Συστηματική συγκάλυψη του σκανδάλου Folli Follie δείχνει η ενδιάμεση έκθεση της PwC

Συστηματική συγκάλυψη του σκανδάλου Folli Follie δείχνει η ενδιάμεση έκθεση της PwC

Tην συστηματική προσπάθεια συγκάλυψης και παρεμπόδισης του ελέγχου στον όμιλο της Folli-Follie, μετά τις αποκαλύψεις της Quintessential Capital Management (QCM) περί πλασματικών εσόδων και κερδών της εταιρείας, δείχνει η ενδιάμεση έκθεση ελέγχου της PwC που διενήργησε στον όμιλο της Folli-Follie. Ο έλεγχος των στοιχείων, όπως αναφέρει η PwC, ξεκίνησε ουσιαστικά το Φθινόπωρο του 2019, δηλαδή 16 μήνες μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου της χειραγώγησης των αποτελεσμάτων της εταιρείας.

Μάλιστα στους 16 μήνες ουσιαστικής απραγίας, τους 7 μήνες κουμάντο στην εταιρεία έκαναν αυτοί που ευθύνονται για την πλαστογράφηση των οικονομικών στοιχείων της εταιρείας, οι κ. Δημήτρης Κοτσολιούτσος (ΔΚ), ιδρυτής και πρόεδρος, και Τζώρτζης Κοτσολιούτσος (ΓΚ) διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Folli-Follie SA (FFSA). Ο τελευταίος αν και από τον Δεκέμβριο του 2018 παρέμεινε μη εκτελεστικό μέλος του Δ.Σ. της εταιρεία φέρεται να έχει προνομιακή ενημέρωση. 

«Πριν, αλλά και μετά, από τις προαναφερθείσες παραιτήσεις των ΔΚ και ΓΚ, φαίνεται πως τα πρόσωπα αυτά: 

1. Λαμβάνουν ενημέρωση και ασκούν επιρροή σε θέματα διοίκησης της εταιρείας, ενώ δεν είναι εκτελεστικά μέλη του Δ.Σ., 

2. Εξακολουθούν να λαμβάνουν ενημέρωση σχετικά με θέματα της Εταιρείας μετά την παραίτησή του από το Δ.Σ., 

3. Λαμβάνουν προνομιακή ενημέρωση ανεπίσημα σχετικά με ευρήματα ελέγχων που αφορούν και τους ίδιους», αναφέρει η έκθεση της PwC.

To πιο σημαντικό είναι ότι η PwC άργησε πολύ να πιάσει δουλειά. Όπως αναφέρει η ίδια η συλλογή των ηλεκτρονικών στοιχείων της FFSA έλαβε χώρα, στην Αθήνα την περίοδο Σεπτεμβρίου -Δεκέμβριος 2019, ενώ στο Χονκ-Κονγκ η συλλογή των στοιχείων έγινε το Δεκέμβριο του 2019. Μάλιστα από την διαδικασία  αυτή ανακτήθηκαν αντιγράφων τα ψηφιακά δεδομένα που βρίσκονταν σε περίπου 15 υπολογιστές και 46 ηλεκτρονικά ταχυδρομεία υπαλλήλων. Πρόκειται αναμφίβολα για πολύ μικρό αριθμό ψηφιακών μέσων και αρχείων. 

Επίσης ανακτήθηκαν έγγραφα σε έρευνα που έγιναν στα γραφεία της εταιρείας, την περίοδο Μαϊου-Ιουλίου 2020. Δηλαδή η έρευνα στα γραφεία της εταιρείας για την αναζήτηση αποδείξεων για το σκάνδαλο, έγινε δύο χρόνια (!) μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου. 

Οι συνεντεύξεις των ανθρώπων κλειδιά στην υπόθεση πραγματοποιήθηκαν το περασμένο Ιούλιο, δηλαδή 28 μήνες μετά την δημοσιοποίηση της έκθεσης της QCM (04.05.2018) που έκανε λόγο για χειραγώγηση της μετοχής. Και στις συνεντεύξεις αυτές, τα 16 άτομα από τα 23 που ζητήθηκε να συνδράμουν στο έργο της PwC είτε δεν ανταποκρίθηκαν, είτε δεν βρέθηκαν.

