Οι στόχοι της ελληνικής οικονομίας για την επόμενη ημέρα
Shutterstock
Shutterstock

Οι στόχοι της ελληνικής οικονομίας για την επόμενη ημέρα

Η Ελλάδα βρίσκεται στον απόηχο των τριών αλλεπάλληλων κρίσεων που βίωσε (οικονομική, υγειονομική, ενεργειακή). Εξαιτίας αυτών των κρίσεων -συνδυαστικά με τις χρόνιες παθογένειες- που μαστίζουν το κοινωνικό σύνολο και το πολιτικό μας σύστημα καθώς και με το εξαιρετικά αβέβαιο διεθνές περιβάλλον (γεωπολιτικές-οικονομικές εξελίξεις αλλά και κλιματικές-κοινωνικές-τεχνολογικές αλλαγές) η ελληνική οικονομία οφείλει να θωρακιστεί και να επιδείξει μια αναπτυξιακή δυναμική, όχι μια παροδική ανάκαμψη. 

Αναντίλεκτα, η οικονομία αποπνέει μια σταθερότητα συγκριτικά με στο παρελθόν κι έχει εμφανίσει πρόοδο σε μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα -και δεν είναι τα μόνα- αποτελούν η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος (μείωση των κόκκινων δανείων, αύξηση της χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία, άνοδος της ρευστότητας, κεφαλαιακή ισχύς), η σημαντική βελτίωση της θέσης της Ελλάδας στην απορροφητικότητα και διαχείριση πόρων ΕΣΠΑ, τα χαμηλά ελλείμματα, η μικρή αύξηση των φορολογικών εσόδων όπως και η ανοδική πορεία των κεφαλαίων που αφορούν σε άμεσες ξένες επενδύσεις. Ωστόσο, δεν επιτρέπεται να υπάρξει εφησυχασμός και κάλυψη των διαρθρωτικών αδυναμιών και των χρόνιων στρεβλώσεων. Η χώρα χρειάζεται να «εκμεταλλευτεί» τις συνθήκες που έχουν προκύψει, ώστε να εκπονήσει ένα μακρόπνοο και ολικό σχέδιο ανάπτυξής της.

Οι στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν για την ελληνική οικονομία είναι ποικίλοι. Αρχικά, είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από περισσότερους οίκους αξιολόγησης (ήδη η DBRS έδωσε το IG στη χώρα μας). Αυτή μπορεί να επιφέρει πολλές θετικές συνέπειες όπως την ουσιαστική επανένταξη της οικονομίας στο χρηματοοικονομικό οικοσύστημα, την ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας και τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, τη δυνατότητα για προσέλκυση -μέχρι πρότινος ανενεργών- ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων αλλά και την πρόσβαση σε περισσότερες και -κάποιες φορές- φθηνότερες πηγές δανεισμού.

Επίσης, σημαίνουσα είναι η ανάγκη για διττή σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τόσο ως προς το κατά κεφαλήν προϊόν όσο και ως προς την αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) σε επίπεδα προ του 2008. Η παραπάνω σύγκλιση, όμως, καθίσταται σκόπιμο να συμβεί μέσω ενός εναλλακτικού παραγωγικού μοντέλου το οποίο θα εδράζεται στις επενδύσεις, στην εξωστρέφεια, στην καινοτομία κι όχι στην κατανάλωση, τη μεταφορά κεφαλαίων στην παραοικονομία ή την κρατικοδίαιτη δραστηριότητα.

Ακόμη, δύο παράγοντες που διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο κι αλληλοεπιδρούν είναι το Χρέος και τα πρωτογενή πλεονάσματα. Η αλήθεια είναι πως το Χρέος της χώρας, αν και βρίσκεται σε πτωτική τάση και καθίσταται (με τη συμβολή της Ευρώπης) εξυπηρετήσιμο, παραμένει ακόμη υψηλό. Εντούτοις, όλες οι χώρες του κόσμου έχουν Χρέος είτε μεγάλο είτε μικρό.

Η βιωσιμότητα του χρέους και το πόσο επηρεάζει με αρνητικό πρόσημο την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, εξαρτάται από το αν θα μετασχηματιστεί το παραγωγικό μοντέλο (ώστε να αυξηθεί το ΑΕΠ), αν θα μεταρρυθμιστεί ο κρατικός μηχανισμός που δημιουργεί-αυξάνει το Χρέος (διαφθορά, φοροδιαφυγή, δημόσιες σπατάλες, αναποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση, χαμηλή ποιότητα νομοθέτησης κ.τ.λ) και, τέλος, αν η χώρα δύναται να δανειστεί με χαμηλά επιτόκια και εν γένει ευνοϊκές ρυθμίσεις.

Η Ελλάδα πρέπει να μεριμνήσει να διαχειριστεί αποτελεσματικά και τους τρεις προαναφερθέντες παράγοντες και ταυτόχρονα να «επιστρέψει» σε μόνιμα πρωτογενή πλεονάσματα, αφενός για να αποκλιμακωθεί περαιτέρω το Χρέος στα πλαίσια μιας συνεκτικής πολιτικής κι αφετέρου για να υπάρξει δημοσιονομικός χώρος για την αποπληρωμή τόκων παλαιότερων δανείων.

