Πόσο κοντά βρίσκεται η Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα;

Πόσο κοντά βρίσκεται η Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα;

Είναι το μεγάλο στοίχημα του 2023. Η ανάκτηση από την Ελλάδα επενδυτικής βαθμίδας, η οποία θα λειτουργήσει ως «δίχτυ ασφαλείας» υπό την έννοια ότι θα περιοριστούν οι απότομες αυξήσεις αλλά και οι έντονες διακυμάνσεις στο κόστος δανεισμού. Πόσο μακριά απέχουμε; Όχι πολύ. Σήμερα η Standard & Poor’s αξιολογεί την Ελλάδα με BB+. Βρίσκεται, δηλαδή, ένα «σκαλοπάτι» κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Όσο για τη Fitch και την πιο «αυστηρή» Moody’s, αξιολογούν την Ελλάδα δύο και τρία «σκαλοπάτια», αντίστοιχα κάτω από τη S&P.

Τι χρειάζεται για να πιάσουμε το στόχο; Σύμπλευση των κομμάτων για τον «εθνικό στόχο» και προσοχή με τα δημοσιονομικά ενόψει εκλογών. Μπορεί η Ελλάδα να έχει καλύτερη επίδοση από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, αλλά χρειάζεται προσοχή, καθώς μόλις πρόσφατα έχει βγει από την εντατική των μνημονίων. Εξάλλου, το 2023 θα είναι δύσκολο έτος, για όλους, όχι μόνο για την Ελλάδα.

Σημειωτέον, ότι εντός του 2022 το 10ετές κόστος δανεισμού της χώρας μας έχει αυξηθεί κατά περίπου 2,5 ποσοστιαίες μονάδες (φθάνοντας τη στιγμή αυτή στην περιοχή του 4%). Η δε μεταβλητότητα του κόστους δανεισμού το 2022 παραμένει πολύ πιο υψηλή σε σχέση με την αντίστοιχη το 2021.

Η αλήθεια είναι ότι διαφορά απόδοσης σε σχέση με το μακροπρόθεσμο γερμανικό επιτόκιο είναι 228 μονάδες βάσης. Και κάνοντας κανείς μια ιστορική αναδρομή θα διαπιστώσει ότι 200 περίπου έτη μετά την Επανάσταση, η Ελλάδα δανείζεται ακόμη στα επίπεδα του 19ου αιώνα.

Το 1824 το εμπόλεμο ελληνικό «κράτος» είχε συνάψει δάνειο 800 χιλιάδων στερλινών, εξοφλητέο σε 36 έτη, με επιτόκιο 5% (πηγή: «Δυστυχώς Επτωχεύσαμεν», Νικόλαος Σοϊλεντάκης). Η διαφορά απόδοσης (spread) σε σχέση με το μακροπρόθεσμο επιτόκιο του Λονδίνου ήταν τότε 180 μονάδες βάσης. Σήμερα δανειζόμαστε σε χρονικό ορίζοντα 30 ετών, με επιτόκιο 4,5%. 

Γιατί, λοιπόν, δεν έχουμε βελτιώσει την πιστοληπτική μας εικόνα σε διάστημα δύο αιώνων; Η απάντηση βρίσκεται στα λεγόμενα του Ιωάννη Καποδίστρια ο οποίος, το 1828, δήλωνε: «Πρέπει να προαγάγωμεν όσον το δυνατόν τα οικονομικά μας. Καλή αυτών διαχείρισις σημαίνει δια το μέλλον Μεγάλη Πατρίς». Είχε αντιληφθεί ο κυβερνήτης ότι όσο περισσότερο χρέος «κουβαλάμε» ως χώρα, τόσο πιο δύσπιστοι θα παραμένουν οι διεθνείς επενδυτές.

Στην τελευταία της έκθεση, η Τράπεζα της Ελλάδας εκτιμά το δημόσιο χρέος στο 159,3% του ελληνικού ΑΕΠ για το 2023, το οποίο, βέβαια, παραμένει εξαιρετικά υψηλό σε σχέση με το 94,2% του ΑΕΠ στο σύνολο της Ευρωζώνης (στοιχεία για το 2022).

Γρήγορη αποκλιμάκωση του χρέους προϋποθέτει είτε μεγάλη αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ η οποία, σε καθεστώς αυξανόμενων, σε διεθνές επίπεδο, επιτοκίων (ελέω πληθωρισμού) δεν κρίνεται επιτεύξιμη, είτε επιστροφή, το ταχύτερο δυνατόν, στην επενδυτική βαθμίδα. Τα μηνύματα πάντως που έστειλε προ ημερών ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας είναι χαρακτηριστικά.

Η ελληνική οικονομία, όπως είπε, πάει καλά, αλλά μην το χαλάσουμε εν όψει εκλογών, προειδοποιώντας το πολιτικό σύστημα να είναι προσεκτικό στα δημοσιονομικά εν όψει των εκλογών. Στην τελευταία του μάλιστα έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας, αναφέρεται στο ρίσκο «καθυστέρησης στον σχηματισμό κυβέρνησης μετά τις εθνικές εκλογές και στην υλοποίηση των δεσμεύσεων της οικονομικής πολιτικής».

Κάποιοι εικάζουν ότι κανένας οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης δεν θα αναλάβει το ρίσκο «επιστροφής» της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα προτού η χώρα μας, με τον ένα ή άλλο τρόπο, αποκτήσει νέα, και βεβαίως βιώσιμη, κυβέρνηση.

Επειδή λοιπόν, ως χώρα, έχουμε την τάση να «παραλύουμε» τους τελευταίους μήνες πριν τις εκλογές, καλό θα ήταν να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη, και οι εκλογές όσο γίνεται να επισπευθούν, ώστε να εξουδετερώσουμε την πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα η οποία σίγουρα θα «γιγαντωθεί».

Σε πρόσφατη μελέτη στο Journal of International Money and Finance (Economic policy uncertainty and sovereign credit rating decisions: Panel quantile evidence for the Eurozone) κατέληξα (μαζί με τους συναδέλφους  καθηγητές Περικλή Μπουμπάρη και Θεόδωρο Παναγιωτίδη στο συμπέρασμα ότι η πολιτική/ οικονομική αβεβαιότητα επηρεάζει στα μέγιστα τις αποφάσεις των οίκων αξιολόγησης όταν είσαι εκτός επενδυτικής βαθμίδας και πολύ λιγότερο όταν είσαι εντός.

Ας «πιάσουμε» τον στόχο της επενδυτικής βαθμίδας και, μετά, έχουμε την (σχετική) «πολυτέλεια» να (ξανα)γίνουμε πολιτικό/οικονομικά «αβέβαιοι» γιατί, στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι οίκοι αξιολόγησης λαμβάνουν την αβεβαιότητα λιγότερο υπόψιν.

Ο Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών, University of Liverpool