 8,5% τον Ιανουάριο, από 9,2% τον Δεκέμβριο. Προσοχή, όμως. Ο πληθωρισμός δεν πέφτει αλλά επιβραδύνει, που σημαίνει ότι οι τιμές δεν μειώνονται. Απλώς αυξάνονται λιγότερο από πριν. 

Όλα δείχνουν ότι η Λαγκάρντ θα συνεχίσει την αυστηρή (hawkish) στάση της απέναντι στον πληθωρισμό και θα επαναλάβει ότι τα επιτόκια θα αυξάνονται μέχρι να πέσουν οι τιμές. Είναι αλήθεια ότι η ακρίβεια και η επιμονή του δομικού πληθωρισμού ανησυχούν την ΕΚΤ. Ο δομικός πληθωρισμός, ο οποίος τον  Ιανουάριο διατηρήθηκε αμετάβλητος στο 5,2%, είναι ο δείκτης που θα κρίνει αν τα επιτόκια θα σταματήσουν στο 3,5% ή θα ανέβουν υψηλότερα καθώς αρκετά στελέχη της ΕΚΤ έχουν διαμηνύσει ότι στρέφουν την προσοχή τους σε αυτόν. 

Και μπορεί ο ενεργειακός πληθωρισμός να εξασθένησε στο 17,2% το μήνα που μας πέρασε, από 25,5% τον Δεκέμβριο, όμως το κόστος των τροφίμων αυξήθηκε κατά 14,1%, περισσότερο από το 13,8% του Δεκεμβρίου. Επομένως, όσο και να ενταθεί το debate στη σημερινή συνεδρίαση της ΕΚΤ, το πιθανότερο είναι να δούμε νέα αύξηση 50μβ τον Μάρτιο, από τη στιγμή μάλιστα που η ευρωπαϊκή οικονομία δείχνει να αποφεύγει την ύφεση, άρα μειώνεται ο κίνδυνος απότομης προσγείωσης. 

Το βασικό σενάριο θέλει τα επιτόκια να κορυφώνονται στο 3,5% αλλά και πάλι όλα θα εξαρτηθούν από την πορεία των τιμών. Επειδή όμως οι αγορές αναμένουν με αγωνία την αντιστροφή της τάσης και τη βελτίωση των χρηματοδοτικών συνθηκών, ήδη οι αναλυτές τρέχουν μοντέλα για να προβλέψουν τη χρονική στιγμή που η ΕΚΤ θα αλλάξει ρότα και θα αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια.

Μέχρι πρότινος, το επικρατέστερο σενάριο ήθελε τις πρώτες μειώσεις επιτοκίων προς το τέλος του 2023 αλλά οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων και η επιμονή του δομικού πληθωρισμού αλλάζουν τα δεδομένα και μεταθέτουν τις μειώσεις για το 2024 και αν. 

Η προεξοφλημένη αύξηση που θα ανακοινωθεί σήμερα το μεσημέρι, θα οδηγήσει το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο 2,5% και το επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 3%. Η τελευταία φορά που το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων βρισκόταν στο 2,5% ήταν στα τέλη του 2008, όταν η ΕΚΤ ξεκίνησε έναν κύκλο διαδοχικών μειώσεων των επιτοκίων ως απάντηση στην καταστροφική παγκόσμια κρίση που προκάλεσε η φούσκα των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ και η κατάρρευση του τραπεζικού κολοσσού Lehman Brothers.

Αυτό που προσπαθεί να κάνει η ΕΚΤ είναι να ωθήσει τις τράπεζες να κλείσουν τις στρόφιγγες του δανεισμού, κάνοντας πιο ελκυστική την κατάθεση της περισσευούμενης ρευστότητας στην κεντρική τράπεζα. Η λογική πίσω από αυτή την κίνηση είναι ότι μία τράπεζα επιλέγει να «παρκάρει» τη ρευστότητά της στην ΕΚΤ και να λάβει επιτόκιο 2,5% ή 3%, αντί να αναλάβει το ρίσκο να δανείσει τα χρήματα αυτά, προσβλέποντας σε υψηλότερο επιτόκιο αλλά με ρίσκο.

Είναι ακριβώς η αντίστροφη διαδικασία από αυτήν που εφαρμόστηκε την περασμένη δεκαετία και έως τον Ιούλιο του 2022. Η ΕΚΤ μείωσε με διαδοχικές κινήσεις το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων έως το -0,50%, ακυρώνοντας κάθε κίνητρο για τις εμπορικές τράπεζες να παρκάρουν την περισσευούμενη ρευστότητα. Τις ωθούσε με αυτόν τον τρόπο να ανοίξουν τις κάνουλες του δανεισμού για να τονωθεί η ανάπτυξη.