Τι συμβαίνει με την εταιρεία που ήθελε να γίνει η Tesla της διατροφής

Τι συμβαίνει με την εταιρεία που ήθελε να γίνει η Tesla της διατροφής

Η Beyond Meat (BYND NASDAQ) ήταν μία από τις πιο επιτυχημένες αρχικές δημόσιες εγγραφές του 2019. Με τιμή δημόσιας εγγραφής στα 25 δολάρια, γρήγορα έφθασε κοντά στα 240, για να πέσει θύμα της πανδημίας κατεβαίνοντας κοντά στα 50. Στην συνέχεια ανέκαμψε μαζί με το χρηματιστήριο και ξαναπλησίασε τα 200, αλλά δεν κατάφερε να κρατηθεί ψηλά. Σταδιακά υποχώρησε, κλείνοντας το 2021 στα 65 δολάρια, έχοντας απογοητεύσει αρκετές φορές με τα οικονομικά της αποτελέσματα.

Όπως είχαμε δει προς το τέλος του 2020 (Beyond Meat: Η vegan βιομηχανία φυτικού «κρέατος» που θέλει να γίνει η Tesla της διατροφής), η εταιρεία υποσχόταν ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτοί όμως δεν επιτεύχθηκαν, καθώς το 2020 πέτυχε κύκλο εργασιών 410 εκατομμυρίων δολαρίων, πολύ κάτω από τις προσδοκίες για 550 εκατομμύρια δολάρια, ενώ για το 2021 αναμένεται να είναι σαφώς κάτω από τα 500 εκατομμύρια. Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την κακή πορεία της μετοχής, μαζί με τα συνεχιζόμενα ζημιογόνα αποτελέσματα, σε αντίθεση με τις παλαιότερες υποσχέσεις της διοίκησης για σταδιακή πορεία προς την κερδοφορία.

Πέρα από πιθανά λάθη της διοίκησης, η κακή πορεία των πωλήσεων οφείλεται σε δύο βασικούς παράγοντες. Τη μεγάλη μείωση των πωλήσεων προς τα εστιατόρια στις ΗΠΑ, λόγω των περιορισμών στις μετακινήσεις των πολιτών που προκάλεσε η πανδημία, και τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από νέες εταιρείες σαν και αυτή, όπως η Impossible Foods αλλά και μεγάλες εταιρείες όπως η Tyson Foods και η Conagra . Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων έπληξε διπλά την εταιρεία, αφού μείωσε τον όγκο πωλήσεων αλλά και τις τιμές πώλησης. Πέρα από τα παραπάνω, η εταιρεία ταλαιπωρήθηκε και αυτή, όπως και πολλές άλλες, από τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, την αύξηση του μεταφορικού κόστους και την δυσκολία εξεύρεσης προσωπικού.

Έτσι, παρά το ότι τα προϊόντα της είναι πλέον γνωστά σε όλον τον κόσμο, η εταιρεία δεν έχει καταφέρει ακόμα να πραγματοποιήσει την βασική της υπόσχεση και να γίνει η επιτυχημένη πρωτοπόρος μίας βιομηχανίας που θα αλλάξει τις διατροφικές συνήθειες του κόσμου. Αυτή η υπόσχεση είχε γοητεύσει αρκετούς επενδυτές και ακόμα περισσότερους μετόχους, οι οποίοι βλέπουν τα ράφια των σούπερ μάρκετ να φιλοξενούν τα προϊόντα της εταιρείας, τους καταναλωτές να τα προτιμούν και την εταιρεία να δυσκολεύεται να προχωρήσει παραπέρα με επιτυχία.

Η διοίκηση προσπαθεί να βελτιώσει την κατάσταση, σε μεγάλο βαθμό μέσα από συνεργασίες με μεγάλες αλυσίδες εστιατορίων, κυρίως έτοιμου φαγητού, με τις οποίες πειραματίζεται εδώ και καιρό προκειμένου να πετύχουν τη σωστή φόρμουλα για προϊόντα που θα μπορούσαν να πωλούνται μαζικά, όπως φυτικής προέλευσης μπιφτέκια για αλυσίδες όπως η McDonalds και φυτικής προέλευσης υποκατάστατα κοτόπουλου για την Kentucky Fried Chicken. Οι επενδυτές παρακολουθούν με πολλή προσοχή αυτές τις προσπάθειες, και οι μέτοχοι αναμένουν με αγωνία τις κατά καιρούς ανακοινώσεις σχετικά με την πρόοδο τους.

