Η Μεταπολίτευση: Από το θρίαμβο στα αδιέξοδα

Η Μεταπολίτευση: Από το θρίαμβο στα αδιέξοδα

Η μεταπολιτευτική περίοδος, εξαιτίας της μακράς διάρκειάς της, μπορεί να χωριστεί σε τρεις χρονικά άνισες περιόδους: 1974-1989,1990-2009 και 2009-2019. 

Όταν, το 1974, κατέρρευσε η δικτατορία, το μεγάλο κύμα της αμφισβήτησης που εγκαινιάστηκε στη δεκαετία του 1960 εξακολουθούσε να σαρώνει τον κόσμο. Ο πόλεμος του Βιετνάμ συνεχίζεται, στη Μέση Ανατολή γιγαντώνεται το παλαιστινιακό κίνημα· η πορτογαλική Επανάσταση των Γαρυφάλλων θα συμπέσει με την πτώση της ελληνικής χούντας και, στην Ισπανία, η φρανκική δικτατορία εισέρχεται στον επιθανάτιο ρόγχο της.

Σε όλη τη Δύση αμφισβητούνται οι πατριαρχικές αξίες στην οικογένεια, στη σχέση των δύο φύλων, στην κοινωνικοποίηση της νεολαίας. Η μεγάλη ανατροπή του «απαγορευτικού» καπιταλισμού και η έλευση του «επιτρεπτικού», την οποία σηματοδότησε ο Μάης του 1968, επεκτείνεται σαν πυρκαγιά σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Η μεταπολίτευση στην Ελλάδα, παρότι είχε ως άμεση αιτία μια εθνική καταστροφή στην Κύπρο, εξελίσσεται σε απόλυτη συνάφεια και συντονισμό με αυτό το πνεύμα, και αυτές τις ιδεολογικές προκείμενες. Στην ηγεσία της μεταπολίτευσης βρίσκεται η φοιτητική γενιά του Πολυτεχνείου, η οποία άλλωστε και στελεχώνει όλα τα πολιτικά κόμματα.

Το σύνολο της πολιτικής και πνευματικής ζωής θα στραφεί προς τα αριστερά. Το παλιό «Κέντρο» του Γεωργίου Παπανδρέου θα παραχωρήσει τη θέση του στο ριζοσπαστικό ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα, η παλιά Δεξιά θα αντικατασταθεί από τη νέα αντιδικτατορική κεντροδεξιά του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ομοίως και η κυρίαρχη, ακόμα και στη δεκαετία του 1960, διανόηση της «γενιάς του τριάντα», βενιζελικής πολιτικής ευαισθησίας, θα παραχωρήσει τη θέση της στην «αντιεθνικιστική» αριστερή διανόηση της δεκαετίας του 1970.

Η ανατροπή του «μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς» συνοδεύτηκε από σημαντικές κοινωνικές αλλαγές. Η συμμαχία μισθωτών και μικροϊδιοκτητών του αστικού και του αγροτικού τομέα διεκδικούσε τη διάχυση στο σύνολο της κοινωνίας των οικονομικών πλεονασμάτων της περιόδου της ταχείας ανάπτυξης 1960-1973. Άλλωστε, ο ελληνικός πληθυσμός ήταν ακόμα σχετικά νεανικός, οι συνταξιούχοι το 1980 ήταν μόλις 760.000, και η σχέση εργαζομένων προς συνταξιούχους ήταν 5,16 προς 1. [Το 2020 πλησιάζουν τα 3.000.000, και η σχέση εργαζόμενων/συνταξιούχων έπεσε μόλις στο 1,3/1!]

Παράλληλα, η Ελλάδα διέθετε έναν σχετικά μικρό κρατικό τομέα που δεν επιβάρυνε σε μεγάλο βαθμό την ιδιωτική οικονομία. [Τα μεγέθη των δημοσίων δαπανών ως προς το ΑΕΠ είχαν την ακόλουθη εξέλιξη διαχρονικά: 1960 22,0%, 1980 29,6%, 1990 47,8%, 2009 53%.]

