Η ηγεμονία του Μητσοτάκη και η αποσύνθεση της ρετρό αντιπολίτευσης

Η ηγεμονία του Μητσοτάκη και η αποσύνθεση της ρετρό αντιπολίτευσης

Η μονοπολική φύση του πολιτικού συστήματος, όπως άρχισε να διαμορφώνεται μετά τις εκλογές του 2019, επιβεβαιώθηκε, και μάλιστα πανηγυρικά, μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου του 2023. 

Πράγματι, παρότι η Ελλάδα, μετά το τέλος των μνημονίων και την αποσύνθεση της μεταπολίτευσης, έχει εισέλθει σε μία νέα ιστορική περίοδο, μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος παραμένει αγκιστρωμένο σε μία καρικατούρα της μεταπολίτευσης ή των μνημονιακών χρόνων.

Και μόνο η Νέα Δημοκρατία - κατεξοχήν ο Κυριάκος Μητσοτάκης -, παρότι το κόμμα έρχεται από παλιά, κατόρθωσε, εν μέρει, να ξεφύγει από τα καθηλωτικά στερεότυπα της μεταπολιτευτικής περιόδου και να εγκαινιάσει, κάτω από την ηγεμονία της, αυτή τη νέα ιστορική περίοδο.

Εξ ου και η πολιτική κυριαρχία την οποία διατηρεί από το 2019 και πιθανότατα θα επισφραγίσει για μια ακόμα φορά και την 25η Ιουνίου. 

Συνήθως, η αλλαγή ιστορικής φάσης αναδεικνύει - μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα - και έναν ή περισσότερους, ανταγωνιστικούς προς τον κυρίαρχο, πολιτικούς πόλους, γεγονός που οδηγεί σε μία «ενάρετη» και αναγκαία πολυπολικότητα του συστήματος. 

Ας θυμηθούμε ότι, το 1974, την ανάδειξη της Νέας Δημοκρατίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως βασικής μεταπολιτευτικής δύναμης, την ακολούθησε πολύ σύντομα η συγκρότηση ενός δεύτερου ισχυρού πολιτικού φορέα, του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. 

Ολόκληρη η μεταπολιτευτική περίοδος σφραγίσθηκε από τον ανταγωνισμό μεταξύ δύο δυνάμεων που εκπροσωπούσαν μεγάλα κοινωνικά μπλοκ. Η Νέα Δημοκρατία, την αστική τάξη και ένα σημαντικό μέρος των μεσαίων και μικροαστικών στρωμάτων του ιδιωτικού τομέα της πόλης και της υπαίθρου.

Το ΠΑΣΟΚ, τον διευρυνόμενο χώρο των δημοσίων υπαλλήλων, μεγάλο μέρος των μισθωτών και μικροϊδιοκτητών του ιδιωτικού τομέα, καθώς και τη νέα κρατική και κρατικοδίαιτη αστική τάξη. Το μπλοκ των «μικρομεσαίων», μέσα από την άνοδό του στην εξουσία, θα συγκροτήσει αυτή τη νέα κρατική αστική τάξη.  

Καθώς η κατάρρευση της μεταπολίτευσης, το 2010, αποτέλεσε, κατ’ εξοχήν, την κατάρρευση του κρατικιστικού μοντέλου - του παρασιτικού καταναλωτισμού κατά τον Παναγιώτη Κονδύλη -, τα μεγαλύτερα πολιτικά πλήγματα θα τα υποστεί ο προνομιακός φορέας του, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ. Η κρίση των μνημονίων υπήρξε κατ’ εξοχήν κρίση του κράτους και του «καταναλωτικού μοντέλου ανάπτυξης». 

Μετά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, το 2012, και στις συνθήκες μιας κατακλυσμιαίας κρίσης, η λαϊκιστική και κρατικιστική Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ θα προσπαθήσει να το υποκαταστήσει… συνεχίζοντάς το - να γίνει δηλαδή ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσπαθήσει να θεραπεύσει την κρίση του κρατισμού, με… ακόμα μεγαλύτερες δόσεις κρατισμού! 

