Τι θα γίνει με το κόστος του χρήματος και τις τραπεζικές προμήθειες
Shutterstock
Shutterstock

Τι θα γίνει με το κόστος του χρήματος και τις τραπεζικές προμήθειες

Τι χρειάζεται μια οικονομία για να αναπτυχθεί; Ελάχιστη γραφειοκρατία, σταθερό φορολογικό σύστημα, ξεκάθαρο κανονιστικό, ρυθμιστικό και ελεγκτικό πλαίσιο, χαμηλό κόστος κεφαλαίων και χαμηλές τραπεζικές προμήθειες. Ποια από αυτές τις πέντε απαραίτητες προϋποθέσεις συναντάται στην Ελλάδα; Απολύτως καμία. Το κράτος κάνει προσπάθειες. Το ίδιο και το τραπεζικό σύστημα. Ωστόσο, η υστέρηση στον τομέα των επενδύσεων αποτελεί θανάσιμη παγίδα για το μέλλον της ίδιας της χώρας. 

Διαβάζουμε συχνά αναλύσεις σχετικά με την ελλιπή χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων. Διαβάζουμε επίσης αναλύσεις σχετικά με τη χαμηλή εκταμίευση στεγαστικών δανείων. 

Η πραγματικότητα δείχνει ότι οι οκτώ στις εννέα επιχειρήσεις, βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος, εκτός ευρωπαϊκών προγραμμάτων και εκτός εναλλακτικών επενδυτικών και χρηματοδοτικών σχημάτων. Δηλαδή βρίσκονται έξω από το οικοσύστημα που αποτελεί το Α και το Ω της αναπτυξιακής πορείας. Και αυτό συμβαίνει διότι μόλις μία στις εννέα επιχειρήσεις, πληροί τις στοιχειώδεις προδιαγραφές για να προσεγγίσει τραπεζικές χρηματοδοτήσεις.  Μια ιδιαίτερα προβληματική αλήθεια. 

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τα στεγαστικά δάνεια. Τα όρια που έχουν θέσει οι τράπεζες όσον αφορά το ύψος των στεγαστικών δανείων το οποίο δεν θα πρέπει να υπερβαίνει σε καμία περίπτωση το 80% της εμπορικής αξίας του ακινήτου, καθώς και το ύψος των ετησίων τοκοχρεωλυσίων το οποίο δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 40% του ετήσιου εισοδήματος του δανειολήπτη, αποτελούν μια ισχυρή τροχοπέδη, με βάση τα εισοδήματα που δηλώνονται στις φορολογικές αρχές.

Πέρα όμως από τις προαναφερθείσες αδυναμίες, υπάρχει και η αλήθεια των αριθμών όπου σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Τραπεζικό Εποπτικό Μηχανισμό (ESM), το επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών τραπεζών είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Γεγονός που με τη σειρά του, μεγεθύνει και τον βαθμό δυσκολίας στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. 

Δικαιολογούνται τα υψηλά επιτόκια των τραπεζικών χορηγήσεων; Δικαιολογούνται εν μέρει λόγω των υψηλότερων κινδύνων των εγχώριων επιχειρήσεων, έναντι των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Οι κίνδυνοι αυτοί με τη σειρά τους αυξάνουν το τραπεζικό ρίσκο, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να αυξάνουν το κόστος του χρήματος. Η εκκαθάριση των χαρτοφυλακίων των κόκκινων δανείων των τραπεζών με την επέκταση του προγράμματος εγγυήσεων «Ηρακλής», εκτιμάται ότι πιέσει προς την κατεύθυνση της μείωσης του επιτοκιακών περιθωρίων (ΝΙΜ), τα οποία είναι αυξημένα φέτος σύμφωνα με τα στοιχεία του Q1 του 2024. Είναι για την Εθνική Τράπεζα 3,26% (από 2,60% στο Q1 του 2023), για την Eurobank 2,87% (από 2,53% στο Q1 του 2023), στην Alpha Bank 2,30% (από 2% στο Q1 του 2023) και για την Τράπεζα Πειραιώς το 2,70% (από 2,40% στο Q1 του 2023).