Σαφέστατα από τις θεμελιώδεις προκλήσεις για την ανάπτυξη και την ισχυροποίηση της ελληνικής οικονομίας, δεν δύναται να λείπει η ορθή διαχείριση των δημοσιονομικών ή εξωτερικών ελλειμμάτων όπως και του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών (εισαγωγές και εξαγωγές). Η τελευταία μορφή ελλείμματος, που αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους οικονομικούς κινδύνους, είναι εφικτό να αντιστραφεί με την αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων, με την ύπαρξη ενός υγιούς τραπεζικού συστήματος που θα παρέχει φθηνό δανεισμό στις επιχειρήσεις, (ώστε να παράξουν ποιοτικά προϊόντα και υπηρεσίες), με την αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών για επενδύσεις και αποταμίευση (ως απόρροια της αύξησης του ΑΕΠ) καθώς και μέσω παρεμβάσεων για τη μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενα προϊόντα αλλά και διαμέσου ενεργητικών πολιτικών προώθησης των εξαγωγών και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. 

Τέλος, καίριος στόχος καθίσταται η συνέχιση της αυξητικής τάσης εισροής κεφαλαίων στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και στις επιχειρήσεις και ειδικά σε πεδία που εκτινάσσουν το ΑΕΠ της χώρας, όπως η (πράσινη) ενέργεια, η Τεχνητή Νοημοσύνη, η τεχνολογία, η ναυτιλία, η βιομηχανία και ο αγροδιατροφικός τομέας. Στα χρόνια της κρίσης η χώρα βρισκόταν σε μια φάση διαρκούς αποεπένδυσης με ισχυρή μείωση του κεφαλαιακού αποθέματος και των κρατικών ταμειακών διαθέσιμων αλλά και με ένα τραπεζικό σύστημα σε υπό κατάρρευση, με χαμηλή κεφαλαιακή επάρκεια, μη σωστή διακυβέρνηση και αδυναμία χρηματοδότησης της οικονομικής δραστηριότητας.

Πλέον, το τραπεζικό σύστημα δείχνει να έχει βρει τις ισορροπίες του και να έχει χτίσει μια ανθεκτικότητα (αν και η πρόσβαση για χρηματοδότηση είναι περιορισμένη για μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις, ενώ απαιτείται και πρόσθετη μείωση των κόκκινων δανείων). Επίσης, το προηγούμενο έτος σημειώθηκε ρεκόρ άμεσων ξένων επενδύσεων και υπήρχαν αυξημένες ροές κεφαλαίων, όμως η χώρα έχει σημαντικό περιθώριο βελτίωσης για να πλησιάσει τα επίπεδα των αναπτυγμένων δυτικών οικονομιών. 

Οι βασικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και την επίτευξη των στόχων αυτών μπορούν να σταχυολογηθούν στους εξής πυλώνες: α) αναμόρφωση των Θεσμών και βελτίωση της λειτουργίας τους με προσανατολισμό στην ισονομία και στη διαφάνεια, β) ενίσχυση των Ανεξάρτητων Αρχών, γ) βελτίωση της ποιότητας Νομοθέτησης (εξάλειψη πολυνομίας και κακονομίας) και πολιτική αξιοκρατία, δ) αλλαγές στο φορολογικό πλαίσιο (απλοποιημένο και σταθερό φορολογικό σύστημα, μείωση των συντελεστών, επανεξέταση έμμεσων φόρων, πάταξη φοροδιαφυγής), ε) διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος φιλικό προς το επιχειρείν (εξάλειψη γραφειοκρατίας, γρήγορες διαδικασίες απονομής Δικαιοσύνης, εύκολη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, χαμηλό κόστος εισφορών, ολοκλήρωση Κτηματολογίου, καθορισμός χρήσεων γης κ.τ.λ), στ) σχεδιασμός ενός ασφαλιστικού συστήματος κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα, εστιασμένου στη μεσοπρόθεσμη δημογραφική προβολή της Ελλάδας, ζ) ανασυγκρότηση της Δημόσιας Διοίκησης και του κρατικού μηχανισμού η) αύξηση των πόρων που διατίθενται για την Παιδεία και την έρευνα με ταυτόχρονη διασύνδεση των Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με την αγορά με σκοπό τη δημιουργία ενός ικανού εργατικού δυναμικού υψηλών δεξιοτήτων σε καλά αμειβόμενες και σταθερές θέσεις εργασίας, θ) έγκαιρη και βέλτιστη αξιοποίηση όλων των προσφερόμενων χρηματοδοτικών εργαλείων (πόροι ΕΣΠΑ, Ταμείο Ανάκαμψης, Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων) και τέλος ι) συλλήβδην εκσυγχρονισμός των υποδομών της χώρας.

Εν κατακλείδι, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα. Καθίσταται απαραίτητο να απαλειφθούν από τον δημόσιο διάλογο και τη δημόσια ζωή αναχρονιστικές αρχές, επιβλαβείς νοοτροπίες, ατελέσφορες πολιτικές και αναποτελεσματικές πρακτικές. Η όποια οικονομική ανάπτυξη, και κατά συνέπεια κοινωνική, πολιτιστική και εθνική, σχετίζεται με την ευρεία συναίνεση πολιτικών δυνάμεων και με τη διαμόρφωση ενός μακροπρόθεσμου οράματος, σε συνάρτηση με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, ώστε να επέλθει το αναγκαίο μεταρρυθμιστικό σοκ στην Ελλάδα που θα οδηγήσει σε ευημερία τη χώρα, τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου και -πάνω από όλα- τους Έλληνες πολίτες. 

* Νίκος Παναγιώτου, εκπαιδευτικός