Χάρης Δούκας: Ο αγωνιστής μη δήμαρχος της Αθήνας που πνίγηκε

Χάρης Δούκας: Ο αγωνιστής μη δήμαρχος της Αθήνας που πνίγηκε

Στις προεκλογικές του ομιλίες, όταν διεκδικούσε το Δήμο της Αθήνας ο Χάρης Δούκας, ανέφερε ότι δεν θα επιτρέψει ποτέ να πλημμυρίσει η πρωτεύουσα της χώρας. «Δεν μπορεί η Αθήνα να πνίγεται σε κάθε καταιγίδα! Είναι η ώρα της δράσης! Αθήνα τώρα!» ήταν το σύνθημά του.

Μετά την εκλογή του, όμως το σύνθημα του ξεχάστηκε. Διότι αποδείχθηκε ακριβώς αυτό που όλοι λίγο - πολύ υποπτευόμασταν. Ότι η εμφάνιση Δούκα στην πολιτική ζωή δεν είχε να κάνει με το Δήμο Αθηναίων. Δεν είχε να κάνει με την τοπική αυτοδιοίκηση, ούτε με τη βελτίωση της ζωής των πολιτών της πρωτεύουσας. Είχε να κάνει με την εδραίωση μιας υποψηφιότητας για την αρχηγία του πολιτικού πολτού που βρίσκεται στον χώρο της Αριστεράς.

Ως υποψήφιος Δήμαρχος με την ευλογία του ΠΑΣΟΚ, με τη στήριξη του Σύριζα, του ακροδεξιού ακροατηρίου και των ακροαριστερών πυρήνων της πόλης, ο Χάρης Δούκας διεκδικούσε από την πρώτη στιγμή την πρωτοκαθεδρία του χώρου του «προοδευτικού χώρου», της «δημοκρατικής συμπαράταξης» ή του «κεντροαριστερού τόξου», όπως είναι μερικοί από τους τίτλους αυτοπροσδιορισμού του χώρου αυτού.

Η προσπάθεια εδραίωσής του, πέρασε μέσα από τη λαϊκίστικη και αριστερίστικη προσέγγιση των έργων του σταθμού του μετρό στα Εξάρχεια και των έργων αναβάθμισης της ανάπτυξης του Λόφου του Στρέφη. Πέραν τούτου ουδέν. Συνέβη κάτι άλλο στην Αθήνα, επί δημαρχίας του; Όχι. Κάτι πήγε να ψελλίσει για το Airbnb. Κάτι ανέφερε για την αντίθεση του στις κάμερες. Πέραν τούτων ουδέν. Η καθαριότητα της πόλης υποβαθμίστηκε. Η προετοιμασία για τις βροχές του φθινοπώρου, εκ του αποτελέσματος, ήταν ανύπαρκτη.

Με παράσημο λοιπόν την αγωνιστική του παρουσία στο Δήμο, ο Χάρης Δούκας, διεκδικεί με υψηλές πιθανότητες επιτυχίας όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις όχι μόνο την προεδρία του ΠΑΣΟΚ, αλλά και την αρχηγία του ταρασσόμενου χώρου πέραν του κόμματός του. Έχοντας απτές αγωνιστικές αποδείξεις στο Δήμο της Αθήνας, επιθυμεί να γίνει πρωθυπουργός.

Κι έρχεται μια καταιγίδα, να αποδείξει τη γύμνια του Βασιλιά όπως λέει και το παραμύθι. Την ίδια στιγμή που μια καταιγίδα που δεν ήταν ξαφνική, μια καταιγίδα που οι πάντες ανέμεναν, πλημμύρισε την πρωτεύουσα της χώρας θυμίζοντας Μπαγκλαντές, ο Χάρης Δούκας ήταν άφαντος. Ήταν απών από τη θέση ευθύνης του. Όπως προαναφέραμε δεν είχε προετοιμαστεί. Επιπλέον, δεν βρέθηκε στη θέση του. Να συντονίσει, να τρέξει και να σώσει την πόλη από τις ζημίες και τις καταστροφές, που επέφερε η καταιγίδα λόγω του ανύπαρκτου καθαρισμού των φρεατίων και γενικότερα της πόλης.

Αυτή είναι η δουλειά του. Να κρατάει την Αθήνα καθαρή και λειτουργική. Βέβαια, ο ίδιος όπως ανέφερε προ ημερών, θεωρεί ότι η θέση του Δημάρχου θα τον οδηγήσει στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ. Και είπε ότι σε περίπτωση εκλογής του θα κρατήσει και τις δυο θέσεις, όπως είχαν πράξει μεγάλες προσωπικότητας φέροντας σαν παράδειγμα τον Σιράκ, τον Μιτεράν και τον Βίλυ Μπραντ.

Έλεος! Ας αφήσει τον Σιράκ, τον Μιτεράν και τον Βίλυ Μπραντ στην ησυχία τους και ας απολογηθεί που η Αθήνα μετατράπηκε σε ένα βαλτώδη σκουπιδότοπο μέσα σε μισή ώρα, τη στιγμή που ο ίδιος περιφερόταν στην επαρχία αναζητώντας ψήφους και βγάζοντας λόγους. Και τι έλεγε στους λόγους του; Ότι δίνει δυναμικά το παρόν του με τον κόσμο της εργασίας, του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα που έχει πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσει διότι η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη ότι η κυβέρνηση είναι μια κυβέρνηση που στην πραγματικότητα βοηθάει πάρα πολύ και υποστηρίζει την αισχροκέρδεια και πρέπει να ενισχύσει τους μισθούς, την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνεια γι’ αυτό έχει να δώσει μπροστά μας πολλούς και δύσκολους αγώνες. Ξεπερασμένες πομφόλυγες της δεκαετίας του ’90.

Ο μόνος αγώνας, το μόνο έργο που του έχει χρεωθεί είναι η διαχείριση της καθημερινότητας των Αθηνών. Και η Αθήνα βυθίστηκε στη λάσπη και στα σκουπίδια. Εκ του αποτελέσματος, ο Χάρης Δούκας κρίθηκε ανεπαρκής και επικίνδυνος για την πόλη της Αθήνας, την οποία χρησιμοποιεί για την προσωπική πολιτική του ανέλιξη και μόνο. Μένει να αποδειχθεί εάν ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ επιθυμεί έναν τέτοιο πολιτικό να πάρει το πηδάλιο του κόμματος στα χέρια του.