Επιτέλους, είμαστε περήφανοι και για το σήμερα

Επιτέλους, είμαστε περήφανοι και για το σήμερα

Τα τελευταία δέκα χρόνια, τα χρόνια των τριών μνημονίων, ένας ολόκληρος λαός έπεσε σε συλλογική κατάθλιψη. Έβγαλε, γκρίνια, κατήφεια, οργή. Πολλές φορές το αυτομαστίγωμα ήταν υπερβολικό και άδικο.

Γιατί θα πρέπει, όταν αξιολογούμε την πορεία της πατρίδος μας, να βλέπουμε και τα θετικά που είναι ιδιαίτερα σημαντικά.

 Επί 46 χρόνια η δημοκρατία μας λειτούργησε άψογα. Είχαμε και εξακολουθούμε να έχουμε μια δημοκρατία που δεν υστερεί σε τίποτα από τα πολιτεύματα άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Έχουμε μια δημοκρατία που κλυδωνίσθηκε λόγω των μνημονίων, αλλά δεν βυθίστηκε. Άντεξε.

Η πατρίδα μας ανήκει στην μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια. Ποιος ξέρει πού θα βρισκόμασταν σήμερα, αν δεν είχαμε ενταχθεί στην ΕΕ. Θα ήμασταν συνεχώς μέρος των πολλών προβλημάτων που βασανίζουν την γειτονιά μας. Η δε δημοκρατία μας ίσως να είχε μαδουρικά χαρακτηριστικά.

Τέλος έχουμε ένα ισχυρό νόμισμα. Χάριν αυτού του γεγονότος μπορούμε σήμερα και δανειζόμαστε φθηνά και έχουμε την πρόσβαση σε κεφάλαια που άλλες χώρες δεν την έχουν.

Εννοείται πως κάναμε και λάθη, εξ αιτίας των οποίων βρεθήκαμε στην δίνη των μνημονίων.

Σήμερα μπορούμε, μέσα στο ζοφερό κλίμα της πανδημίας, να δηλώσουμε για μιαν ακόμα φορά πως είμαστε περήφανοι για την πατρίδα μας. Τα ευμενή σχόλια που γράφονται για το πώς αντιμετωπίσαμε την επιδημία αναμφίβολα μάς αναπτερώνουν το ηθικό.

Χθες το Bloomberg έγραψε πως «οι ταπεινοί Έλληνες δείχνουν στον κόσμο πώς να χειριστεί την επιδημία του κορονοϊού». Και ο γνωστός ιστορικός και συγγραφέας Γιουβάλ Νόα Χαράρι δήλωσε πως «η Ελλάδα κάνει εξαιρετική δουλειά στην αναχαίτιση της επιδημίας. Αν είχα να διαλέξω μεταξύ Ελλάδος και ΗΠΑ αυτή την στιγμή ποια χώρα θα έπρεπε να ηγείται του κόσμου για να μας παράσχει μια στρατηγική εξόδου από την κρίση, σίγουρα θα επέλεγα την Ελλάδα.»

Η συνταγή της επιτυχίας είναι γνωστή. Έχουμε αναφερθεί σε αυτήν διεξοδικά, αλλά «η επανάληψις μήτηρ πάσης μαθήσεως.»

Ο βασικότερος παράγοντας αυτής της παγκόσμιας επιτυχίας ήταν πως ο πρωθυπουργός άφησε να μιλήσουν οι ειδικοί. Έπραξε το αυτονόητο. Κατάλαβε πως ένας πολιτικός δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνος του μιαν επιδημία. Δεν είναι δική του δουλειά. Χρειάζεται επιστημονικούς συνεργάτες. Και βρήκε τους καλύτερους. Άλλωστε,το αυτονόητο στην Ελλάδα, δεν είναι και τόσο αυτονόητο.

Όμως ο Κυριάκος Μητσοτάκης πιστώνεται 100% την πολιτική απόφαση που πήρε, ευθύς εξ αρχής, πως τον ενδιαφέρουν αποκλειστικά οι ανθρώπινες ζωές. Πάνω σε αυτήν την βαθύτατα ανθρωπιστική αντίληψη, χάραξε την πολιτική του που δικαιώνεται.

Να υπενθυμίσω στον αναγνώστη πως οι ηγέτες των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου εκτίμησαν πως οι οικονομικοί δείκτες είναι αυτοί που προέχουν και όχι οι ζωές των πολιτών τους. Όταν κατάλαβαν πού οδηγούσε αυτή η βάρβαρη επιλογή τους, έκαναν στροφή 180 μοιρών, αλλά ήταν αργά. Η ζημία είχε γίνει.

Σήμερα το επιτελείο της κυβέρνησης σχεδιάζει με προσεκτικά βήματα την στρατηγική της εξόδου. Το βασικό στοιχείο είναι πως η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών έχει εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση. Πιστεύουν πως αυτή, για μιαν ακόμα φορά, θα λάβει τις σωστές αποφάσεις.

Αν εξαιρέσουμε τους μίζερους και τους γρουσούζηδες, όλοι αισθανόμαστε μιαν υπερηφάνεια γιατί, επί τέλους, ο υπόλοιπος κόσμος επαινεί την Ελλάδα. Είχαμε συνηθίσει να είμαστε το μαύρο πρόβατο.

Ας ελπίσουμε και ας ευχηθούμε από εδώ και μπρος, να μιλάμε μόνον για επιτυχίες.