Η ελληνική οικονομία να συνεχίζει να παρουσιάζει, ακόμα και μέχρι το 1980, σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, πάνω από 4% τον χρόνο, ενώ παράλληλα εκδηλώνεται μια γενικότερη τάση προς την «κρατικοποίηση» της οικονομίας. Τάση η οποία αγκάλιαζε το σύνολο των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της χώρας. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, η ηγεμονική τότε «Νέα Δημοκρατία» του Κωνσταντίνου Καραμανλή (είχε αποσπάσει το 53,4% των ψήφων το 1974 και το 42% το 1977), θα προσφύγει στις κρατικοποιήσεις, σε τέτοια κλίμακα ώστε θα κατηγορηθεί ακόμα και για «σοσιαλμανία».

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ

Κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, το ΠΑΣΟΚ εμφανίστηκε ως επικεφαλής μιας ισχυρής κοινωνικής συμμαχίας των «μικρομεσαίων», δηλαδή των λαϊκών, εργατικών και αγροτικών τάξεων, καθώς και ενός μεγάλου μέρους των κατώτερων μεσαίων βιοτεχνικών και εμπορικών στρωμάτων. Έτσι, θα αποσπάσει το 48% των ψήφων, το 1981, και το 45,8% το 1985. Κοινωνική συμμαχία που διεκδικούσε «ισονομία», ενίσχυση των εισοδημάτων και πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό.

Και πράγματι, το κράτος αποτελούσε μέχρι τότε φέουδο των νικητών του εμφυλίου. Όμως η άρση των αποκλεισμών θα συνοδευτεί από τη συνακόλουθη διόγκωση του κρατικού μηχανισμού ο οποίος, από 300.000 άτομα στα 1980, και 7-8% του ενεργού πληθυσμού, θα περάσει στις 600.000 δέκα χρόνια αργότερα, για να ξεπεράσει το εκατομμύριο στη δεκαετία του 2000 και το 23% του ενεργού πληθυσμού.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου, προέβη σε μια πρωτότυπη και τελεσφόρα ιδεολογική και πολιτική σύνθεση και συνέδεσε το αίτημα για ανανέωση των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών με εκείνο της απόρριψης της ξένης εξάρτησης: «σοσιαλισμός» και «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες».

Ταυτόχρονα, εγκαταλείποντας τον εργατίστικο λόγο της Αριστεράς, εντόπισε την ελληνική ιδιαιτερότητα με το μεγάλο βάρος της μικροϊδιοκτησίας και των μικροαστικών στρωμάτων, προτείνοντας μια «συμμαχία αγροτών, εργατών και μικρομεσαίων». 

Ωστόσο η μεταβολή ενός σημαντικού μέρους των «μη προνομιούχων» Ελλήνων σε νομενκλατούρα του κράτους θα διογκώσει τους κρατικούς μηχανισμούς, συρρικνώνοντας τις παραγωγικές δομές της χώρας· τελικώς, θα δημιουργήσει ένα σπάταλο κοινωνικό κράτος στηριζόμενος στον εξωτερικό δανεισμό.

Το μοντέλο ΠΑΣΟΚ εισήλθε σε κρίση ήδη από το 1985, καθώς διογκώνει το κράτος, χωρίς να το μετατρέψει σε επιτελικό όργανο για μια αυτόκεντρη οικονομική ανάπτυξη. Η υφή του κράτους δεν μεταβάλλεται από πελατειακό σε αναπτυξιακό, με αποτέλεσμα ο εξισωτισμός να καταλήγει σε ένα σπάταλο πελατειακό κράτος. Συνέπεια αυτού ήταν, όπως έχει προσφυώς διατυπωθεί, έστω και καθ’ υπερβολήν, ότι «η μόνη κοινωνικοποίηση την οποία έφερε επιτυχώς εις πέρας το ΠΑΣΟΚ ήταν η κοινωνικοποίηση της διαφθοράς».

