Η διολίσθηση από το γκροτέσκο στο γελοίο
Eurokinissi
Eurokinissi

Η διολίσθηση από το γκροτέσκο στο γελοίο

Η πρώτη ψυχρολουσία αφορούσε τον ίδιο κι είχε να κάνει με τα 16 λευκά ψηφοδέλτια που βρέθηκαν στην εσωκομματική κάλπη και αφορούσαν τους διορισμούς σε υπεύθυνες θέσεις στην κοινοβουλευτική ομάδα. Η πρόταση, βέβαια, πέρασε κι έτσι έχουμε πλέον τη νέα, βελτιωμένη έκδοση «Προεδρικοί 2.0» της σωματοφυλακής του κ. Κασσελάκη. 

Η δεύτερη ψυχρολουσία, αφορούσε τα μέλη και τους οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ, παρακολουθώντας τη συνέντευξη του νέου τους αρχηγού στον δημοσιογράφο Σταύρο Θεοδωράκη. Τουλάχιστον τώρα, είναι σίγουροι πως ο νέος αρχηγός θα αξιοποιήσει στο έπακρο δοκιμασμένα και έμπειρα στελέχη του παρελθόντος, ανακαλώντας από την εφεδρεία τον κ. Χαϊκάλη, με τη βοήθεια του οποίου θα φτιάξει νέα κομματική Σχολή αστρολογίας.

Όσο κι αν προσπαθούν οι νέο-σκληροπυρηνικοί «προεδρικοί» νέας εσοδείας, όπως ο ναύαρχος με τη σαλοπέτα να δείξουν πως ο αρχηγός θα ακολουθήσει στιβαρή πολιτική για να νικήσει τον Μητσοτάκη, αρκούν μερικά δευτερόλεπτα της ανελέητης τηλεοπτικής εικόνας για να γκρεμιστεί η εικόνα του σοβαρού πολιτικού. 

Το αναμάσημα των παλιών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και στο φόντο του αστραφτερού χαμόγελου του κ. Κασσελάκη, δεν πείθει όχι τους άλλους, αλλά ούτε και τα ίδια μέλη του κόμματος, τα οποία παρακολουθούν σε απευθείας μετάδοση τον ευτελισμό και τη διολίσθηση από το γκροτέσκο στο γελοίο. 

Όσο πλούσια κι αν είναι, μία δημόσια παρουσία, σε λεπτομέρειες της προσωπικής ζωής, με αναφορές σε φιλοδοξίες δημιουργίας οικογένειας μέσω παρένθετης μητέρας, αρκεί μία ατάκα του στιλ: θέλω δύο παιδιά, αγόρια, για να μας θυμίσει τη γνωστή παροιμία με την αγελάδα και την καρδάρα με το γάλα. 

Δικαιώνονται εκείνοι που θεωρούσαν εξ αρχής τον κ. Κασσελάκη ξένο σώμα όχι μόνο ως προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά εν γένει και ως προς το σύνολο του πολιτικού συστήματος της χώρας, αλλά τι περισσότερο θα μπορούσε να περιμένει κανείς από έναν άνθρωπο που ήταν μέχρι πριν λίγους μήνες μέλος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος των ΗΠΑ και ξαφνικά, ως άλλος Σαούλ στο δρόμο προς τη Βυρηττό, με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος γόνων ελληνικών ολιγαρχικών οικογενειών, ανέβλεψε και ανακάλυψε την πραγματική, στη μία, μοναδική και αδιαμφισβήτητη αριστερή αλήθεια. 

Μπορεί τώρα τα λεγόμενα ιστορικά στελέχη να σκίζουν τα ιμάτια τους για την κατρακύλα του κόμματος και τον εναγκαλισμό του με τα προϊόντα της «τηλεοπτικής δημοκρατίας», ωστόσο, κάποιος θα πρέπει να τους θυμίζει διαρκώς πως αυτά ήταν που όχι μόνο έστρωσαν αλλά ασφαλτόστρωσαν το δρόμο προς τον Ναό της κομματικής ηγεσίας για τον κ. Κασσελάκη. Αυτοί ήταν εκείνοι που σιώπησαν με άπειρες άλλες απρέπειες, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που υπερθεμάτισαν υπέρ όλων αυτών για τα οποία σήμερα διαμαρτύρονται. 

«Τσίτσιο το λιμάνι φεύγει», έλεγε ο συμπαθής ηθοποιός στις αλήστου μνήμης ιταλικής κωμωδίας στη δεκαετία του ’60 και του ’70. Τώρα πια που το «λιμάνι» της κυβερνητικής εξουσίας έχει σαλπάρει και βρίσκεται μακριά από τη πολυκαιρισμένη μαούνα που βολοδέρνει στα ρηχά, δεν έχει κανένα νόημα το κούνημα του μαντιλιού. Εκείνοι που ήταν να το αποχαιρετίσουν το έκαναν από καιρό, βλέποντας τον εκφυλισμό και την παρακμή, ενός κόμματος, το οποίο αν μη τι άλλο, κάποτε γεννούσε ιδέες και προτάσεις, ανεξάρτητα από το αν αυτές γινόταν αποδεκτές από την κοινωνία. 

Ακολουθώντας τη συγκεκριμένη στρατηγική «παρεμβάσεων» ο κ. Κασσελάκης, το μόνο που καταφέρνει είναι, αφενός να αποξενώνεται διαρκώς από την κοινωνία - το δείχνουν άλλωστε όλες οι δημοσκοπήσεις - και, αφετέρου να εξοντώνει το νέο πλήρωμα της γαλέρας του στην άσκοπη κωπηλασία στα θολά νερά ενός λιμανιού που έχει ήδη φύγει. 

Υπάρχουν και οι υποστηρικτές του, φυσικά. Από τις επιλογές του νέου αρχηγού μάθαμε πως ανέθεσε τον έλεγχο του πληρώματος στους παλιούς διόπους του πρώην καπετάνιου, ο οποίος παρακολουθεί από μακριά την πρόοδο του νεότευκτου με παλιά ξύλα και σιδερικά πλεούμενου. Επιλογές που αποδεικνύουν πως η σημαία της τοξικότητας, της εχθροπάθειας, του μίσους και της ιδιοτέλειας ποτέ δεν υπεστάλησαν, μα κυματίζουν ανέμελες στα μικρά κύματα που χαράσσει το μικρό, παλιό πλεούμενο της αριστεράς, βλέποντας το λιμάνι να φεύγει.