Τα στελέχη της PwC δεν φείδονται λόγων. «Ο έλεγχος», αναφέρει η έκθεση, «ξεκίνησε δεκαέξι (16) και πλέον μήνες μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της έκθεσης της QCM. Καθόλη αυτή τη περίοδο ή κατά το κύριο μέρος αυτής, πρόσωπα τα οποία ενδεχομένως  εμπλέκονταν στα υπό διερεύνηση ζητήματα, ή είχαν γνώση αυτών, παρέμειναν στις θέσεις τους με αποτέλεσμα να υπάρχει δυνατότητα καταστροφής, αλλοίωσης, παραποίησης ή απόκρυψης στοιχείων, πριν έρθουν στην κατοχή μας». Και συνεχίζει: «Στις περιπτώσεις για τις οποίες δεν μας δόθηκαν στοιχεία δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί εάν αυτό οφείλεται σε τυχαία μη διατήρησή τους ή αδυναμία ανεύρεσης στα αρχεία της Εταιρείας ή σκόπιμη καταστροφή ή αφαίρεσή τους κατά το προαναφερόμενο διάστημα».

Επίσης στην έκθεση αναφέρεται ότι δεν υπήρξε άμεση πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία που έκρινε η PwC αναγκαία για την ολοκλήρωση του ελέγχου. Εδώ, αξίζει να σημειωθεί ότι η εταιρεία, δεν έχει ολοκληρώσει ακόμη τον έλεγχο και η έκθεση που απέστειλε στην 35η Ανακρίτρια Ευγενία Τζωρτζάτου, την ενδιάμεση έκθεση διαχειριστικού ελέγχου. Αυτή περιλαμβάνει στοιχεία που συλλέχθηκαν μέχρι και 31 Ιουλίου 2020. Έκτοτε η εταιρεία αρνείται να συνεχίσει τον διαχειριστικό έλεγχο αν δεν εξοφληθεί για τις υπηρεσίες της.  Έτσι η ολοκλήρωση δε της έρευνας έχει πολύ δρόμο ακόμη, αλλά είναι σίγουρο ότι πολλά κρίσιμα στοιχεία πλέον είναι δύσκολο να βγουν στην επιφάνεια.

Πάντως στο κεφάλαιο 4.6 η PwC κάνει λόγο ενδείξεις ανάμιξης πολιτικών προσώπων και μάλιστα σε πολύ υψηλό επίπεδο. Τα στοιχεία αυτά φανερώνονται στα ηλεκτρονικά μηνύματα του υπευθύνου ασφαλείας της εταιρείας, Νίκου Σάκκου, προς τους ΔΚ και ΓΚ. Τα μηνύματα αποστέλλονται στις 9 Μαΐου 2018, πέντε ημέρες δηλαδή, μετά την δημοσιοποίηση της έκθεσης της QCM. Ο εξ’ απορρήτων της εταιρείας, αναφέρει ότι «για τα σημερινά αποτελέσματα της κινητοποίησής μας»:

«Η οδηγία από ψηλά είναι να συνδράμουνε τον Όμιλο.

Αυτή είναι η θέση του Μαξίμου.

Ενημερώθηκε και ο Πρωθυπουργός. Ο κος [Γ.Μ.] έστειλε μήνυμα στον κο [Γκ] και του ανέφερε την κατάσταση. 

Προσωπική επικοινωνία έγινε με το Αντιπρόεδρο από τον κο [Λ]

Είπε ο κος [Τρ.] να μην βγει Ανακοίνωση και να πάμε στις 1615 για να συζητήσουμε μαζί τους για να έχουν μια κοινή γραμμή (αυτοί και εμείς)».

Και ο κ. Σάκκος, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος και με την προσωπική ασφάλεια της οικογένειας Κοτσολιούτσου -επομένως εξ’ απορρήτων άνθρωπος του ΔΚ και ΓΚ- καταλήγει λέγοντας «ότι και να τους πούνε στην επιτροπή μπορούμε να επέμβουμε».

Επίσης σε μήνυμά του προς τον ΓΚ στις 11.05.2018 ο κ. Σάκκος αναφέρει ότι επικοινώνησαν «σήμερα με τον Πρόεδρο της Επιτροπής, Ο κος [Γ.Μ.] (ο οποίος πραγματικά υπερβάλλει εαυτό για τον Όμιλο, είναι ο Μπροστάρης)(Ο [Α.Φ.] ,ο κος [Α.Χ.] ΥΠ. Ανάπτυξη ,ο κος [Σ.Α.] από το στενό περιβάλλον. Στηρίζουν όπως ήδη σας έχω πει εμπράκτως τον όμιλο.». 

