Η σιωπή των αμνών
Shutterstock
Shutterstock

Η σιωπή των αμνών

Συνήθως έβγαιναν στα συστημικά ΜΜΕ και κατήγγειλαν το σύστημα, έγραφαν τραγούδια στοχοποιώντας πολιτικούς αντιπάλους και τις οικογένειές τους, χρησιμοποιώντας βωμολοχίες. Κάποιοι άλλοι έγραφαν ολόκληρες ποιητικές συλλογές, φιλοδοξώντας να εκφράσουν πρώτα τη «γενιά της κρίσης» κι ύστερα την «αριστερή ποιητική μελαγχολία». Διάφοροι έγραφαν σπαραξικάρδια διηγήματα για τη φτώχεια και την ανέχεια των μνημονίων και στη συνέχεια τα έβλεπαν τυπωμένα σε συλλογικές που εκδόθηκαν με χορηγίες χρεοκοπημένων δημόσιων οργανισμών την εποχή όταν «η αξιοπρέπεια είχε επιστρέψει στη χώρα», δηλαδή όταν ανέλαβε τη διακυβέρνησή της ο ΣΥΡΙΖΑ με τον Καμμένο. Υπήρξαν, βέβαια, κι εκεί που έκαναν πράξη τη φράση του παλιού, ελληνικού κινηματογράφου «κάπου να τρουπώσω» και καταθέτοντας αμφίβολης ποιότητας διδακτορικά, σήμερα αποτελούν τον «ανθό» της αριστερής, ακαδημαϊκής σκέψης στη χώρα μας. 

Τα παραδείγματα άπειρα και θα χρειαζόταν χιλιάδες σελίδες για να καταγραφούν απλά. Ως εικόνα, όμως, μπορούμε να κρατήσουμε ένα ζευγάρι χέρια μέσα σε κόκκινα πλαστικά γάντια στο Σύνταγμα. 

Ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής, ούτως ειπείν, διανόησης μετά το 1974 ανήκε και ανήκει στην αριστερά. Αυτοί καθόριζαν τον «κανόνα» στις τέχνες και στα γράμματα. Μοναδική προϋπόθεση ένταξης στον «κανόνα» ήταν η πίστη στην ιδεολογία, ανεξάρτητα από το κόμμα της αριστεράς στο οποίο εντάσσονταν οι φιλόδοξοι εκείνοι καλλιτέχνες και επιστήμονες που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο και να τον κάνουν καλύτερο. 

Όταν τους ρωτούσες πώς θα είναι αυτός ο κόσμος κι άρχισαν να σου τον περιγράφουν, αμέσως διαπίστωνες πως τα ιδανικά τους είναι εκείνα που προκάλεσαν την ανθρωπιστική τραγωδία των Γκουλάγκ και που δικαιολογούσαν κάθε τύραννο που πέρασε από αυτόν τον πλανήτη κατά τον 20ο και 21ο αιώνα. Λεπτομέρειες θα μου πείτε. Θα συμφωνήσω προσθέτοντας: σημαντικές και αποκαλυπτικές του ευαγγελιζόμενου ανθρωπισμού τους. 

Όλοι αυτοί την τελευταία δεκαπενταετία ήταν η αιχμή του δόρατος του φουσκωμένου κύματος του εθνολαϊκισμού και του ανορθολογισμού στη χώρα. Υποστήριξαν το μεγαλύτερο αντικοινοβουλευτικό και άρα αντιδημοκρατικό φαινόμενο της νεότερης ιστορίας, τους αγανακτισμένους. Πρωτοστάτησαν σε δηλώσεις που αμφισβητούσαν τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της χώρας, τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ενθάρρυναν κάθε τυχοδιώκτη που έτρεχε να συνάψει συμμαχίες με δικτάτορες της Λατινικής Αμερικής, τους μουλάδες του Ιράν ή να καλοπιάσουν τον τύραννο Πούτιν να τους δανείσει χαρτί για να τυπώσουν τις «ανεξάρτητες και υπερήφανες δραχμές» τους.

Συμπορεύτηκαν, άλλοι κρυφά και άλλοι φανερά με τους αντιεμβολιαστές, προσπαθώντας να υπονομεύσουν την υγειονομική ασφάλεια της κοινωνίας. Ορισμένοι διακρίθηκαν για τη δυσανεξία και την εχθροπάθειά τους απέναντι σε όλους και όλα που δεν ταίριαζαν με το μοντέλο ζωής και σκέψης που είχαν στο μυαλό τους. Χωρίς καν να ντρέπονται. 

Το έκαναν ως επικεφαλής διαδηλώσεων για να τους δείξουν στα δελτία ειδήσεων στην «πρώτη γραμμή του αγώνα», μιλώντας σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές, διοργανώνοντας συναυλίες για «χορεύουν οι αγορές με τα νταούλια μας» ή για «να σώσουν το νερό». 

Ξεχώριζαν πάντα, άλλοτε ως 600 κι άλλοτε ως 800 «πνευματικοί άνθρωποι των γραμμάτωνε και των τεχνώνε», οι οποίοι υπέγραφαν διάφορα κείμενα κατά του συστήματος, των κακών ξένων, των μνημονίων, των εμβολίων κ.λπ. 

Γενικά, μιλούσαν, μιλούσαν πολύ και φώναζαν δυνατά. Για να τους δει το κοινό, μα κυρίως το κόμμα. Για να δείξουν την αταλάντευτη πίστη τους στην ιδεολογία και να αναγνωρίσουν την παντοδυναμία του κομματικού ιερατείου, τη μοναδική δύναμη ανάδειξης, καταξίωσης, αλλά και εξοστρακισμού από τη δημόσια σφαίρα

Όλοι αυτοί εδώ και μερικές εβδομάδες έπαθαν αφωνία, παραμένουν άλαλοι, λες και κάποιος τους στέρησε το χάρισμα της ομιλίας. Παρακολουθούν από μακριά την ιλαροτραγωδία του κόμματος που υπερασπίζονταν με τόση ζέση και πάθος και σιωπούν. Σιωπούν, γιατί στεναχωριούνται με αυτά που βλέπουν; Μήπως συνειδητοποίησαν πως όσο αυτοί εκμεταλλεύονταν το κόμμα για να βρουν κοινό, το κόμμα τους εκμεταλλευόταν για να περάσει τη γραμμή του στις μάζες; 

Η απάντηση είναι όχι. Απλά περιμένουν να δουν πού θα κάτσει η μπίλια του εσωκομματικού πολέμου, για να ταχθούν με τη μεριά του νικητή ή έστω εκείνου που εγγυάται πως η ιδεολογία - πίστη, την οποία διακονούσαν με το ζήλο του νεοφώτιστου θα συνεχίσει να υπάρχει ως σημείο στήριξης, αλλά και υποστήριξης της προσωπικής τους σταδιοδρομίας. 

Συμπεριφέρονται σαν πονηροί αμνοί που θέλουν να ξεφύγουν από τον κακό λύκο του κομματικού παραμυθιού και να γλιτώσουν δια της σιωπής. Και επειδή πάντα είχαν την ανάγκη να καταταγούν σε μια «γενιά», μία «σχολή», ένα «ρεύμα», τώρα θα πρέπει να εκμεταλλευτούν μία μοναδική ευκαιρία: να τους κατατάξει η ιστορία στη γενιά της σιωπής των διανοούμενων κομματικών αμνών.