Πόσο θα κοστίσει το Brexit στην Ευρώπη;

Πόσο θα κοστίσει το Brexit στην Ευρώπη;

Του Μιχάλη Διακαντώνη*

Τους τελευταίους μήνες, έχει χυθεί πολύ μελάνι στις αναλύσεις που εστιάζουν στο οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει ενδεχόμενο Brexit στo Ηνωμένο Βασίλειο. Μείωση του ΑΕΠ λόγω του περιορισμού του εμπορίου και των υψηλότερων δασμών, μείωση της εισροής άμεσων ξένων επενδύσεων, αποδυνάμωση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών του Citi, υποτίμηση της λίρας και πρόκληση χρηματοπιστωτικής αστάθειας, αλλά και επιδείνωση της παραγωγικότητας λόγω της δυσκολότερης μετακίνησης του εργατικού δυναμικού, είναι οι βασικές συνέπειες που οι περισσότερες μελέτες προβλέπουν για την βρετανική οικονομία. Απ' την άλλη μεριά, λιγότερες είναι οι αναφορές που αναλύουν τις συνέπειες που η ίδια η Ε.Ε. θα υποστεί ως απόρροια μιας τέτοιας εξέλιξης. Στο παρόν κείμενο, θα επιχειρηθεί η εκτίμηση αυτού του οικονομικού κόστους, καθώς και οι τρόποι με τους οποίους θα επηρεαστεί η στρατηγική των Ευρωπαίων και μη εταίρων του Ηνωμένου Βασιλείου απ' το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.

Εμπορικές Συναλλαγές

Το διάδοχο νομικό καθεστώς που θα ορίζει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ε.Ε. σε περίπτωση Brexit, αποτελεί έναν πολύ κρίσιμο παράγοντα για τον υπολογισμό του οικονομικού κόστους που αυτό συνεπάγεται. H E.E. θα έχει το δικαίωμα να καθορίσει μονομερώς τους όρους πρόσβασης του Ηνωμένου Βασιλείου στην αγορά της (το ίδιο αντιστοίχως ισχύει και για το ΗΒ) ενώ σε περίπτωση ενεργοποίησης του άρθρου 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αν δεν υπάρξει νέα συμφωνία εντός διετίας, οι εμπορικές σχέσεις των δύο πλευρών θα υπαχθούν στους όρους που έχει καθιερώσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ). Αυτό σημαίνει ότι θα ισχύει πλέον το εξωτερικό δασμολόγιο που εφαρμόζει η Ε.Ε., ενώ θα ενεργοποιηθούν και μη δασμολογικά εμπόδια που αφορούν ειδικούς κανονισμούς και άδειες χρήσης. Άλλα πιθανά ενδεχόμενα, είναι το Ηνωμένο Βασίλειο να αποκτήσει πρόσβαση στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, όπως ισχύει με τη Νορβηγία, την Ισλανδία και το Λιχτενστάϊν ή να υπογράψει μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ελβετίας.

Σε όρους εμπορίου, οι ευρωπαϊκές εξαγωγές στο Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούν το 2,9% του ΑΕΠ της Ε.Ε., ενώ οι εισαγωγές το 2,4% του ΑΕΠ της. Οι κυριότερες ευρωπαϊκές εξαγωγές στο ΗΒ αφορούν αυτοκίνητα, μηχανολογικό εξοπλισμό και χημικά προϊόντα. Στον τομέα των αγαθών, η Ε.Ε. διατηρεί εμπορικό πλεόνασμα ίσο περίπου με 0,6% του ΑΕΠ της με το ΗΒ. Αντιθέτως, στον τομέα των υπηρεσιών διατηρεί έλλειμμα ύψους 0,2% του ΑΕΠ της λόγω των διευρυμένων βρετανικών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Σχετικά με τις υπηρεσίες, ιδιαίτερα σημαντικά για την Ε.Ε. είναι τα έσοδα που προέρχονται απ' τον βρετανικό τουρισμό, ενώ σε περίπτωση Brexit θα υπάρξουν κόστη για πολλά κράτη της Ε.Ε. που χρησιμοποιούν το Ηνωμένο Βασίλειο για τις διοικητικές τους υπηρεσίες ή έχουν αναπτύξει ισχυρούς επιχειρηματικούς δεσμούς με αυτό (πολυεθνικές, χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, ναυτιλιακές, ιδιωτικά πανεπιστήμια κλπ.).

Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, μεγαλύτεροι εμπορικοί εταίροι ως προς τις εισαγωγές που πραγματοποιεί το ΗΒ, είναι η Γερμανία, η Ολλανδία και η Γαλλία, ενώ ως προς τις εξαγωγές είναι η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ελβετία και η Γαλλία. Παρά το γεγονός ότι η Γερμανία αποτελεί σε απόλυτα μεγέθη τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο του Ηνωμένου Βασιλείου εντός της E.E., οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης Standard & Poor''s και Fitch αναφέρουν ότι σε περίπτωση Brexit περισσότερο θα πληγούν οι Ιρλανδία, Μάλτα, Βέλγιο, Ολλανδία, Κύπρος και Λουξεμβούργο, στις οποίες οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών προς τη Βρετανία αντιστοιχούν τουλάχιστον στο 8% του ΑΕΠ τους, αλλά και η Ελβετία που διατηρεί ισχυρούς χρηματοπιστωτικούς δεσμούς με το Λονδίνο. Μάλιστα, η ολλανδική Υπηρεσία Αναλύσεων Οικονομικής Πολιτικής (CPB) θεωρεί ότι ο μεγαλύτερος χαμένος εντός της Ε.Ε. θα είναι η Ολλανδία με το κόστος να φθάνει έως και τα 10 δις. ευρώ.  Όσον αφορά τη Γερμανία, το ίδρυμα Bertelsmann Stiftung σε έρευνα του αναφέρει ότι το ΑΕΠ της χώρας θα μειωνόταν από 0,3 έως 2% του ΑΕΠ λόγω των δυσμενών αποτελεσμάτων που θα επέφερε στην παραγωγικότητα ο περιορισμός του όγκου του εμπορίου. Γενικότερα, έχει υπολογιστεί ότι ο περιορισμός κατά 10% του όγκου του εμπορίου ανάμεσα σε Ε.Ε. και ΗΒ, θα οδηγήσει τελικά σε μείωση κατά 0,5% του ΑΕΠ της Ε.Ε., ενώ θα πληγεί ιδιαίτερα ο μεταποιητικός τομέας των χωρών της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, αλλά και ο τουρισμός των μεσογειακών χωρών, λόγω της υποτίμησης της λίρας.

Επιπλέον, η υποτίμηση της λίρας που θα ακολουθούσε ένα Brexit θα έδινε βραχυπρόθεσμα ώθηση στις βρετανικές εξαγωγές και θα τις έκανε πιο ανταγωνιστικές σε σχέση με αυτές της Ε.Ε. Βεβαίως το αποτέλεσμα αυτό θα αντισταθμιζόταν μερικώς, εαν το Brexit δημιουργούσε φόβους διάλυσης της Ευρωζώνης ή ακόμα και της Ε.Ε., ασκώντας υποτιμητικές πιέσεις και στο ίδιο το ευρώ.

Ευρωπαϊκά κονδύλια και Ξένες Άμεσες Επενδύσεις

Το ΗΒ παρέχει κονδύλια ύψους 14,1 δις ευρώ στην Ε.Ε. αλλά λαμβάνει επίσης για γεωργικές επιδοτήσεις και άλλους σκοπούς κονδύλια 7 δις ευρώ. Συνεπώς, πιθανό Brexit θα δημιουργήσει ένα κενό στον προϋπολογισμό της Ε.Ε. ύψους 7,1 δις ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου θα κληθεί να καλύψει η Γερμανία (περίπου 2,5 δις ευρώ).

Σε σχέση με τις άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ), η Βρετανία αποτελεί τον μεγαλύτερο προορισμό εντός Ε.Ε. την τελευταία 15 ετία (απορροφά περίπου 21% του συνόλου των ΑΞΕ) ενώ τo 2013 το 46% του συνόλου των ΑΞΕ προς το Ηνωμένο Βασίλειο εισέρευσαν από την Ε.Ε. Οι ΑΞΕ αυτές προέρχονται κυρίως απο Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία και Ισπανία. Αυτό σημαίνει ότι πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη Βρετανία, θα δούν τις επενδύσεις τους να πλήττονται σε περίπτωση Brexit, τόσο λόγω των δυσκολιών που θα προκύψουν στο εμπόριο όσο και λόγω της χρηματοπιστωτικής αστάθειας, που μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των κερδών αποτιμημένων σε λίρες, αν το βρετανικό νόμισμα υποτιμηθεί.

Σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο, ένα Brexit ίσως να αποτελούσε ευκαιρία για ορισμένες εύρωστες οικονομικά ευρωπαϊκές χώρες, να προσελκύσουν κεφάλαια που θα έφευγαν απ' το Ηνωμένο Βασίλειο. Στην πραγματικότητα, όμως, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θα ήταν εύκολο να προκύψει –τουλάχιστον σε μεγάλη κλίμακα-, καθώς το ΗΒ θα αναζητούσε τρόπους να κρατήσει τα κεφάλαια αυτά «εντός των τειχών», μεσω θέσπισης χαλαρότερων φορολογικών και κανονιστικών πλαισίων. Αντιθέτως, θα ήταν πιθανότερο τα κεφάλαια αυτά να κατευθυνθούν εκτός της ευρωπαϊκής ηπείρου (λόγω και της αβεβαιότητας που θα προκαλούσε το Brexit σε επίπεδο Ε.Ε.) σε προορισμούς όπως οι ΗΠΑ και δευτερευόντως η Νοτιοανατολική Ασία.