Και τα αποτελέσματα τα ζήσαμε: Το ΠΑΣΟΚ, με τον Γιώργο Παπανδρέου, θα μας εισαγάγει στην εποχή των μνημονίων και η δεύτερη όψη του νομίσματος, το «αντιμνημονιακό» νεοΠΑΣΟΚ του Αλέξη Τσίπρα, θα ολοκληρώσει τη μνημονιακή καταστροφή. 

Επομένως, η έξοδος από την κρίση μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο από το αστικό κοινωνικό και πολιτικό μπλοκ, που υπό την ηγεμονία του Κυριάκου Μητσοτάκη θα προσπαθήσει να ανταποκριθεί στη νέα ιστορική περίοδο. Περίοδο όπου το κέντρο βάρους της οικονομίας και των κοινωνικών επιλογών θα πρέπει να περάσει από την κατανάλωση στη συσσώρευση και την παραγωγή, από το καταναλωτικό στο παραγωγικό μοντέλο.  

Και, δυστυχώς, τη συνείδηση για την αναγκαιότητα μιας τέτοιας μετάβασης δεν τη διαθέτει κανένα από τα λοιπά τμήματα του πολιτικού συστήματος - ούτε καν ολόκληρη η ΝΔ. 

Γι’ αυτό και η μονοπολική ηγεμονία του Κυριάκου Μητσοτάκη και της ΝΔ δεν βρίσκει απέναντί της, έστω και εν σπέρματι, κάποιον ανταγωνιστικό πολιτικό πόλο. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και σήμερα, μετά την αρχόμενη κατάρρευση, βαδίζει προς τις νέες εκλογές ταυτισμένος με το παρελθόν, με το καταναλωτικό μοντέλο, χωρίς τη δυνατότητα μιας κάποιας ριζικής ή θαυματουργής «ανανέωσης».

Εντελώς χαρακτηριστικά, η «ανανεωτική» επιστράτευση των Μαραντζίδη, Αχτσιόγλου και λοιπών προσέκρουσε μετωπικά, πριν καν μπορέσει να ξεκινήσει, στο ζήτημα των μουσουλμάνων βουλευτών της Θράκης, που χαρακτηρίζουν θρασύτατα τη μειονότητα τουρκική.

Και ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να συνδέσει το μέλλον του με τις επιταγές του τουρκικού προξενείου. Ή, να ταυτιστεί και πάλι με τη λογική των «ανοικτών συνόρων», όπως κατέδειξε και η άθλια συμπεριφορά απέναντι στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την τραγική εκατόμβη της Πύλου. 

Και αυτό το έπραξε γιατί διαπνέεται από μια παλιάς κοπής εθνομηδενιστική αντίληψη βαθιά ριζωμένη στο DNA του κόμματος. Αρχικώς, τη θεωρία του «αυτοπροσδιορισμού» της μειονότητας, που μπόρεσε να λειτουργήσει το 2014, με το «κόψιμο» της Σαμπιχά, όχι όμως και σήμερα σε μια στιγμή στοχοποίησης της Θράκης από τον Ερντογάν. 

Ούτε, άλλωστε, μπορεί να γίνει δεκτή μια ρητορική εναντίον της προστασίας των συνόρων, ενώ έχουμε ήδη βιώσει τις τραγικές εμπειρίες των ανοικτών συνόρων του 2015 και της υπεράσπισής τους στον Έβρο, το 2020.

Το ΠΑΣΟΚ, ο ένας από τους δύο βασικούς σχηματισμούς της μεταπολιτευτικής περιόδου μέχρι τις εκλογές του 2009, θα μπορούσε, θεωρητικά, να θέσει υποψηφιότητα για την ανάδειξή του σε σοβαρό αντιπολιτευτικό αντίβαρο. Όμως, αποτυγχάνει παταγωδώς, μια και μοναδικό μέλημα του νέου αρχηγού είναι «να γίνει ΣΥΡΙΖΑ στη θέση του ΣΥΡΙΖΑ», εξ ου και μια κραυγαλέα φρασεολογία μεταπολιτευτικής κοπής.