Υψηλές εξακολουθούν να παραμένουν και οι τραπεζικές προμήθειες. Και εδώ παρακολουθούμε για μια πενταετία, μια διελκυστίνδα ανάμεσα στις τράπεζες και την κυβέρνηση, με τους πολίτες  και τις επιχειρήσεις να επωμίζονται με ένα βάρος που δεν συναντάται αλλού στην Ευρωζώνη.  

Οι χρηματιστηριακοί αναλυτές σημειώνουν ότι τα έσοδα από τις προμήθειες των τραπεζών μόλις που υπερβαίνουν το 16% του συνόλου των τραπεζικών εσόδων, όταν το αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό ποσοστό βρίσκεται στο 28%. Η σύγκριση ανάμεσα στα δυο αυτά ποσοστά, ίσως και να γεννά ιδέες για τη δυνατότητα περαιτέρω αύξησης. Όμως δεν είναι έτσι. Οι προμήθειες των τραπεζών των ανεπτυγμένων οικονομιών, βασίζονται κυρίως πάνω στη διαχείριση περιουσίας (wealth management), στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, στις αποδόσεις των χαρτοφυλακίων των ιδιωτών και των θεσμικών επενδυτών, στις θεματοφυλακές μετοχών και ομολόγων, στις αμοιβές από τοποθετήσεις / placements, στις πωλήσεις ασφαλιστικών προϊόντων κ.α. Δηλαδή από καθαρά τραπεζικές εργασίες.

Αντίθετα στην Ελλάδα, οι προμήθειες που εισπράττουν οι τράπεζες αφορούν κινήσεις κεφαλαίων, μεταφορές χρημάτων, εμβάσματα, πληρωμές, πιστωτικές κάρτες, αναλήψεις μετρητών από ΑΤΜ άλλων τραπεζών, εκδόσεις αντιγράφων κίνησης λογαριασμών, έξοδα «φακέλου» τεχνικών ή νομικών ελέγχων κ.α. Δηλαδή καλύπτουν υπηρεσίες και εργασίες, που δεν προσφέρουν υπεραξία στους πελάτες, αφού αφορούν απλές καθημερινές συναλλαγές και μόνο.  Οι τραπεζικές προμήθειες μέσα το 2023 είχαν ανέλθει στα 1,85 δισ. ευρώ.

Η υπερβολική συμμετοχή αυτού του είδους τραπεζικών εισόδων στους ισολογισμούς των τραπεζών προβληματίζει τη χρηματιστηριακή κοινότητα. Ο προβληματισμός δεν αφορά τις ανησυχίες και τη δυσαρέσκεια των χρηστών των τραπεζικών υπηρεσιών. Αλλά την ανεπίστρεπτη πορεία εκμηδενισμού αυτών των χρεώσεων μέσω των δεκάδων fintechs και apps, που έχουν αρχίσει να αποσπούν μερίδια αγοράς, κυρίως από την πλευρά των νέων χρηστών.

Η οικονομία έχει ανάγκη για φθηνό χρήμα και χαμηλό κόστος τραπεζικών προμηθειών. Το κόστος του χρήματος αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό σύστημα με αρκετές μεταβλητές και η προσέγγιση του είναι σύνθετη. Όμως το θέμα των προμηθειών, λύνεται με απλούστερο τρόπο. Και είναι ηθικά ορθό απέναντι σε μια κοινωνία που έχει στηρίξει τις τράπεζες. Αρκεί να ξανασκεφτούμε ότι είναι οι ίδιοι οι πολίτες, οι αποταμιευτές, οι πελάτες, οι φορολογούμενοι που έχουν επωμιστεί όχι μόνο με το βάρος της διάσωσης των τραπεζών, αλλά και με τις εγγυήσεις του προγράμματος «Ηρακλής» και με το κόστος της αναβαλλόμενης φορολογίας που στηρίζει κεφαλαιακά τις τράπεζες.