Τα Trumponomics επιστρέφουν στη διαμάχη ΗΠΑ - Κίνας
Shutterstock
Shutterstock

Τα Trumponomics επιστρέφουν στη διαμάχη ΗΠΑ - Κίνας

Έχουν περάσει οκτώ χρόνια από τη δημοσίευση του άρθρου «The China Shock» από το National Bureau of Economic Research, το οποίο αναφερόταν στις ανατροπές που είχε αρχίσει να φέρνει στην παγκόσμια σκακιέρα η Κινεζική οικονομία. Με αναφορές στο κινεζικό εργασιακό status, στην «εξαγωγή» αμερικανικών επενδυτικών κεφαλαίων προς την Κίνα και στην εισαγωγή κινεζικών καταναλωτικών και λοιπών προϊόντων στις ΗΠΑ.

Ήδη λοιπόν από το 2016 ήταν ορατή η πίεση που ένοιωθε η αμερικανική οικονομία από την αντίστοιχη κινεζική. Μια πίεση που εκδηλωνόταν τόσο στην αγορά εργασίας, όσον και στην αμερικανική βιομηχανική παραγωγή, λόγω της εισαγωγής ανταγωνιστικών και φθηνών προϊόντων. Και μια πίεση που εμφανιζόταν για πρώτη φορά στο παγκόσμιο εμπόριο.

Αφού η Κίνα όχι μόνο αύξανε διαρκώς την αξία των βιομηχανικών εξαγωγών της, αλλά αύξανε με ακόμα μεγαλύτερους ρυθμούς την προστιθέμενη αξία πάνω στις εξαγωγές της, όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο γράφημα που παρακολουθεί την πορεία των κινεζικών εξαγωγών από το 1990 μέχρι και το 2012, από το ίδιο άρθρο του NBER «The China Shock: Learning from Labor Market Adjustment to Large Changes in Trade».

Το συγκεκριμένο άρθρο, είχε θέσει τις βάσεις για μια διάχυτη ανησυχία και έναν εκτενή προβληματισμό. Διότι ήταν η πρώτη φορά που εμφανίζονταν σε επίσημη έκθεση, ενστάσεις για το μεγάλο οικονομικό άνοιγμα των ΗΠΑ προς την Κίνα. Χρειάστηκαν δυο χρόνια για να ωριμάσουν οι συνθήκες και να εμφανιστεί αντίδραση από την πλευρά του Λευκού Οίκου.

Έτσι από τον Μάρτιο του 2018 επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, άρχισε κάτι να αλλάζει. Ο Λευκός Οίκος αποφάσιζε να επιβάλει δασμούς 25% πάνω σε όλες τις εισαγωγές χάλυβα και 10% πάνω σε όλες τις εισαγωγές αλουμινίου. Αμέσως μετά, τον Απρίλιο του 2018, η Κίνα υιοθέτησε δασμούς της τάξης του 25% πάνω στις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων ύψους $3 δισ.

Ως απάντηση, ο πρόεδρος Τραμπ επέβαλε νέους επιπλέον δασμούς ύψους 25%, στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων συνολικής αξίας $50 δισ. Οι αγορές είχαν ανησυχήσει, εκτιμώντας ότι θα υπήρχε συνέχεια στην αύξηση των δασμών ακόμα και στα επίπεδα του 40%-48%, δηλαδή στο μέσο επίπεδο των δασμών που ίσχυαν την εποχή της μεγάλης ύφεσης και του Κραχ του 1929.

Στην πορεία, οι ΗΠΑ προσπάθησαν και συνεχίζουν να προσπαθούν να μειώσουν την εξάρτησή τους από τα κινεζικά προϊόντα, όπως είναι οι ημιαγωγοί για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οι ηλιακές κυψέλες και άλλα καταναλωτικά αγαθά, λόγω της εντεινόμενης ανησυχίας για την εθνική ασφάλεια και την κυριαρχία του Πεκίνου σε κρίσιμες βιομηχανίες και κυρίως στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Δηλαδή συνεχίστηκε η πολιτική που είχε χαράξει ο πρόεδρος Τραμπ, ο οποίος έχει προβλέψει τον ερχομό της «αποπαγκοσμιοποίησης» και της ανέγερσης τειχών προστατευτισμού σε όλον τον κόσμο.

Και παρ’ όλο που δεν ήταν λίγοι όσοι εκτιμούσαν ότι η προσπάθεια απεξάρτησης των ΗΠΑ από την Κίνα θα ήταν αδιέξοδη, η πολιτική αυτή των ΗΠΑ συνεχίστηκε και επί προεδρίας Μπάιντεν. Αποκτώντας μάλιστα πρωτοφανείς διαστάσεις. Σήμερα, η Κίνα έχει αποκλειστεί από τη χρήση των πιο προηγμένων chips, που απαιτούνται για την ανάπτυξη των εφαρμογών Tεχνητής Nοημοσύνης.

Σήμερα, οι επενδύσεις κινεζικού ενδιαφέροντος στις ΗΠΑ, περνάνε από το αυστηρό μικροσκόπιο των εποπτικών και κανονιστικών αρχών. Μεγάλες παραγωγικές μονάδες αμερικανικών συμφερόντων που δραστηριοποιούνταν στην Κίνα, μεταφέρονται στην Ινδία, το Βιετνάμ και το Μεξικό. Παράλληλα οι Αμερικανοί επενδυτές απαιτούν πλήρη οικονομική και διαχειριστική διαφάνεια των εισηγμένων εταιρειών στα κινεζικά χρηματιστήρια.

