Μ. Βορίδης για διαγραφή Σαλμά: Από ένα σημείο και μετά, σε γνώση του επαναλάμβανε συκοφαντικούς ισχυρισμούς
Eurokinissi
Eurokinissi

Μ. Βορίδης για διαγραφή Σαλμά: Από ένα σημείο και μετά, σε γνώση του επαναλάμβανε συκοφαντικούς ισχυρισμούς

Με αφορμή ερώτημα για το εάν υπάρχει εσωκομματική αντιπολίτευση στη ΝΔ ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης επανέλαβε ότι έχουν κατατεθεί 5.000 ερωτήσεις από τους βουλευτές της συμπολίτευσης στην τετραετία.

«Ενόχλησε η λεγόμενη αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά και η παράβαση των κανόνων δεοντολογίας»

Η ερώτηση των έντεκα βουλευτών είναι, εξάλλου, «πλήρως διαχωρισμένη» από το θέμα με το διαγραφέντα βουλευτή Μάριο Σαλμά, δεν έχει «καμία σχέση». Άλλωστε, δύο εκ των έντεκα βουλευτών συμμετείχαν και στην επιτροπή δεοντολογίας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, που έκρινε το βουλευτή Αιτωλοακαρνανίας, συμπλήρωσε σε δηλώσεις του στον ΣΚΑΪ.

Εν τέλει, «ενόχλησε πρωτίστως - και κυρίως και γι' αυτό ελέγχθηκε - η λεγόμενη αντικοινοβουλευτική συμπεριφορά και η παράβαση των κανόνων δεοντολογίας». Στο σημείο αυτό, ο Μ. Βορίδης παρέθεσε γεγονότα, όπως ότι στην κοινοβουλευτική ερώτησή του ο Μ. Σαλμάς δεν έκρινε σκόπιμο να κάνει δευτερολογία, επίσης ότι του δόθηκαν τα έγγραφα που ζήτησε, δια της κοινοβουλευτικής οδού. Και, στο δια ταύτα, η «σκανδαλώδης», κατά τον κ. Σαλμά, σύμβαση «έχει κριθεί στα διοικητικά δικαστήρια και κρίθηκε νόμιμη».

Ενώ, λοιπόν, έχουν προηγηθεί όλα αυτά, «το να επανέρχεσαι στο θέμα με βαρύτατους χαρακτηρισμούς, η εξωτερίκευση αυτής της συμπεριφοράς είναι αυτή που οδηγεί στην αποπομπή». Σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, «ο κ. Σαλμάς, από ένα σημείο και μετά, σε γνώση του επαναλάμβανε συκοφαντικούς ισχυρισμούς. Δεν μπορείς να λες για μια κριθείσα υπόθεση ότι είναι σκάνδαλο», ήταν το συμπέρασμά του.

«Αντίπαλος της κυβέρνησης τα προβλήματα»

Σε ερώτημα για το τοπίο στα δεξιά του κυβερνώντος κόμματος, αφού σημείωσε ότι «η Νέα Δημοκρατία απευθύνεται στο σύνολο των Ελλήνων πολιτών και διεκδικεί την ψήφο τους, και το κάνει με την πολιτική της και τη στάση της», εξειδίκευσε με επιμέρους θέματα της λεγόμενης «δεξιάς ατζέντας». Στο μεταναστευτικό επί παραδείγματι, «όταν εμείς πήραμε την κατάσταση (σ.σ. από την προηγούμενη κυβέρνηση) με 130 κέντρα υποδοχής και αυτή τη στιγμή είναι 30, όταν την πήραμε με 120.000 μετανάστες και σήμερα είναι 30.000, αυτό δεν αρέσει ως διαχείριση; Όταν φτιάχνουμε το φράχτη, δεν αρέσει ως διαχείριση;», ήταν τα ερωτήματα που έθεσε ο Μ. Βορίδης, ο οποίος επανέλαβε ότι τα προβλήματα είναι ο αντίπαλος της κυβέρνησης και μάλιστα «τα προβλήματα της νέας φάσης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας». Τέτοια προβλήματα είναι η εύρεση εργατικών χεριών, η ακρίβεια, ανέφερε, προσθέτοντας ότι, σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση δεν είναι χειρότερη, αντιθέτως είναι καλύτερη σε σχέση με πριν.

Στο ερώτημα δε, αν η κυβέρνηση, το υπουργείο Οικονομικών ακολουθεί σφικτή οικονομική πολιτική, επιχειρηματολόγησε λέγοντας: «Έχουμε δεσμεύσεις που πηγάζουν από τη γενικότερη παρουσία μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, άρα έχουμε στόχους για τα δημοσιονομικά πλεονάσματα και όρια στην αύξηση των δημοσίων δαπανών».

«Δεν υπάρχει πια η γενιά των 500 ευρώ»

Όμως, συμπλήρωσε, ο πολίτης λαμβάνει από τη μεγέθυνση της οικονομίας, από τις 400.000 νέες θέσεις εργασίας». Άλλωστε, προσέθεσε, «πάντα υπήρχαν νοικοκυριά που πιέζονταν. Το πρώτο ερώτημα είναι αυτά τα νοικοκυριά που πιέζονται τώρα, είναι περισσότερα ή λιγότερα; Και, αυτά που πιέζονται τώρα, πιέζονται περισσότερο ή λιγότερο;», διερωτήθηκε και έκλεισε την απάντησή του ως εξής:

«Κάποτε λέγαμε για τη γενιά των 500 ευρώ, δεν υπάρχει πια η γενιά αυτή. Τώρα, είναι η γενιά των 850 ευρώ. Θυμάστε ότι είχαμε κάποτε 23% ανεργία; Πάρα πολλοί άνθρωποι έπαιρναν 450 ευρώ επίδομα ανεργίας. Από αυτούς 400.000 άνθρωποι βρήκαν δουλειά. Αν βρήκαν δουλειά με τον κατώτατο μισθό, το εισόδημά τους από 450 ευρώ, έγινε 850 ευρώ. Δεν λέω ότι με τα 850 ευρώ είσαι πλούσιος. Εξακολουθείς να είσαι σε μια δύσκολη συνθήκη. Είσαι σε μια λιγότερο δύσκολη συνθήκη».

Και, εν κατακλείδι, «ακούω την κατηγορία ότι δεν κάνουμε πολιτικές για τους πολλούς, αλλά πολιτικές για τους λίγους. Οι 400.000 θέσεις εργασίας ήταν για τους λίγους;»