Συναφώς, κατά τη δεκαετία του 1980, οι δημόσιες δαπάνες θα εκτιναχθούν από το 29% στο 49% του ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος θα τριπλασιαστεί από το 28%, το 1980, στο 89% το 1990.

Ως συνέπεια αυτών των εξελίξεων, η ελληνική οικονομία αρχίζει να εξαρτάται όλο και πιο παρασιτικά από την Ευρώπη: αυξανόμενο έλλειμμα από την αύξηση των εισαγωγών βιομηχανικών αλλά και αγροτικών προϊόντων, εξαιτίας και της κατάργησης των δασμών· αποβιομηχάνιση, μια και η ελληνική βιομηχανία δεν κατόρθωσε να αναβαθμιστεί τεχνολογικά· αυξανόμενες εισροές πόρων και εξάρτηση από την ΕΟΚ/ΕΕ.

Ο παρασιτικός εκσυγχρονισμός

Έτσι την περίοδο 1989/1993, το μεταπολιτευτικό σύστημα έμοιαζε έτοιμο να καταρρεύσει αποκαλύπτοντας τις εγγενείς αδυναμίες ενός μοντέλου το οποίο είχε περάσει, με αστρονομική ταχύτητα, από το «αποταμιευτικό» πρότυπο της δεκαετίας του 1960/1970 στο καταναλωτικό των αρχών της δεκαετίας του 1990, και από το συλλογικό σύστημα αξιών της δεκαετίας του 1960 στο ατομικιστικό, και ηδονοθηρικό του 1992. 

Στην ανάδυση μιας νέας αποϊδεολογικοποιημένης εποχής θα συμβάλουν καθοριστικά η αποσύνθεση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, το 1989-91, η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και η φυγή της Κίνας προς τον «σοσιαλιστικό υπερκαπιταλισμό». Στη Δύση θα αναδυθεί ένα νέο οικονομικό μοντέλο, εκείνο της μονοπολικής «παγκοσμιοποίησης», με τη «εξαγωγή» της βιομηχανικής παραγωγής και την εισαγωγή φθηνών καταναλωτικών προϊόντων και μεταναστών, ενώ οι χώρες του «Κέντρου» θα επενδύουν στην υψηλή τεχνολογία και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Μετά την ένταξη στην ΕΕ και στην ευρωζώνη, η Ελλάδα δεν θα ακολουθήσει μια στρατηγική επενδύσεων υψηλής τεχνολογίας, αλλά αντίθετα, τα ευρωπαϊκά προγράμματα καταβροχθίστηκαν από τους επιτήδειους, η δε εισροή ανειδίκευτου, φτηνού εργατικού δυναμικού συνέβαλε στην περαιτέρω υποβάθμιση του τεχνολογικού επιπέδου της παραγωγής.

Σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει η φούσκα του χρηματιστηρίου, κατά την οποία χάθηκαν τρισεκατομμύρια δραχμές. 

Η ελληνική οικονομία θα μεταβληθεί σε οικονομία «υπηρεσιών». (Το 2008, το ναυτιλιακό συνάλλαγμα ανερχόταν σε 18 δις ευρώ, το τουριστικό έφθανε τα 17 δις και οι εξαγωγές μόλις τα 16 δις – το ένα τέταρτο των εισαγωγών). Ωστόσο, το ίδιο έτος, η Ελλάδα θα καμαρώνει ότι είχε μεταβληθεί σε πλούσια χώρα, διαθέτοντας το 94% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ΕΕ των 27, ενώ η Πραγματική Ατομική Κατανάλωση (ΠΑΚ) αντιστοιχούσε στο… 104% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Παράλληλα, θα εγκαταλειφθεί η πολιτική της αντιμετώπισης της Τουρκίας στο Αιγαίο και η οικονομική και στρατιωτική (ενιαίο αμυντικό δόγμα Ελλάδας-Κύπρου) στήριξη της Κύπρου. 