Χρηματοπιστωτικός Τομέας

Το City του Λονδίνου αποτελεί ένα πανίσχυρο διεθνές οικονομικό κέντρο που διασυνδέεται άμεσα με το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Υπολογίζεται ότι η έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών στο ΗΒ φθάνει τα 1,7 τρις δολάρια. Οι μεγαλύτερες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό προέρχονται από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία και την Ιρλανδία. Η χρηματοπιστωτική εποπτική αρχή της Γερμανίας (Bafin) αναφέρει μάλιστα ότι η έκθεση των Deutsche Bank και Commerzbank στο χρηματοπιστωτικό σύστημα του ΗΒ είναι πολύ μεγάλη. Συνεπώς, ενδεχόμενο Brexit σε μια περίοδο όπου υπάρχει μεγάλη αμφισβήτηση για τη σταθερότητα του γερμανικού τραπεζικού συστήματος, είναι δυνατό να προκαλέσει αναταράξεις στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο.

Απ' την άλλη μεριά, κάποιες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες -π.χ. αυτές που σχετίζονται με τα παράγωγα- ίσως εγκαταλείψουν το ΗΒ, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δυνητικές ευκαιρίες για μεταφορά τους σε άλλες χώρες της Ε.Ε. Μια τέτοια μετάβαση δεν θα είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί σε καθεστώς διεθνούς οικονομικής αστάθειας, που θα επιδεινωθεί επιπλέον από ένα ενδεχόμενο Brexit. Περαιτέρω, αν οι χώρες της Ε.Ε. δεν καταφέρουν να αναπτύξουν παρόμοιες δομές, θα υποστούν κόστη και μείωση της παραγωγικότητας τους απ' την επιδείνωση της ποιότητας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που απολαμβάνουν σήμερα. Τελικώς, μια τέτοια εξέλιξη, θα ευνοούσε χώρες εκτός Ευρώπης – ιδιαίτερα τις ΗΠΑ- να απορροφήσουν μέρος των εργασιών αυτών απ' το Λονδίνο.

Σε σχέση με το εποπτικό πλαίσιο, το Brexit, θα μπορούσε να διευκολύνει την εφαρμογή αυστηρότερων ρυθμίσεων τις οποίες η Βρετανία δεν επιθυμεί λόγω της ιδιαίτερης φύσης και λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού της συστήματος. Συνεπώς, το Brexit, θα δοκιμάσει τη θέληση της Ε.Ε. να θεσπίσει αυστηρότερες νόρμες για την τραπεζική εποπτεία και να πατάξει τη φοροαποφυγή και φοροδιαφυγή μέσω των offshore εταιρειών. Θα μπορέσουν, άραγε, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να επιβάλλουν αυτές τις αλλαγές ή θα προτιμήσουν να προστατεύσουν τις πολυεθνικές τους επιχειρήσεις που όπως έχουμε αναφέρει ξανά χρησιμοποιούν το City και άλλες επικράτειες για να «αποφεύγουν» τις φορολογικές τους υποχρεώσεις;

Δεδομένου ότι το Brexit, όπως προαναφέρθηκε, θα δημιουργήσει αβεβαιότητα, τόσο για το «πείραμα» της Ευρωζώνης όσο και εν γένει για την Ε.Ε., είναι πιθανόν να προκαλέσει αστάθεια τόσο στον τραπεζικό κλάδο, όσο και στο χρηματοπιστωτικό τομέα μέσω της εκροής κεφαλαίων και υποτίμησης των νομισμάτων. Αυτό σημαίνει, ότι οι αγορές θα μπορούσαν να στραφούν εναντίον είτε του πιο αδύναμου μέλους της Ευρωζώνης –της Ελλάδας- είτε εναντίον χωρών που παρουσιάζουν ευρωσκεπτικιστικές τάσεις. Ακολούθως, μπορούν να προκύψουν δύο ενδεχόμενα: Πρώτον, η τμηματική διάλυση της ευρωζώνης ή και της Ε.Ε.? Δεύτερον, η έναρξη μιας διαδικασίας ισχυρότερης συγκρότησης της Ε.Ε., κυρίως στο οικονομικό πεδίο. Στην περίπτωση αυτή, η Γερμανία θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει την προσήλωσή της στο χαμηλό πληθωρισμό και θα πρέπει να προωθήσει επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα, που μετά την κρίση του 2008 συστηματικά αποφεύγει. Είναι ευνόητο, λοιπόν, γιατί ο κ . Σόιμπλε εμφανίζεται τόσο αυστηρός και επιθετικός στο δημόσιο λόγο του απέναντι στο ενδεχόμενο ενός Brexit.