Τα αρχικά των ονομάτων αφορούν στους κ. Γεράσιμο (Μάκη) Μπαλαούρα (Γ.Μ), Αλέκο Φλαμπουράρη (Α.Φ.), Αλέξη Χαρίτση (Α.Χ.) και Σταύρο Αραχωβίτη (Σ.Α.). Μάλιστα, όπως επιβεβαίωσε αργότερα σε συνέντευξή του στην PwC o N. Σάκκος, οι πληροφορίες αυτές για τη στήριξη της εταιρείας από πολιτικά πρόσωπα προήλθαν από τις συνομιλίες που είχε με τον Γ. Μ. Ωστόσο για την στήριξη αυτή θα έπρεπε να δοθούν 80.000 ευρώ. «Αφού μου είπε πόσο δύσκολο είναι το όλο εγχείρημα και πόσο εκτειθετε ο Ανθρωπός του ,και τι έχει κάνει μέχρι τώρα για μας και ότι θα είναι μέχρι να τελειώσουν όλα δίπλα μας ,μου είπε ότι έχει κάποιες ανάγκες.(80)».

Οι αναφορές, δείχνουν ότι ο Μάκης Μπαλαούρας, όπως επιβεβαίωσε και ο ίδιος, έλαβε 80.000 ευρώ από την εταιρεία. Ωστόσο ο κ. Σάκκος στην συνέντευξή του δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει τον σκοπό για τον οποίο δόθηκαν τα χρήματα. Το μόνο σίγουρο είναι το «Nαι» με λατινικούς χαρακτήρες του ΓΚ, απάντηση στο email του υπαλλήλου της Folli-Follie Ν. Σάκκου για τις «άμεσες ανάγκες.(80)» του ανθρώπου που θα βοηθούσε τη εταιρεία. 

Σύμφωνα με την έκθεση της PwC, δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία επί του θέματος, αλλά σε ατζέντα που ανευρέθηκε στα γραφεία της εταιρείας,  και που πιθανολογείται ότι ανήκει στον ταμία της επιχείρησης  κ. Β. Κατσαμπή, εντοπίστηκε καταχώρηση με την περιγραφή «Ν ΣΑΚΚΟΣ (ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΚΕΦ/ΑΓΟΡΑ)» για ποσό 80.000 ευρώ στις 14.05.2018. 

Από την έρευνα της PwC, επιβεβαιώνεται αυτό που ήταν ήδη γνωστό, ότι οι οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας ήταν από το 2001 και μετά, ουσιωδώς εσφαλμένες επί σειρά ετών, από το 2001, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται στο επενδυτικό κοινό μια πλασματική εικόνα. Τα στοιχεία της PwC επιβεβαιώνουν την χειραγώγηση των μετοχών από την οποία οι κ. Δημήτρης Κουτσολιούτσος και Τζώρτζης Κουτσολιούτσος να αποκομίσουν έσοδα άνω των 130,5 εκατ. ευρώ μέσω επτά περιπτώσεων ιδιωτικής τοποθέτησης μετοχών κατά την περίοδο 2004-2017.

Επίσης όλα δείχνουν ότι η εταιρική διακυβέρνηση περιορίζονταν… στα μέλη της οικογένειας Κοτσολιούτσου. Ένα μέλος του Δ.Σ. δεν συμμετείχε σε καμία συνεδρίαση όσο ήταν μέλος, ενώ ένα δεύτερο μέλος συμμετείχε σε μια συνεδρίαση σε σύνολο περισσοτέρων από 40 συνεδριάσεις. Από την άλλη πλευρά, μέλος της Επιτροπής Ελέγχου της εταιρείας παρείχε υπηρεσίες σε θυγατρική εταιρεία του ομίλου έναντι αμοιβής 300.000 ευρώ, ενώ βρέθηκαν αγορές επίπλων και κρασιών πολλών χιλιάδων ευρώ από τα μέλη της οικογενείας που εξοφλήθηκαν από τα διαθέσιμα της εταιρείας.

Επίσης το 2009 η θυγατρική εταιρεία Ελληνικές Διανομές, διενεργούσε μεμονωμένες συναλλαγές με εταιρείες που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο στελεχών της FFGS με αντικείμενο την εξαγωγή ρολογιών και κοσμημάτων του οίκου Bvlgari αξίας άνω των 2,7 εκατ. ευρώ. Η αγορά αυτή χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου από την FFGS και στη συνέχεια τα προϊόντα πωλήθηκαν σε θυγατρική εταιρεία με έκπτωση 80% που ελέγχονταν από τα μέλη της οικογένειας Κοτσολιούτσου.