Λύση στο πρόβλημα της επισιτιστικής κρίσης;
shutterstock
shutterstock
Μικροφύκη

Λύση στο πρόβλημα της επισιτιστικής κρίσης;

Ο αντίκτυπος της διαταραχής της παγκόσμιας διατροφικής αλυσίδας είναι ίσως πιο καλά αντιληπτός από ποτέ άλλοτε. Η κλιματική αλλαγή, οι πόλεμοι, οι ασθένειες είναι ικανές να δημιουργήσουν ελλείψεις που σοκάρουν ειδικά τις καλοθρεμμένες δυτικές κοινωνίες. Ένας οργανισμός πολύ μικρός στο μάτι μπορεί να αποτελέσει μέρος της λύσης αυτού του προβλήματος. Και όχι μόνο αυτού.

Σύμφωνα με το επιστημονικό περιοδικό της Κομισιόν, Horizon, στους Ευρωπαίους επιστήμονες έχει αρχίσει να …ανοίγει η όρεξη για τα μικροάλγη/μικροφύκη, το γνωστό και ως φυτοπλαγκτόν, ένα υποείδος των φυκιών που αποτελείται από μονοκύτταρους φωτοσυνθετικούς μικροοργανισμούς.

Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε τα θαλασσινά φύκια, τα οποία μπορούν να φτάσουν σε μήκος και τα τρία μέτρα ενώ αποτελούν συστατικό σε πολλές κουζίνες.

Τα μικροάλγη που τα βρίσκει κανείς τόσο στο αλμυρό όσο και στο γλυκό νερό, έχουν ελκύσει το ενδιαφέρον της επιστήμης επειδή έχει διαπιστωθεί ότι διαθέτουν μερικές εντυπωσιακές ιδιότητες αλλά και μεγάλη γκάμα εφαρμογών. Σε αυτά μπορούν να βασιστούν ζωοτροφές ειδικά για τις ιχθυοκαλλιέργειες, αλλά και πολλά τρόφιμα για ανθρώπους όπως η πάστα, τα βίγκαν σκευάσματα, οι μπάρες κτλ. Κάποια στελέχη μικροαλγών, όπως για παράδειγμα η γνωστή σπιρουλίνα, όχι μόνο συσσωρεύουν 65-70% πρωτεΐνης αλλά είναι και καλές πηγές ωμέγα 3 λιπαρών οξέων που συνήθως συναντάται σε επαρκείς ποσότητες στα ψάρια και στο ιχθυέλαιο.

«Τα μικροάλγη μπορούν να μας βοηθήσουν να αυξήσουμε την παραγωγή πρωτεΐνης στην Ευρώπη, για να μειώσουμε την εξάρτηση μας από τρίτες χώρες», σχολιάζει ο Μάσιμο Καστελάρι ο οποίος συμμετέχει στο πρότζεκτ ProFuture το οποίο στοχεύει στην αύξηση της παραγωγή μικροαλγών.

Και δεν πρόκειται για μία διατροφική μόδα αλλά για μια αποδεδειγμένα θρεπτική λύση που ταΐζει τους ανθρώπους αλλά και την οικονομία. 

Για παράδειγμα, στο Τσαντ, μια χώρα χαμηλών εισοδημάτων, η κατανάλωση της σπιρουλίνας που μαζεύεται από τη λίμνη Τσαντ έχει βελτιώσει σημαντικά τη διατροφική κατάσταση του πληθυσμού που δεν δυσκολεύτηκε με την καλλιέργεια της καθώς αυτήν δεν απαιτεί γόνιμη γη και  είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητη από τις καιρικές συνθήκες. 

Τα μικροάλγη αναπτύσσονται δέκα φορές πιο γρήγορα από τα φυτά στο χώμα και μπορούν να απορροφήσουν 10-50 φορές περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα. Επίσης, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως εργαλεία βελτίωσης των καλλιεργειών, και στην παραγωγή βιοπλαστικών ή βιοκαυσίμων.

Σε επίπεδο καλλιεργειών προσφέρουν σημαντικά οφέλη χωρίς να προκαλούν την περιβαλλοντική επιβάρυνση που προκαλούν τα χημικά λιπάσματα. Τα βιολιπάσματα και τα βιοδιεγερτικά αυξάνουν την παραγωγή, σύμφωνα με έρευνες που δείχνουν επίσης ότι καθιστούν τις καλλιέργειες και πιο ανθεκτικές στο στρες των υψηλών θερμοκρασιών, της έλλειψης νερού και της αλατότητας του εδάφους.

 

Η βιομηχανία αλγών στην Ευρώπη

Παρά τα διαπιστωμένα οφέλη στην Ευρώπη, η βιομηχανία των μικροαλγών παραμένει σχεδόν στα σπάργανα από τη δεκαετία του 1950 οπότε και άρχισε να γεννιέται.

