Πώς πρέπει να μιλάνε οι αρχηγοί κρατών στις αγορές
shutterstock
shutterstock

Πώς πρέπει να μιλάνε οι αρχηγοί κρατών στις αγορές

Το να καταρρέει η Ελληνική αγορά μετά την ανακοίνωση ενός μεγάλου ελλείμματος ή ενός δημοψηφίσματος μπορεί κάποτε να σόκαρε την ελληνική κοινωνία, όμως, βαθιά μέσα μας, οι Έλληνες γνωρίζαμε ότι η ευμάρεια μας ήταν επίπλαστη. Ότι ζούσαμε μια βραχύβια περίοδο ανάπτυξης σαν αποτέλεσμα των χαμηλών επιτοκίων του Ευρώ.

Το να βλέπει όμως κανείς την γαλλική αγορά να καταποντίζεται μετά την απόφαση του Εμμάνουελ Μακρόν να προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά: Πώς η μεγάλη Γαλλία έγινε έρμαιο των αγορών;

Όπως ακριβώς η Μεγάλη Βρετανία πριν δύο χρόνια, όταν μια απλή συζήτηση για τον προϋπολογισμό στη Βουλή, κόστισε στη Λιζ Τρας την πρωθυπουργία της μετά από μόλις 44 ημέρες.

Οι αγορές υπέρ-αντιδρούν σε πολιτικές και απειλούν κυβερνήσεις. Ελάχιστες χώρες, μόλις δυο, απολαμβάνουν μια άτυπη ασυλία: οι Ηνωμένες Πολιτείες, πατρίδα του παγκόσμιου νομίσματος συναλλαγών, και η Γερμανία, η ατμομηχανή και οικονομικός βράχος της Ευρώπης. Το χρέος αυτών των δύο χωρών θεωρείται «χωρίς ρίσκο» (risk free), και αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία οι υπόλοιπες χώρες κρίνονται.

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Πώς έγιναν οι αγορές τόσο ευαίσθητες σε απλές πολιτικές αποφάσεις, όπως εκλογές και προϋπολογισμοί;

Η απάντηση είναι απλή: το χρέος είναι μεγάλο και οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν πλέον να καλύπτουν τους πολιτικούς.

Τις δεκαετίες της παγκοσμιοποίησης οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονταν με οικονομικά κριτήρια. Ο στόχος ήταν ελεύθερο εμπόριο και ακόμα πιο ελεύθερο εμπόριο. Ακόμα και το τεράστιο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής ενοποίησης έγινε όχι με όχημα, αλλά με κύριο γνώμονα το κοινό νόμισμα. Οι αγορές αγνοούσαν σχεδόν τελείως τους πολιτικούς. Αρκεί το χρήμα να έρρεε.

Η κρίση του 2008, η οποία παραλίγο να τελειώσει τον μοντέρνο καπιταλισμό, αντί να δώσει χώρο στην πολιτική, σχεδόν την εξαφάνισε. Η δύναμη πέρασε από τα χέρια των ελεύθερων αγορών σε αυτά των κεντρικών τραπεζών. Το χρήμα εξακολουθούσε να ρέει, και τέσσερεις-πέντε κεντρικοί τραπεζίτες αποφάσιζαν το πως αυτό θα γινόταν. Οι αγορές σχεδόν ξέχασαν ποιος βρισκόταν στο πολιτικό τιμόνι.

Η κρίση του Ευρώ για παράδειγμα, δεν έληξε με κάποια ιστορική πολιτική παρέμβαση, αλλά με την επιτυχία του Μάριο Ντράγκι να τυπώσει χρήμα η ΕΚΤ. Όταν o Ευρωπαίος κεντρικός τραπεζίτης δήλωσε το 2012 ότι θα «κάνουμε ότι χρειαστεί για να σώσουμε το Ευρώ», η κατά τα άλλα πανίσχυρη Αγγέλα Μέρκελ κάθισε σιωπηλή στη γωνία. Σαν αποτέλεσμα, για χρόνια οι πολιτικοί μπορούσαν να παίρνουν ρίσκα και να υιοθετούν αμφίβολες πολιτικές, γνωρίζοντας ότι οι κεντρικές τράπεζες θα καλύψουν.

Το χρέος όμως αυξανόταν. Από 220% σε σχέση με το παγκόσμιο ΑΕΠ πριν είκοσι χρόνια, ανέβηκε στο δυσβάσταχτο 330%. Τα άσχημα δημογραφικά στον αναπτυγμένο κόσμο και η μείωση της παραγωγικότητας, αυξάνουν τους ρυθμούς συσσώρευσης τους χρέους, και καθιστούν τα κράτη ακόμα πιο ευάλωτα στην ευαίσθητη ψυχολογία των αγορών.

Μετά την πανδημία η πολιτική πήρε την εκδίκηση της από την οικονομία. Το κράτος απαραίτητα μεγάλωσε (με ακόμα περισσότερο χρέος) προκειμένου να αντιμετωπιστεί η καθολική και παγκόσμια απειλή. Οι κεντρικές τράπεζες, αντιμέτωπες με τον πληθωρισμό για πρώτη φορά εδώ και 40 χρόνια, μίκρυναν, καθώς δεν μπορούσαν πλέον να τυπώσουν χρήμα. Σαν αποτέλεσμα, οι πολιτικοί ξαναμπήκαν στο κέντρο των αποφάσεων και μιλάνε με όρους που οι πολλοί καταλαβαίνουν, όπως η ιδεολογία και η επικοινωνία.