Εν κατακλείδι: οι δύο ισχυρότερες συσσωματώσεις της αντιπολίτευσης δεν μπορούν, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, να λειτουργήσουν, έστω και δυνητικά, ως εναλλακτικοί πόλοι απέναντι στη Νέα Δημοκρατία. 

Αξίζει να θυμίσουμε και πάλι πως το 1974, απέναντι στην ηγεμονία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου θα ξεκινήσει μια διαδρομή που από το 13% θα το οδηγούσε στο 48% το 1981. Ή ακόμα πως, στη διάρκεια της μνημονιακής κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ θα εκτιναχθεί μέσα σε πέντε ή έξι χρόνια από το 5% στο 36%. 

Στη μία και στην άλλη περίπτωση, υπήρχε κάποιος πολιτικός φορέας που εξελίχθηκε σε δύναμη εξουσίας. Σήμερα, και τα δύο υπολείμματα των άλλοτε κραταιών δυνάμεων της κεντροαριστεράς δείχνουν εντελώς ανίκανα να διαδραματίσουν ανάλογο ρόλο. 

Την ίδια διαπίστωση, επί τα πλείω, μπορούμε να κάνουμε για την πληθώρα των κομμάτων και κομματιδίων της άκρας αριστεράς και της άκρας δεξιάς, άσχετα με το εάν θα βρεθούν εντός ή εκτός Βουλής. 

Το ΚΚΕ πάσχει από αθεράπευτη γεροντική σκλήρυνση, ενώ όλα τα υπόλοιπα σχήματα είναι παντελώς αναξιόπιστα και χωρίς προγραμματικό λόγο ώστε να αποτελέσουν ακόμα και το μικρό σπέρμα μιας αυριανής συγκομιδής.

Η «Ελληνική λύση» ή «η Πλεύση Ελευθερίας» και το «Μέρα25» είναι κόμματα μικροαρχηγικά χωρίς καμία πιθανότητα περαιτέρω εξελίξεως. Τα υπόλοιπα αποτελούν σχηματισμούς αγκιστρωμένους σε μία φονταμενταλιστική μειονοτικότητα: «ορθόδοξη» η «Νίκη», ακροδεξιά οι «Σπαρτιάτες», ακροαριστερή η «Ανταρσύα» και ούτω καθεξής. 

Δηλαδή, η ριζική διαφορά με το 1974 δεν είναι ο μονοπολικός χαρακτήρας του πολιτικού συστήματος αλλά η έλλειψη πολιτικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να μετεξελιχθούν στον δυνητικό, έστω, πολιτικό ανταγωνιστή της Νέας Δημοκρατίας. 

Συνεπώς, η τελευταία, η ΝΔ, για αρκετό καιρό θα έχει αντίπαλο σχεδόν μόνο τον εαυτό της. Συνθήκη που κινδυνεύει τόσο να ενισχύσει την αλαζονεία της εξουσίας όσο και, παραδόξως, να τροφοδοτήσει εσωτερικές διαμάχες, ελλείψει «εξωτερικού» αντιπάλου.

Η ΝΔ, σε ένα μονοπολικό σύστημα, είναι υποχρεωμένη «να εκπροσωπεί ολόκληρη την κοινωνία» - όπερ άτοπο, καθώς σταδιακώς θα αναδειχθούν οι κοινωνικές και οικονομικές αντιπαλότητες.

Στον χώρο της αντιπολίτευσης θα ενισχυθούν οι αποσυνθετικές ή διασπαστικές τάσεις σε αναζήτηση του ελλείποντος εναλλακτικού πόλου. Θα πολλαπλασιαστούν λοιπόν οι κάθε είδους συνομαδώσεις, οι «δεξαμενές σκέψης», τα «φόρουμ διαλόγου» και όλα τα συναφή, στην αναζήτηση νέων συνθέσεων. Όλα αυτά όμως απαιτούν χρόνο, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, και συναφώς η ηγεμονία της Νέας Δημοκρατίας θα μοιάζει για αρκετό καιρό αδιατάρακτη.