Μετά την υποχώρηση των Ιμίων (Ιανουάριος 1996), η Ελλάδα θα αναγνωρίσει, στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, το 1997, τα «νόμιμα και ζωτικά» συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο· θα άρει το βέτο για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ · τέλος, θα δεχτεί ακόμα και την ουσιαστική παραχώρηση της Κύπρου στην Τουρκία, με την προώθηση του Σχεδίου Ανάν – η οποία θα αποφευχθεί in extremis από την αντίδραση του προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου και των Ελλήνων της Κύπρου. 

Από τον αντι-ιμπεριαλισμό στον μηδενισμό

Οι γενιές που ενηλικιώθηκαν στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας συνέδεαν εν πολλοίς το έθνος με τη χουντική εθνοκαπηλία· έμαθαν να βλέπουν τη γλωσσική διαχρονία μέσα από τη γλώσσα του Γεωργίου Παπαδόπουλου· να απεχθάνονται τον στρατό μέσα από την οδυνηρή εμπειρία της επιστράτευσης του 1974· να αντιμετωπίζουν τη σχέση ελληνισμού-χριστιανισμού μέσα από τις ευσεβιστικές οργανώσεις του Παττακού. Τέλος, στην κυπριακή τραγωδία θα δουν μόνο το πραξικόπημα του Ιωαννίδη.

Ολόκληρη η μεταπολιτευτική περίοδος σφραγίστηκε ιδεολογικά από έναν ισχυρό αντιεθνικισμό, ο οποίος αρχικώς διατηρούσε ακόμα κάποια στοιχεία πατριωτισμού, αλλά στη νέα ιστορική περίοδο, μετά το 1996, ο μεταπολιτευτικός αντιεθνικισμός θα μετασχηματιστεί σε εθνομηδενισμό, δηλαδή σε απόρριψη της εθνικής ταυτότητας. Κομβικό ρόλο σε αυτή τη μετατόπιση θα διαδραματίσουν οι διανοούμενοι της Αριστεράς . 

Στα πλαίσια ενός καταθλιπτικού εγωτισμού, οι μεν αμοραλιστές «φιλελεύθεροι» θα αποσυνθέτουν εν τοις πράγμασι, στην οικονομία και την κοινωνία, τις συλλογικές ταυτότητες των Ελλήνων, η δε Αριστερά θα αναλάβει το ιδεολογικό ήμισυ του έργου, εξαλείφοντας κάθε έννοια συλλογικού υποκειμένου, εθνικού ή κοινωνικού.

Αποκορύφωμα αυτής της μηδενιστικής λογικής υπήρξε και ο Δεκέμβρης του 2008, ένα «κίνημα» χωρίς στόχο, που μετασχημάτισε τον διάχυτο ατομικισμό της νεολαίας σε πολιτικό μηδενισμό.

Το τέλος μιας ιστορικής εποχής, ένα νέο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο

Όταν λοιπόν ήρθε η παγκόσμια κρίση, η Ελλάδα βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστη. Άλλωστε, η αποδόμηση του μοντέλου επιδεινώθηκε δραματικά και από τον τρόπο που διαχειρίστηκε την κρίση ένα ανάξιο πολιτικό προσωπικό (βλέπε ΓΑΠ και ΣΥΡΙΖΑ) αλλά και από την αναλγησία των Ευρωπαίων εταίρων (Σόιμπλε).

Τελικώς, κατά την περίοδο 2009-2017, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα σημείωσε πτώση κατά 33,7%, ο ενεργός πληθυσμός μειώθηκε κατά 20% και ο αριθμός των δημοσίων υπάλληλων μειώθηκε κατά 30-35% (από 1.050.000 περίπου σε 700.000). Εκατοντάδες χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις έκλεισαν και μεγάλο μέρος του ελληνικού πλούτου μεταφέρθηκε σε ξένα χέρια: τα αεροδρόμια, τα λιμάνια, οι τράπεζες, τα μεγάλα ξενοδοχεία κ.λπ.  

