Η προεκλογική τοξικότητα απειλεί την οικονομία

Η προεκλογική τοξικότητα απειλεί την οικονομία

Κράτος χωρίς προϋπολογισμό δεν υφίσταται. Τα κόμματα «ειρήνευαν» πάντα προκειμένου να ψηφιστεί. Ακόμη και σε πολύ ταραγμένες στιγμές, όπως το αδιέξοδο που προκάλεσαν το σκάνδαλο Κοσκωτά και ο εκλογικός νόμος Ανδρέα Παπανδρέου το φθινόπωρο-χειμώνα 1989-1990, η «παραίτηση» Γιώργου Παπανδρέου το φθινόπωρο 2011 και ο εκβιασμός Τσίπρα μετά το πραξικοπηματικό δημοψήφισμα για το τρίτο μνημόνιο. Διαφορετικά το δημόσιο ταμείο δεν μπορεί να εισπράξει φόρους και τα υπουργεία δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν δαπάνες.

Σε κανονικές περιόδους, η κυβέρνηση δεσμεύεται για τις φορολογικές επιλογές της, δηλαδή ποιες μειώσεις φόρων (όπως γίνεται σήμερα) ή ποιες αυξήσεις φόρων (όπως γινόταν στην προηγούμενη περίοδο) θα γίνουν. Δεσμεύει επίσης τη χρήση των πόρων που αφαιρεί από πολίτες και επιχειρήσεις προκειμένου να καλύψει απαραίτητες ή πρόσθετες δαπάνες: μισθοί, συντάξεις, λειτουργικά, υγείας και παιδείας, άμυνας και ασφάλειας αλλά και εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Από όλα αυτά προκύπτει το έλλειμμα ή το πλεόνασμα άρα και τα πρόσθετα δανεικά που θα χρειαστούμε ή, αντιστρόφως, η ελευθερία που αποκτούμε στη διαχείριση του γιγάντιου χρέους.

Υπενθυμίζω ότι το κράτος έκλεινε τους εκάστοτε προϋπολογισμούς με έλλειμμα επί δεκαετίες μέχρι και το 2015 και ξανά το 2020 και 2021, αλλά λόγω της πανδημίας. Πλεόνασμα πέτυχε στην τετραετία 2016-2020 με πολύ βαρείς φόρους και με τίμημα την ύφεση και στοχεύει να το επιτύχει πάλι του χρόνου, αλλά χωρίς ύφεση και με πολύ σημαντικές μειώσεις φόρων.

Άρα, το πρώτο και πολύ σημαντικό, είναι ότι ο τελευταίος προϋπολογισμός Μητσοτάκη στοχεύει στην ευνοϊκή δημοσιονομική ουδετερότητα. Όχι, νέους φόρους, ώστε το κράτος να ανασχέσει τη μεταφερόμενη από την Ευρώπη ύφεση, αύξηση των συντάξεων (μετά από πολλά χρόνια), σημαντικές επιδοτήσεις, ώστε να μειώσει το βάρος της ενεργειακής ακρίβειας και αυξημένα επιδόματα, ώστε να υποστηρίζει οικονομικά τους πλέον αδύναμους συμπολίτες.

Τούτων δοθέντων, ο προϋπολογισμός θέτει δύο άυλους μεν αλλά στρατηγικά σπουδαίους στόχους, απολύτως συνδεδεμένους στόχους. Ο κύριος είναι να διατηρηθεί και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη. Εσωτερική, από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, που δεν θα φοβούνται έκτακτους φόρους ή δημοσιονομικό εκτροχιασμό. 

Όμως, η εμπιστοσύνη στο εξωτερικό είναι, στην παρούσα συγκυρία, σημαντικότερη. Έχουμε δύο δείκτες για να γνωρίζουμε αν καταφέρνουμε αυτόν τον στόχο.

Ο ένας είναι οι επενδύσεις, διεθνείς ή σε συνεργασία με ελληνικές επιχειρήσεις. Ο άλλος είναι η ανάκτηση της αρχικής επενδυτικής βαθμίδας, όπως συνήθως αποκαλείται, ώστε να ξεπεραστεί, πρακτικά και ουσιαστικά, η κρίση χρέους του 2010. Αν και οι ρεαλιστικές εκτιμήσεις βλέπουν το σημαντικό αυτό βήμα να επιτυγχάνεται στο δεύτερο εξάμηνο του ’23, μπορούμε καλύτερα.

Η συναινετική πολιτική στη διαχείριση του δημόσιου χρέους, η αυστηρή τήρηση των δημοσιονομικών στόχων του προϋπολογισμού κυρίως όμως η ήπια προεκλογική μάχη θα κρίνουν την έκβαση αυτής της, αυτονοήτως κρίσιμης, προσπάθειας. Ως προς το πρώτο υπάρχει διακομματική συμφωνία.

Για το δεύτερο, οι αγορές εμπιστεύονται την κυβέρνηση Μητσοτάκη, σήμερα αλλά και αύριο. Το τρίτο όμως δεν είναι καθόλου σίγουρο, εκτός αν ο κ. Τσίπρας εγκαταλείψει τακτικές του 2008-2015. Μάλλον, απίθανο, αφού αυτές ξέρει και με αυτές ανέβηκε τα σκαλιά της (κυβερνητικής) εξουσίας. Άντε και με την υποστήριξη του ευρωπαϊκού και μερίδας του ντόπιου κατεστημένου.

Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου είναι δημοσιογράφος και βουλευτής (Β3 Αθηνών, Νότιος τομέας)