Ο συνδυασμός του πολύ υψηλού χρέους που περιορίζει σημαντικά τον το δημοσιονομικό χώρο των κρατών, και της αδυναμίας των κεντρικών τραπεζών να ρίχνουν φρέσκο χρήμα μειώνοντας το ρίσκο των επενδυτών, καθιστά την πολιτική επικοινωνία μια επιχείρηση υψηλού ρίσκου.

Χώρες όπως η Ελλάδα, σε πάγια μειονεκτική θέση, εύκολα το αντιλήφθηκαν. Δεν είναι, ίσως, τυχαίο, ότι οι Έλληνες εξέλεξαν ένα πρωθυπουργό με βασική ικανότητα να «μιλά τη γλώσσα των αγορών». Γιατί οι θυσίες του ελληνικού λαού και οι μεταρρυθμίσεις θα είχαν πιθανόν πολύ μικρότερο αντίκτυπο, αν το εθνικό αφήγημα προς της αγορές δεν ήταν συναφές. Θα ήταν, άραγε, η Ελλάδα, το «καλό παιδί της Ευρωζώνης», με την μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική σταθερότητα που αυτό συνεπάγεται, χωρίς τις συνεντεύξεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Bloomberg;

Μεγαλύτερες όμως χώρες, αυτοκρατορίες πρόσφατες, δυσκολεύονται να καταλάβουν πόσο λίγο χώρο τους δίνουν πλέον οι αγορές, και πόσο μπορεί αυτό να τις αποσταθεροποιήσει. Και όμως, θα μπορούσαν απλώς να κοιτάξουν τη μικρή και χρεοκοπημένη Ελλάδα, για να καταλάβουν όχι μόνο τη σημασία του να μην ταράζει κανείς τις αγορές αλλά και ότι η συγκεκριμένη τέχνη, που δεν είναι τόσο δύσκολη,

Τι χρειάζεται για να «μιλήσει» κάποιος στη γλώσσα των αγορών; Τέσσερις απλές αρχές:

  1. Όχι εκπλήξεις. Η αγορά είναι το μανιοκαταθλιπτικό αδερφάκι της οικονομίας. Η οικονομία κινείται αργά. Οι αγορές, με αλγόριθμους, παράγωγα και επί εικοσιτετράωρου βάσεως, κινούνται πολύ πιο γρήγορα και υπερ-αντιδρούν σε κάθε ερέθισμα, πριν το επεξεργαστούν. Οι σοφότεροι ηγέτες «διαρρέουν» τα σχέδια τους στις αγορές για δώσουν χρόνο επεξεργασίας, να δουν τις αντιδράσεις και να τα προσαρμόσουν. Αν το είχε κάνει η κ. Τρας ίσως ήταν σήμερα ακόμα πρωθυπουργός.
  2. Συγκεκριμένα και τιμολογημένα σχέδια. Οι ιδεολογίες, στρατηγικές και αοριστολογίες ίσως κερδίζουν ψήφους, δεν μπορούν όμως να αποτιμηθούν από τις αγορές. Εκεί χρειάζονται συγκεκριμένες προτάσεις στα οποία να μπορούν οι επαγγελματίες της αγοράς να βάλουν ένα ρίσκο και μια απόδοση. Η διαχείριση των αγορών κατά τη διάρκεια μεγάλων μεταρρυθμίσεων στην Ιαπωνία από τον μακαρίτη Σίνζο Άμπε (Abenomics) είναι υπόδειγμα.
  3. Άμεση επικοινωνία. Όταν μια κρίση (πχ η κρίση του Ευρώ) ξεσπάει, η επικοινωνία πρέπει να είναι άμεση, και οι λύσεις καθαρές. Η Κρίση του 2008 ίσως δεν είχε γιγαντωθεί αν το Αμερικανικό Κογκρέσο δεν καθυστερούσε την χρηματοδότηση των τραπεζών. Για αυτό πλέον οι κεντρικοί τραπεζίτες μιλάνε στην αρχή μιας κρίσης και υπόσχονται σχεδόν αμέσως φρέσκο χρήμα στις αγορές.
  4. Δυναμισμός, ακόμα και στα όρια του bullying, όπου αυτό είναι δυνατό. Οι αγορές, όπως εύκολα πιέζονται, εύκολα υποχωρούν. Το παράδειγμα του Μάριο Ντράγκι (“whatever it takes”), που σταμάτησε την κρίση της Ευρωζώνης, θα μνημονεύεται για πολλές δεκαετίες. Γίνεται σαφές βέβαια, πως αυτό είναι ένα παιχνίδι δύναμης. Ένας αδύνατος οργανισμός, όπως η Ελλάδα, δεν μπορεί να «πιέσει» τις αγορές… όσους ζουρνάδες και να παίξει.

Το μυστικό είναι πως η επικοινωνία με τις αγορές δε χρειάζεται να είναι συνεχής. Δεν είναι υποχρεωτικό οι χώρες να χορεύουν μόνιμα τους ρυθμούς των αγορών. Αν απλώς οι ηγέτες ξέρουν να «μιλήσουν» 1-2 φορές κάθε έτος στους επενδυτές, τότε μπορούν να αγοράσουν πολύτιμο χρόνο να ξεδιπλώσουν την ατζέντα τους. Αν δεν το κάνουν, και οι αγορές πιέσουν τα επιτόκια δανεισμού των ήδη υπερ-δανεισμένων οικονομιών, τότε ίσως βάζουν χρονικό όριο στη διακυβέρνηση τους.


* Ο Γιώργος Λαγαρίας είναι Επικεφαλής Οικονομολόγος Forvis Mazars