Θα πραγματοποιηθεί μια βίαιη εκπρολεταριοποίηση των μεσαίων στρωμάτων, τα οποία, μέχρι το 2012, θα ελπίζουν ακόμα σε μία θαυματουργή «επιστροφή» στις παλιές καλές μέρες. Όσο για τα κεφάλαια και τις καταθέσεις, θα διαφύγουν μαζικά στο εξωτερικό…, μαζί με την πλειοψηφία των γόνων των ανώτερων μεσαίων και των αστικών στρωμάτων.

Στο πολιτικό πεδίο, την αδιέξοδη υπερδραστηριότητα των πρώτων χρόνων της κρίσης θα αντικαταστήσει η «ανάθεση» σε κάποια συχνά νεοπαγή πολιτικά σχήματα, και κατ’ εξοχήν στον «έτοιμο από καιρό» Αλέξη Τσίπρα. Μετά δε το ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, στο «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο θα ακολουθήσει μια γενικευμένη κατάθλιψη και μια αναζωογόνηση της κεντροδεξιάς υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη.  

Καθώς το μοντέλο της παρασιτικής ενσωμάτωσης στη διεθνή οικονομία αποδείχτηκε μη βιώσιμο, θα πρέπει να αντικατασταθεί από ένα μοντέλο ενδογενούς παραγωγικής ανασυγκρότησης με εξωστρεφή χαρακτήρα, με παράλληλη ενίσχυση του κρατικού προγραμματισμού και της κατευθυντικότητας. Και οπωσδήποτε η ενίσχυση των τομέων της αμυντικής βιομηχανίας, των ναυπηγείων και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα μπορούσε να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στην τεχνολογική αναβάθμιση του συνόλου της οικονομίας, όπως έκαναν το Ισραήλ και η… Τουρκία.

Αποφασιστική σημασία θα μπορούσε να προσλάβει ο μετασχηματισμός του τουρισμού προς την κατεύθυνση μιας πολιτισμικής «βιομηχανίας». Έχω αναφερθεί συχνά στην ανάγκη ενός κέντρου αριστοτελικών σπουδών στα Στάγειρα ή πλατωνικών σπουδών στην Ακαδημία Πλάτωνος, μιας Ιατρικής Ακαδημίας στην Κω, μιας Ορθόδοξης Ακαδημίας στη Θεσσαλονίκη, ενός διεθνούς Πανεπιστημίου ελληνικών σπουδών κ.λπ. κ.λπ. 

Αποφασιστικής σημασίας για το οποιοδήποτε μέλλον του ελληνικού έθνους συνιστά το δημογραφικό ζήτημα. Με την κατάρρευση των γεννήσεων (οι θάνατοι το 2022 ξεπέρασαν κατά 70 χιλιάδες τις γεννήσεις), η οποιαδήποτε ανάταξη απειλείται δραματικά από τη δημογραφική συρρίκνωση.

Έχει άραγε τις δυνάμεις να το πράξει η ελληνική κοινωνία και διαθέτει τις πολιτικές και πνευματικές ελίτ που απαιτούνται; Εξαιρετικά δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο.

Η σημερινή Ελλάδα, υπερβαίνοντας το μετεμφυλιακό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο που οδηγήθηκε σε καθολικό αδιέξοδο, θα χρειαζόταν να «επιστρέψει» στο πρότυπο που είχε αναδείξει η γενιά του ’30, μετά την Καταστροφή του 1922 και κατέστρεψε η Κατοχή και ο Εμφύλιος, εκείνο μιας θαρραλέας και καθόλου συμπλεγματικής συνάντησης με το παγκόσμιο και το ευρωπαϊκό, επιστρατεύοντας τις εσωτερικές δυνάμεις και την παράδοση του ελληνισμού.

Παράγοντας επί τέλους αυτό που ονειρευόταν ο Γιώργος Σεφέρης μπροστά σε έναν πίνακα του Θεοτοκόπουλου, έναν «ελληνικό ελληνισμό», έστω και ως κύκνειο άσμα. Είναι πλέον εφικτό κάτι τέτοιο;