Βία και νομοθεσία: Αυστηροποίηση ή αλλαγή νοοτροπίας;
Shutterstock
Shutterstock

Βία και νομοθεσία: Αυστηροποίηση ή αλλαγή νοοτροπίας;

Η βία έχει εισχωρήσει με τρόπο πρωτόγνωρο στην καθημερινότητα μας, συνεχώς γινόμαστε μάρτυρές της, είτε δια ζώσης, είτε δια μέσω των πολλαπλών πηγών ενημέρωσης. Μία βία, η οποία έχει κατακλύσει την καθημερινότητα, όχι τόσο επειδή πλέον προβάλλεται περισσότερο συγκριτικά με το παρελθόν, όπως λένε αρκετοί, αλλά επειδή η ίδια η κοινωνία έχει αλλάξει ριζικά και την αναζητά διαρκώς. Ας δούμε το θέμα αρχικά όμως από την αυστηρά νομική του διάσταση και εν συνεχεία από την κοινωνική. 

Υπάρχει μια μερίδα κόσμου, η οποία θεωρεί ότι το πρόβλημα είναι κατ’ εξοχήν νομικό. Αναφέρονται κυρίως σε έλλειψη εφαρμογής του νόμου, σε χαμηλές ποινές ή ακόμα και στη μη έκτιση αυτών όπως με τη φράση «τα ισόβια δεν είναι ισόβια». Παίρνοντας ένα - ένα τα επιχειρήματα της άποψης αυτής ας δούμε τι ισχύει σήμερα σχετικά με τα εγκλήματα της ενδοοικογενειακής βίας, της βίας μεταξύ ανηλίκων, αλλά και της οπαδικής βίας. 

Τελευταίοι νόμοι, οι οποίοι τροποποίησαν τους προϋπάρχοντες για τα ανωτέρα εγκλήματα είναι ο Ν.5090/2024 για την ενδοοικογενειακή βία και τους ΠΚ-ΚΠΔ (οι οποίοι περιλαμβάνουν και τις διατάξεις σχετικά με τη βία των ανηλίκων) αλλά και ο Ν. 5085/2024 για την οπαδική βία. Με μια μάτια στις ως άνω διατάξεις αντιλαμβάνεται κανείς, ότι ο νομοθέτης υιοθέτησε ένα νομοθετικό κείμενο το οποίο κινείται προς την κατεύθυνση αυστηροποίησης των ποινών, θέλοντας να λειτουργήσει καταρχήν προληπτικά. Βέβαια, σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως της μορφής της βίας, όταν το επερχόμενο αποτέλεσμα αυτής είναι ο θάνατος∙ εφαρμογή έχει πάντα το άρθρο 299 ΠΚ σύμφωνα με το οποίο «όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη», όπως αυτό ισχύει μετά τον Ν. 4855/2021. 

Πρόκειται επομένως για το μεγαλύτερο σε απαξία κακούργημα με μόνη προβλεπόμενη ποινή αυτή της ισόβιας κάθειρξης. Τι σημαίνει ισόβια κάθειρξη; Είναι αυστηρό το πλαίσιο; Τι γίνεται με την πραγματική έκτιση της ποινής; 

Στην Ελλάδα, όταν κανείς καταδικαστεί σε ισόβια μπορεί να βγει από τη φυλακή με όρους μετά από 20 χρόνια πραγματικής έκτισης ποινής (άρθρο 105Β παρ. 1 παρ. 1 περ. δ ΠΚ) ενώ το άρθρο 110Α παρ. 1 περ. γ ΠΚ προβλέπει την περίπτωση της απόλυσης υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση μετά την έκτιση τουλάχιστον δεκατεσσάρων (14) ετών. Σε ποινές πολλαπλές ισοβίων η πραγματική έκτιση ξεπερνάει τα 20 έτη.