Οπότε η νέα επιβολή δασμών σε προϊόντα αξίας $18 δισ. που εισάγουν οι ΗΠΑ από την Κίνα, δεν θα πρέπει να ξαφνιάζει κανέναν. Η κυβέρνηση των Δημοκρατικών, βαδίζοντας πάνω στα ίχνη που είχε χαράξει η κυβέρνηση των Ρεπουμπλικάνων, επιθυμεί μέσω αυτής της κίνησης της, να επιτύχει δυο στόχους. Ο πρώτος είναι να δυσκολέψει την Κίνα στην απόκτηση της πρωτοκαθεδρίας πάνω σε κρίσιμες τεχνολογίες. Και ο δεύτερος είναι η προστασία της αμερικανικής βιομηχανικής παραγωγής.

Οι ΗΠΑ θα αυξήσουν φέτος τους δασμούς από 25% έως 100% στα ηλεκτρικά οχήματα, από 7,5% έως 25% στις μπαταρίες ιόντων λιθίου και άλλα εξαρτήματα μπαταριών και από 25% έως 50% στα υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ηλιακών συλλεκτών. Θα επιβληθούν για πρώτη φορά δασμοί 25% πάνω στους γερανούς πλοίων, δασμοί 50% για τις σύριγγες και τις βελόνες και δασμοί 25% επί ορισμένων εξοπλισμών ατομικής προστασίας.

Αρκετοί οικονομικοί αναλυτές, εκτιμούν ότι οι νέοι δασμοί που επιβάλει ο πρόεδρος Μπάιντεν αποτελούν ένα εκλογικό εργαλείο εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2024. Καθώς ήδη από τον Μάρτιο ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων Ντόναλντ Τραμπ, είχε «υποσχεθεί» αύξηση των δασμών κατά 60% για όλα τα κινεζικά προϊόντα και κατά 10% για τα προϊόντα τα οποία εισάγονται από όλον τον υπόλοιπο κόσμο.

Σύμφωνα με στοιχεία του US Customs and Border Protection, οι Αμερικανοί πολίτες από το 2018 μέχρι σήμερα έχουν πληρώσει δασμούς συνολικού ύψους $230 δισ. για τα προϊόντα κινεζικής προέλευσης του έχουν αγοράσει.

Το δε US International Trade Commission σε έκθεση του 2023 ανέφερε ότι το σύνολο της επιβάρυνσης μέσω των δασμών στον χάλυβα και στα μέταλλα πέρασε στην κατανάλωση, ενώ αντίθετα στα υπόλοιπα προϊόντα κινεζικής προέλευσης, μέρος της επιβάρυνσης είχε απορροφηθεί από τους εισαγωγείς.

H πολιτική επιβολής δασμών επί των εισαγωγών κινεζικών προϊόντων, αποσκοπεί αφ’ ενός στην ενίσχυση της αμερικανικής βιομηχανικής παραγωγής και αφ’ ετέρου στον εξαναγκασμό της Κίνας να τηρεί ένα οικονομικό και εμπορικό «fair play».

Ωστόσο, όσον αφορά τον πρώτο στόχο, το ισοζύγιο στην απασχόληση τα προηγούμενα χρόνια ήταν αρνητικό. Σύμφωνα με οικονομολόγους της St. Louis Federal Reserve, οι θέσεις απασχόλησης που χάθηκαν ήταν περισσότερες από τις αντίστοιχες που «άνοιξαν». Και μάλιστα σύμφωνα με σχετική ανάλυση του Peterson Institute for International Economics, κάθε νέα θέση εργασίας που δημιουργήθηκε στο χώρο της μεταλλουργίας κόστισε περισσότερα από $650.000.

Μελέτες που να αφορούν τα οικονομικά και την απασχόληση στον κλάδο των chips, δεν έχουν γίνει, καθώς το θέμα των ημιαγωγών έχει περισσότερο στρατηγικό χαρακτήρα, αφού άπτεται της τεχνητής νοημοσύνης και του αγώνα για την αποτροπή της κατάκτησης της πρωτοκαθεδρίας της Κίνας, στον συγκεκριμένο κλάδο. Άλλωστε ο Λευκός Οίκος, έχει εγκρίνει ήδη τεράστια κονδύλια στο χώρο της έρευνας και παραγωγής chips, επί αμερικανικού εδάφους.

Όσον αφορά τον δεύτερο στόχο, που αποσκοπούσε στην αποτροπή «κλοπής» της πνευματικής ιδιοκτησίας και της τεχνολογίας από την κινεζική πλευρά, δεν υπάρχουν επαρκή θετικά αποτελέσματα. Έτσι στο καίριο θέμα της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν έχουν γίνει βήματα παρά τη θεσμοθέτηση των Economic Working Group και Financial Working Group, που προσπαθούν να φέρουν την Ουάσινγκτον και το Πεκίνο πιο κοντά.

Λίγους μόλις μήνες πριν από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, τα Trumponomics επανέρχονται στο προσκήνιο από τους Δημοκρατικούς αυτήν τη φορά. Ειδικά σε μια περίοδο όπου η ολοένα και μεγαλύτερη διάρρηξη των εμπορικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου είναι θέμα χρόνου να πλήξει την εμπιστοσύνη της αγοράς, αφού οι ΗΠΑ καλούνται να βάλουν ένα φρένο στο τεράστιο χρέος τους και να περιορίσουν τον πληθωρισμό και η οικονομία της Κίνας καλείται να αντιμετωπίσει την αδυναμία στον τομέα των ακινήτων και την εξασθένηση της ζήτησης, όπως ανέφερε στο χθεσινό της άρθρο, η Μαίρη Βενέτη.