Το βαθύ πανεπιστήμιο και τα μη κρατικά ΑΕΙ

Το βαθύ πανεπιστήμιο και τα μη κρατικά ΑΕΙ

Η πιο ρηξικέλευθη από όλες τις προτάσεις που ακούστηκαν κατά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της νέας κυβέρνησης, ήταν εκείνη που σπάει το μεταπολιτευτικό ταμπού, σχετικά με την ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ μέσω διακρατικών συμφωνιών. 

Είναι μία πρόταση που η ελληνική κοινωνία περιμένει εδώ και καιρό. Οι συνθήκες για μια τέτοια μεταρρύθμιση έχουν προ πολλού ωριμάσει και οι διαθέσεις των πολιτών απέναντί της, είναι κάτι παραπάνω από ευνοϊκές. 

Εννοείται πως την μεγαλύτερη αντίσταση θα την προβάλει το βαθύ πανεπιστήμιο, μία συμμαχία στασιμότητας στην οποία συμμετέχουν πανεπιστημιακοί, αυτό που αποκαλούσαμε παλιά «καθηγητικό κατεστημένο», φοιτητικοί σύλλογοι με ανύπαρκτη νομιμοποίηση δεδομένης της μη συμμετοχής σε αυτούς της πλειονότητας των φοιτητών, «συνδεδεμένοι» επιχειρηματίες - προνομιακοί μειοδότες διαφόρων διαγωνισμών και μέρος του διοικητικού προσωπικού. 

Ιερή, μαύρη συμμαχία κατά της προόδου και της εξέλιξης, κατά του συναγωνισμού και φυσικά, κατά της αριστείας η οποία ως γνωστόν είναι ρετσινιά, άσχετα αν αυτοί που το λένε έχουν σπουδάσει σε καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού, πολλοί δε μάλιστα, με υποτροφίες ιδρυμάτων ολιγαρχών ή της Εκκλησίας. 

Δεν πρόκειται για ιδεολογικό ζήτημα, άσχετα αν εδώ και πενήντα περίπου χρόνια, παρουσιάζεται ως τέτοιο. Πολλοί μάλιστα, το θεωρούν ως τη βασική κόκκινη γραμμή που χωρίζει την «πρόοδο» από τη «συντήρηση», ενώ δεν φείδονται χαρακτηρισμών κατά των «ιδεολογικών τους εχθρών» (και όχι αντιπάλων). Ποιος δεν θυμάται τις «κινητοποιήσεις» κατά της ίδρυσης μη κρατικών ΑΕΙ. Πόσοι υπουργοί λοιδορήθηκαν και συκοφαντήθηκαν πως τάχα θέλουν να ξεπουλήσουν την δωρεάν παιδεία και να την παραδώσουν βορά στα ιδιωτικά συμφέροντα. 

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα ζήτημα με δύο διαστάσεις: αφενός την εξουσία, και πιο συγκεκριμένα, την τυραννία στην πνευματική ζωή του τόπου και, αφετέρου, τη διαχείριση τόσο της κρατικής επιχορήγησης όσο και των κονδυλίων από διάφορα ευρωπαϊκά ή διεθνή προγράμματα. 

Ως προς το πρώτο σκέλος, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως το τυραννικό καθεστώς της πανεπιστημιακής αυθεντίας - ιδίως στις λεγόμενες ανθρωπιστικές σπουδές - έχει ραγίσει, χάρη κυρίως, στις προσπάθειες πολλών εκπροσώπων της πανεπιστημιακής κοινότητας που ταυτίστηκε με ό,τι πιο οπισθοδρομικό εμφανίστηκε στο δημόσιο βίο, ιδίως την τελευταία δεκαπενταετία. Θα θυμάστε, φαντάζομαι τις εκατοντάδες υπογραφές πανεπιστημιακών υπέρ του ΟΧΙ στο ψευδοδημοψήφισμα του 2015, τους απερίγραπτους επαναστατικούς πομφόλυγες πως θέλουν να αλλάξουν την Ελλάδα, την Ευρώπη, το έξω σύμπαν και να φέρουν επί γης ειρήνη, δικαιοσύνη, ισότητα κ.λπ. 