Αυτή τη στιγμή στη Γηραιά Ήπειρο υπάρχουν 413 επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή βιομάζας μικροάλγης, σε 24 χώρες, 20 από τις οποίες στην ΕΕ. Στη χώρα μας υπάρχουν 6 επιχειρήσεις παραγωγής σπιρουλίνας σύμφωνα με τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Εκτός από τα οφέλη στο περιβάλλον και στη διατροφική αλυσίδα υπάρχουν και οικονομικά οφέλη από αυτήν τη βιομηχανία. Σύμφωνα με την τελευταία σχετική έκθεση της ΕΕ τα συνολικά κέρδη (κατά μέσο όρο από το 2016 έως το 2020)που παράγουν οι επιχειρήσεις που παράγουν ή επεξεργάζονται βιομάζα μικροάλγης φτάνει τα 161,4 εκατομμύρια ευρώ στις χώρες του μπλοκ και τα 30 εκατομμύρια ευρώ στις άλλες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου.

 

 

 

 

Οι επιχειρήσεις που εστιάζουν μόνο στα μακροάλγη, δηλαδή στα θαλάσσια φύκια, αποφέρουν τα περισσότερο 129, 5 εκατομμύρια ευρώ. Μόνο η βιομηχανία της σπιρουλίνας αποφέρει σχεδόν 20,4 εκατομμύρια. Σε επίπεδο χώρας, η Γαλλία και η Ιρλανδία έχουν τα μεγαλύτερα εισοδήματα 75,9 εκατομμύρια και 40,4 εκατομμύρια ευρώ αντίστοιχα.

«Η βελτίωση της παραγωγής και χρήσης των αλγών στην ΕΕ μπορεί να βοηθήσει στην εξασφάλιση βιώσιμων συστημάτων τροφής και κτηνοτροφίας, οικονομική κυκλικότητα και βιολογικής βάσης προϊόντα.», αναφέρει στην έκθεση του Κοινού Κέντρου Έρευνας της Κομισιόν με τίτλο «Επισκόπηση της βιομηχανίας αλγών στην Ευρώπη».

Παρά τα όχι και τόσο εντυπωσιακά νούμερα, υπάρχει πια μια ευδιάκριτη δυναμική στον τομέα.

 

«Φυλακές» διοξειδίου του άνθρακα

Εταιρείες σε όλο τον κόσμο επενδύουν πολλά στα φύκη για να καταπολεμήσουν την κλιματική κρίση αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη. Η αγορά των φυκών αναμένεται να αξίζει 8,3 δισεκατομμύρια μέχρι το 2028 και τώρα δεκάδες ευρωπαϊκές start-ups και επενδυτές αποδύονται σε αγώνα δρόμου για να έχουν ένα κομμάτι από αυτήν την πίτα.

Μεταξύ αυτών είναι η Brilliant Planet που ιδρύθηκε το 2013 στο Λονδίνο και χρησιμοποιεί τα φύκη για να τραβάει διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα και να το θάβει στο έδαφος. Από το 2017 καλλιεργεί φύκη σε μεγάλες λίμνες στην έρημο Σαχάρα στο Μαρόκο.

«Υπάρχει πολλή έρημος που δεν έχει κανέναν οικονομικό, πολιτιστικό ή γεωργικό σκοπό και υπάρχει πολύ νερό στον ωκεανό που δεν χρησιμοποιούμε», σχολιάζει ο μοριακός βιοχημικός Ράφαελ Τζόβιν που ίδρυσε την εταιρεία.

 

Η πρακτική που ακολουθούν είναι η εξής: Σε μια έκταση τριών εκταρίων παράγουν 20 τόνους ξηρής βιομάζας κάθε χρόνο. Αντλούν νερό από τη θάλασσα σε μια σειρά από λιμνούλες, όπου κάνουν φωτοσύνθεση τα μικροφύκια για να απορροφήσουν διοξείδιο του άνθρακα και να αναπτυχθούν.

Όταν ωριμάσουν, κάτι που μπορεί να πάρει 30 μέρες, γίνεται η συγκομιδή τους και αποξηραίνονται. Μετά από αυτήν την φάση θάβονται στην έρημο έχοντας εγκλωβίσει το διοξείδιο του άνθρακα στους ιστούς τους. Το θαλασσινό νερό που έχει χρησιμοποιηθεί γίνεται λιγότερο όξινο και επιστρέφει στη θάλασσα, αναζωογονώντας εκεί τους οργανισμούς.

Φέτος η Brilliant Planet έχει συγκεντρώσει 13 εκατομμύρια δολάρια από επενδυτές, τα οποία θα επενδύσει σε επέκταση των εγκαταστάσεων της για να μπορεί στα επόμενα χρόνια να αφαιρεί 1.500 – 3000 τόνους διοξείδιο του άνθρακα ετησίως από την ατμόσφαιρα.