Μεταναστευτικό

Ο περιορισμός των μεταναστευτικών ροών προς τη Βρετανία εκτιμάται ότι θα προκαλέσει άνοδο των μισθών, καθώς η χώρα διαθέτει υψηλή ζήτηση εργασίας και γηράσκοντα πληθυσμό, γεγονός που θα αυξήσει το κόστος παραγωγής των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στο ΗΒ (ιδιαίτερα στο Λονδίνο) και θα περιορίσει την ανταγωνιστικότητά τους. Χώρες όπως η Πολωνία, η Ρουμανία και η Λιθουανία που διαθέτουν πάνω από 1,2 εκατομμύρια μετανάστες στο ΗΒ θα αναγκαστούν να δεχθούν πίσω κάποιους από αυτούς, ενώ θα δουν και τα έσοδα τους από τα μεταναστευτικά εμβάσματα να περιορίζονται. Η ανησυχία των χωρών αυτών σε συνδυασμό με τις εισροές μεταναστών και προσφύγων από χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής που δέχεται όλη η Ευρώπη, αυξάνει τον ευρωσκεπτικισμό και την έξαρση των εθνικιστικών τάσεων, οδηγώντας στην υπερβολική δήλωση του Πολωνού Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, «ότι πιθανό Brexit μπορεί να σημάνει το τέλος του δυτικού πολιτισμού». Ιδιαίτεροι προβληματισμοί δημιουργούνται για τη Γερμανία, που ως η ισχυρότερη οικονομικά χώρα της ηπείρου, θα πρέπει να απορροφήσει ένα μεγάλο μέρος των μεταναστευτικών ροών, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι δημοσιονομικές της δαπάνες.

Στα θετικά σημεία, θα μπορούσε κανείς να συμπεριλάβει τη δυνατότητα των ευρωπαϊκών κρατών να επιδιώξουν απαλλαγή από ορισμένες δημόσιες παροχές προς τους πολίτες Βρετανικής καταγωγής που διαμένουν σε αυτές (π.χ. στην Ισπανία) αλλά και την ευκαιρία να απορροφήσουν μερίδα εργατικού δυναμικού με σημαντικές ικανότητες που μέχρι πρότινος εργαζόταν στο ΗΒ. Με δεδομένο ότι η Ευρώπη είναι μια ήπειρος που ολοένα και γερνάει πληθυσμιακά, το ζήτημα της οικονομικής της ανάπτυξης θα σχετίζεται ολοένα και περισσότερο στο μέλλον με το θέμα της υπογεννητικότητας. Σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα η Ε.Ε. έχει δύο δυνατές επιλογές:

- να προσελκύσει ανθρώπινο δυναμικό από χώρες εκτός της περιφέρειάς της, ώστε να χαμηλώσει τα κόστη παραγωγής, με ότι κινδύνους όμως αυτό συνεπάγεται για τη διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας κάθε κράτους

- να δημιουργήσει ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες στο εσωτερικό της με πολιτικές που προστατεύουν και προάγουν το θεσμό της οικογένειας, προκειμένου να αυξηθούν οι πληθυσμοί των ευρωπαϊκών κρατών.

Συμπερασματικά, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος θα φέρει την Ε.Ε. αντιμέτωπη με ζητήματα που για χρόνια τώρα κρύβει «κάτω απ' το χαλί». Είτε το Ηνωμένο Βασίλειο αποφασίσει να μείνει εντός της Ε.Ε. είτε αποχωρήσει, η πολιτική ηγεσία της Ευρώπης με προεξάρχουσα τη Γερμανία, θα βρεθεί απέναντι σε προκλήσεις που θα απαιτήσουν άμεσες και δραστικές πρωτοβουλίες. Το μοντέλο διακυβέρνησης που έχει επιβληθεί στους Ευρωπαίους πολίτες δεν εμπνέει πια παρά λίγες μόνο πολιτικές ή επιχειρηματικές ελίτ. Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικές που αφορούν την οικονομική ανάπτυξη, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τη μετανάστευση και την ευρύτερη κοινωνική πολιτική θα πρέπει να αποσυνδεθούν απ' τα καθαρά εθνικά οφέλη προς την κατεύθυνση της συγκρότησης μιας ισχυρότερης πολιτικής και οικονομικής ένωσης κρατών. Η Ευρώπη ή θα αλλάξει άμεσα ριζικά ή θα πεθάνει, και η Βρετανία είναι απλά εδώ για να μας το υπενθυμίσει...

* Ο κ. Μιχάλης Διακαντώνης είναι οικονομολόγος/διεθνολόγος.