Άραγε, θα μπορούσαν τα ισόβια να σημαίνουν ισόβια; Η ως άνω συζήτηση ανακύπτει κάθε φορά που διαπράττεται ένα ειδεχθές έγκλημα. Πέραν των νομικών αλλά και κοινωνιολογικών θεωριών αναφορικά με την έκτιση της ποινής και την επανένταξη των δραστών, η αλήθεια είναι πως η κοινωνία μάλλον αποζητά την παραμονή ορισμένων δραστών για πάντα στη φυλακή. Σε αντίθεση όμως με το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», η δικαιοσύνη οφείλει να λειτουργεί ανεπηρέαστη από κάθε είδους κοινωνική πίεση.

Ο νόμος εν προκειμένω και αυστηρός είναι και έχει προβλέψει σε μεγάλο βαθμό τις διαφορετικές μορφές εκδήλωσης βίας αλλά και κλιμακούμενες ποινές για τα αποτελέσματα αυτών (απλή-επικίνδυνη-βαριά κλπ). Δεν μπορεί κανείς να αποζητά νομοθετικές πρωτοβουλίες, κάθε φορά που μια νέα υπόθεση ανακύπτει και οι υπάρχουσες ρυθμίσεις του μοιάζουν ανεπαρκείς.

Από την άλλη, βέβαια, είναι η ίδια η κοινωνία, η οποία έχει αλλάξει γιατί έχουν αλλάξει και οι προσλαμβάνουσες των ίδιων των μελών της∙ και αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Όσο και αν αυστηροποιήσει τις ποινές ο νομοθέτης, η έλλειψη ενσυναίσθησης και παιδείας κάθε εμπλεκόμενου σε τέτοια εγκλήματα θα οδηγούν ξανά και ξανά σε τραγικά γεγονότα. Θέλει κουράγιο να παραδεχτούμε και να προσπαθήσουμε να το διορθώσουμε, αλλά η ίδια η κοινωνία η οποία ζητάει «αίμα» κάθε φορά που ένα ειδεχθές έγκλημα βλέπει το φως της δημοσιότητας, έχει εκθρέψει τον δράστη του. 

Ξεκινώντας από την οικογένεια, φτάνοντας στο σχολείο και εν συνέχεια στους χώρους εργασίας, αντιλαμβάνεται κανείς, ότι πλέον η κοινωνία μας έχει σημαντικό και ολοένα αυξανόμενο έλλειμμα παιδείας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι τρεις ως άνω προαναφερθείσες μορφές βίας ανθίζουν παράλληλα. Τόσο οι γονείς (κακοποιητικοί σύζυγοι) στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας όσο και τα παιδιά που εμπλέκονται με τη βία μεταξύ ανηλίκων ή με την οπαδική βία έχουν ένα κοινό παρονομαστή∙ την έλλειψη αλληλοσεβασμού αλλά και υπακοής σε στοιχειώδεις κανόνες αρμονικής συνύπαρξης εντός του κοινωνικού ιστού.  

Τα ως άνω δεν αποτελούν καινοφανείς σκέψεις του γράφοντος, ούτε συνιστούν τομή στη μέχρι σήμερα αποτύπωση του φαινομένου της βίας. Είναι η απλή παραδοχή ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η ίδια η κοινωνία μας. Η επικράτηση της ψευδαίσθησης ανωτερότητας, του εκάστοτε συζύγου, της αμετροέπειας του νεαρού που θα βγάλει μαχαίρι σε συνομήλικο του αλλά και του φανατισμού του «οπαδού» που θα πάει στο γήπεδο για να διαπληκτιστεί.

Δεν είναι και δεν θα έπρεπε να είναι πάντα η λύση η προσφυγή στον νομοθέτη, ούτε η ευκαιριακή τροποποίηση διατάξεων. Η βία πρέπει να αντιμετωπισθεί στη ρίζα της, μέσα στα σπίτια με ψυχολόγους αν δεν είναι ικανοί οι γονείς, μέσα στο σχολείο με κοινωνικούς λειτουργούς αν δεν είναι ικανοί οι δάσκαλοι. Και τέλος, ως έσχατο μέσο μόνο μέσα στην ίδια την κοινωνία από τον νομοθέτη, αν δεν είναι ικανοί οι άνθρωποι της. 

* Ο Ευάγγελος Τασούλας είναι Δικηγόρος ΜΔΕ και Διευθυντής Εκτελεστικού Γραφείου ΟΝΝΕΔ