Όπως είναι φυσικό, η μετοχή της εταιρείας αντιδρά αρκετά έντονα σε αυτές τις ανακοινώσεις. Μόνο που τις περισσότερες φορές πέφτει, σχεδόν ανεξάρτητα από την φύση των ειδήσεων. Την 5η Ιανουαρίου, όταν ανακοινώθηκε πως η αλυσίδα Kentucky Fried Chicken (KFC), που ανήκει στον διεθνή όμιλο Yum Brands (YUM NYSE), αποφάσισε να ξεκινήσει (από την 10η Ιανουαρίου) την πώληση γευμάτων που θα βασίζονται σε κομμάτια «κοτόπουλου» της Beyond Meat, η μετοχή της BYND ξεκίνησε έντονα ανοδικά, φθάνοντας μέχρι και 10% πάνω από την προηγούμενη μέρα και τελικά έκλεισε πτωτική. Κάτι αντίστοιχο έγινε και στις 20 του μηνός, όταν ανακοινώθηκε πως η πειραματική συνεργασία της εταιρείας με την McDonald’s (MCD NYSE) αποφασίστηκε να επεκταθεί σε 600 καταστήματα της αλυσίδας, από την 14η Φεβρουαρίου, δείχνοντας πως τα αρχικά τεστ μάλλον ήταν επιτυχημένα.

Η μετοχή της πάλι ξεκίνησε ανοδικά, αλλά στο τέλος υποχώρησε. Η μετοχή έπεσε, αλλά χωρίς να παραξενέψει κανέναν, όταν την 10η Δεκεμβρίου (του 2021) κυκλοφόρησε η φήμη πως η πειραματική συνεργασία με την αλυσίδα μεξικάνικου φαγητού Taco Bell, που ανήκει και αυτή στην Yum Brands, δεν πήγε καλά και επρόκειτο σύντομα να διακοπεί. Η φήμη διαψεύστηκε την επόμενη μέρα, χωρίς όμως να ανακουφίσει την μετοχή.

Θα αδικούσαμε όμως την εταιρεία αν δεν αναφέραμε πως τους τελευταίους μήνες η διάθεση των επενδυτών απέναντι σε νέες εταιρείες με πρωτοποριακά προϊόντα, οι οποίες προσπαθούν να αναπτυχθούν και εμφανίζουν συνεχώς ζημιές, είναι ξεκάθαρα αρνητική. Οι «επιθέσεις» εναντίον των μετοχών τους είναι πολύ συνηθισμένες και συνήθως εκδηλώνονται όποτε εμφανισθεί κάποια είδηση σχετικά με αυτές, ανεξάρτητα από την φύση της είδησης. Ειδικά στην περίπτωση της Beyond Meat, πολύ ενεργοί είναι και οι short sellers, δηλαδή οι επενδυτές που δανείζονται μετοχές εταιρειών τις οποίες θεωρούν ακριβές και τις πουλάνε ελπίζοντας πως θα τις αγοράσουν χαμηλότερα και θα κερδίσουν από την διαφορά.

Όπως μάθαμε από πρόσφατο ρεπορτάζ του Bloomberg, η μετοχή της Beyond Meat είναι η περισσότερο «σορταρισμένη» μετοχή του χρηματιστηριακού δείκτη Russell 1000. Ο συγκεκριμένος δείκτης περιλαμβάνει μετοχές εταιρειών με ισχυρή ανάπτυξη, μεγάλων, όπως η Apple (AAPL NASDAQ) και η Tesla (TSLA NASDAQ) και πολύ μικρότερων όπως η Beyond Meat. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του πρακτορείου, το 37% των μετοχών της εταιρείας που δεν ανήκουν στους βασικούς μετόχους, δηλαδή αυτών που περιλαμβάνονται στην ελεύθερη διασπορά, το έχουν δανειστεί οι short sellers και το έχουν πουλήσει. Από το ίδιο ρεπορτάζ μαθαίνουμε πως η δραστηριότητα των short sellers έχει αυξηθεί τους τελευταίους μήνες, αφού τον Οκτώβριο το συγκεκριμένο ποσοστό ήταν στο 26%.

Η έντονη δραστηριότητα των απαισιόδοξων αυτών  επενδυτών εξηγεί σε μεγάλο βαθμό, μαζί με το κακό χρηματιστηριακό κλίμα, την κακή συμπεριφορά της μετοχής ακόμα και όταν έρχονται καλά νέα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η μετοχή είναι καταδικασμένη να μην ανέβει ποτέ. Τους τελευταίους μήνες προσπαθεί να κρατήσει τα επίπεδα των 55 με 60 δολαρίων, τα οποία είναι τα χαμηλότερα από την άνοιξη του 2020 όταν οι αγορές είχαν καταρρεύσει λόγω της πανδημίας.

Μέχρι στιγμής φαίνεται να τα καταφέρνει. Αν αντέξει μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου, όταν θα αρχίσουν οι δοκιμές στα 600 καταστήματα της McDonald’s, και με την προϋπόθεση πως τα burger με τα φυτικά μπιφτέκια θα αρέσουν στους πελάτες της αλυσίδας, μπορεί να δούμε μία ριζική αλλαγή της εικόνας της μετοχής, καθώς οι short sellers μπορεί να αναγκαστούν να αρχίσουν να επαναγοράζουν τις μετοχές που έχουν πουλήσει. Αν συμβεί αυτό, που ονομάζεται short squeeze, θα μπορούσαμε να δούμε μία πολύ έντονη άνοδο της μετοχής που θα μας εκπλήξει όλους. Αυτά βέβαια με την προϋπόθεση, όπως είπαμε και παραπάνω, πως η τα μπιφτέκια της εταιρείας θα αρέσουν, αλλιώς τα πράγματα θα παραμείνουν δύσκολα.