Το δεύτερο σκέλος είναι πιο περίπλοκο, γιατί υπεισέρχεται ο παράγοντας των χρημάτων, όπου διάφορες διακομματικές φράξιες, αποφασίζουν για το ποιος θα συμμετάσχει με ποιο ποσοστό. Εκεί αρχίζει το αλισβερίσι που ξεκινάει από το α' πρόγραμμα και μπορεί να καταλήξει στην ποσόστωση αναγόρευσης νέων διδακτόρων με ανταλλαγές ψήφων των διαφόρων φατριών. 

Αυτό το βαθύ πανεπιστήμιο, ήταν που υπονόμευσε, διαχρονικά και διακομματικά - παραβλέποντας τις όποιες διαφωνίες είχαν σε ιδεολογικά ζητήματα δημοσίως - κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης της ελληνικής, ανώτατης εκπαίδευσης, είτε έγινε από το ΠΑΣΟΚ (ν. Διαμαντοπούλου), είτε από τη Ν.Δ. (ν. Κουτσούκου). 

Πολιορκητικός κριός του βαθέος πανεπιστημίου, είναι διάφορα πολιτικά στελέχη, βουλευτές που έχουν άμεσους ή έμμεσους δεσμούς με τα πανεπιστήμια και, φυσικά, ορισμένα ΜΜΕ ταγμένα στον αγώνα κατά κάθε προσπάθειας βελτίωσης της κατάστασης. 

Αυτούς θα δείτε πολύ σύντομα να ξεσπαθώνουν κατά της πρωτοβουλίας ίδρυσης μη κρατικών ΑΕΙ σε συνεργασία με ξένα πανεπιστήμια μέσω διακρατικών συμφωνιών. Αντιλαμβάνονται πολύ καλά πως η μονοπωλιακή του εξουσία στον βασικό μηχανισμό παραγωγής γνώσεων και μεταλαμπάδευσής τους στις επόμενες γενιές απειλείται από τον συναγωνισμό. Φοβούνται πως σε πολλές περιπτώσεις θα φανεί πως ο βασιλιάς είναι γυμνός και πως τα ράκη της δήθεν προοδευτικής ρητορικής δεν χρησιμεύουν πλέον ως φύλλο συκής ή ως περγαμηνή «αγωνιστή για τα λαϊκά στρώματα». 

Δεν χρειάζεται καν να στοιχηματίσει κανείς πως σε αυτό το ζήτημα θα βρεθούν και οι πρόθυμοι πολιτικάντηδες, ιδίως από τους πολλάκις ατυχήσαντες σε εκλογικές δοκιμασίες, οι οποίοι θα δουν την ευκαιρία να διατρανώσουν την αγωνία τους για τους «ταξικούς διαχωρισμούς» στην εκπαίδευση, το «εμπόριο πτυχίων» κ.λπ. άσχετα από το γεγονός πως πριν από λίγους μήνες ακριβώς, ζητούσαν ανωτατοποίηση των σχολών καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος.

Βέβαια, τότε, επρόκειτο για «δικές» τους σχολές. Και αφού υποκίνησαν μια «καλλιτεχνική επανάσταση» των σπουδαστών, όταν αυτή εκφυλίστηκε έχοντας απέναντί της την κοινωνία, εξαφανίστηκαν, για να επανέλθουν τώρα. 

Θα ήταν ευχής έργο, τα δύο πολιτικά κόμματα του δημοκρατικού τόξου, η ΝΔ που εκδήλωσε την πρωτοβουλία και το ΠΑΣΟΚ που προσπάθησε κατά το παρελθόν να συμβάλει τόσο στο συγκεκριμένο ζήτημα, όσο και στην αναβάθμιση της παιδείας στην χώρα, να βρουν κοινή γλώσσα και να προσδιορίσουν κοινή στάση, απέναντι στις δυνάμεις του σκοταδισμού και του βαθέος πανεπιστημίου που αντιδρά σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού και προόδου. Αυτό, όμως, μένει να το διαπιστώσουμε σύντομα.