Το βαρύ αποτύπωμα της Χαμάς στην Αριστερά
Shutterstock
Shutterstock

Το βαρύ αποτύπωμα της Χαμάς στην Αριστερά

Η ανακοίνωση του Σύριζα για την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ, καταλήγει στην ευχή για λύση δύο βιώσιμων κρατών στη βάση των συνόρων του 1967, με πρωτεύουσα του Παλαιστινιακού κράτους την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Η αντίστοιχη ανακοίνωση του ΠΑΣΟΚ, αναφέρεται σε επίθεση, που απειλεί να ματαιώσει τα δίκαια ιστορικά αιτήματα του παλαιστινιακού λαού.

Δεν γνωρίζουμε τι προσλαμβάνουσες παραστάσεις έχουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά μετά από τον Ιανουάριο του 2006, όταν στις παλαιστινιακές εκλογές στη Λωρίδα της Γάζα, είχαν βγει νικητές οι δυνάμεις της Χαμάς, με βαριά ηττημένη την προηγούμενη Παλαιστινιακή Αρχή, η κυρίαρχη θέση της Χαμάς ήταν και παραμένει ότι δεν υπάρχει λύση για το Παλαιστινιακό ζήτημα, παρά μόνο μέσω της Τζιχάντ.

Και μάλιστα το Κίνημα της Ισλαμικής Τζιχάντ στην Παλαιστίνη που είχε ιδρυθεί το 1981 στη Ραμάλα, είχε απορρίψει από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης του, τη λύση των δύο κρατών. Και έκτοτε με κάθε τρόπο προωθεί τη στρατιωτική καταστροφή και εξαφάνιση των Εβραίων. Και παράλληλα διακηρύσσει προς κάθε κατεύθυνση, πως η Παλαιστινιακή Αρχή της Δυτικής Όχθης είναι προδότες που συναλλάσσονται με το Ισραήλ και τη Δύση.

Μέχρι σήμερα η Χαμάς εξακολουθεί να κυριαρχεί στη Λωρίδα της Γάζας, χωρίς εκλογές, μέσω συνεχών εμφύλιων συρράξεων και εκκαθαρίσεων εναντίον της Φατάχ και των εκπροσώπων της Παλαιστινιακής Αρχής. Ανατρέποντας κάθε ειρηνιστική προσπάθεια, καταπατώντας κάθε συμφωνία με μοναδικό σκοπό την ύπαρξη ενός τρομοκρατικού θύλακα μέσα στο Ισραήλ, που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των Μουλάδων της Τεχεράνης.   

Αυτήν την πραγματικότητα δεν αντιλαμβάνεται ούτε η βιτρίνα της ηγεσίας του Σύριζα, ούτε ο εν τοις πράγματι πρόεδρος του, αλλά ούτε και ο πολιτικός ιδιοκτήτης του, που τυλιγμένος με τις παλαιστινιακές μαντίλες διαδήλωνε κατά των «δολοφόνων» του Τελ Αβίβ και που το 2016 ως πρωθυπουργός επιχειρούσε να δημιουργήσει ένα «νέο πεδίο ουσιαστικής συνεργασίας και αναβάθμισης των σχέσεων» με το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν.

Αυτήν την πραγματικότητα δεν αντιλαμβάνεται ούτε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, που όπως φαίνεται παραμένει εμποτισμένος με την αραβολατρεία του αρχαϊκού ΠΑΣΟΚ και την αδερφοποίηση του με τον Μπααθισμό.

Το ΚΚΕ το προχωράει ακόμα περισσότερο. Δηλώνει μετά την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς, ότι «ο παλαιστινιακός λαός έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τα δικαιώματα του και χρειάζεται μεγαλύτερη λαϊκή στήριξη και αλληλεγγύη για να συνεχίσει τον αγώνα του για τον τερματισμό της ισραηλινής κατοχής, για ανεξάρτητο κράτος στα σύνορα του 1967, με πρωτεύουσα την ανατολική Ιερουσαλήμ». 

Τα ίδια λένε και μια σειρά από δραστήριες περσόνες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που κουνάνε έντονα το δάκτυλο στην κυβέρνηση, προσπαθώντας να την εκθέσουν στην Ευρώπη για το μεταναστευτικό. Αυτοί οι κατ’ επάγγελμα ανθρωπιστές και διασώστες ψυχών, εκμεταλλευόμενοι διαφόρους αφελείς, κατηγορούν την Ελλάδα για ισλαμοφοβία, για ρατσισμό, για πνιγμούς και άλλα.

Οι θέσεις των ανωτέρω, διαφέρουν ελάχιστα από τις αντίστοιχες δηλώσεις του Αχμέτ Δαβούτογλου, ο οποίος σε χθεσινή του ανάρτηση δικαιολογέι πλήρως το τρομοκρατικό κτύπημα της Χαμάς, υπερασπιζόμενος τη «δίκαιη αντίσταση των Παλαιστινίων αδερφών».  

Σε ποια αντίσταση αναφέρεται η ηγεσία του ΚΚΕ και το κίνημα των αυτόκλητων υπερασπιστών του δίκαιου των Παλαιστινίων; Στις δολοφονίες και απαγωγές των νέων ανθρώπων που συμμετείχαν σε φιλειρηνική συναυλία στην έρημο Nέγκεβ; Είναι αυτή αντίσταση ή ακραία τρομοκρατική επίθεση; Στα δεκάδες θύματα που γαζώθηκαν από σφαίρες, που βιάστηκαν και που σύρθηκαν σαν τρόπαια στους δρόμους της Γάζας; Τι σχέση έχουν με το «δίκαιο αγώνα» των Παλαιστινίων;

Και αν όλοι αυτοί έχουν επαναστατικές ονειρώξεις, πιστεύουν σε εξεγέρσεις και σε ρήξεις και ονειρεύονται αγώνες, συγκρούσεις και αναταραχές για να δικαιωθούν σαν πολιτικοί μηχανισμοί ή σαν «προσωπικότητες αντίστασης»,  καλό θα είναι να μελετήσουν το τι έπαθαν οι αριστεροί και οι κομμουνιστές στο Ιράν μετά από την επικράτηση της Ισλαμικής Επανάστασης. Διότι εκεί οι Αγιατολάχ, αφού χρησιμοποίησαν το Κομμουνιστικό Κόμμα «Τουντέχ» και τους Φενταγίν για να αναδυθούν στην εξουσία, αμέσως μετά από το δημοψήφισμα του Μαρτίου του 1979, όπου το Ιράν ανακηρύχθηκε σε «Ισλαμική Δημοκρατία» με ποσοστό 99%, τους έθεσαν εκτός νόμου και τα επιφανή στελέχη τους, απλά «εξαφανίστηκαν».