Μετά το ρίσκο για τη δημόσια υγεία θέλει να ρισκάρει και την οικονομία

Μετά το ρίσκο για τη δημόσια υγεία θέλει να ρισκάρει και την οικονομία

Το πρώτο εξάμηνο του 2015 ο Αλέξης Τσίπρας έπαιξε την Ελλάδα στα ζάρια με μια πολιτική στην οικονομία που χάραξε από κοινού με τον αποσυνάγωγο σήμερα θιασώτη της θεωρίας των παιγνίων, Γιάνη Βαρουφάκη. Όταν οι αυταπάτες τελείωσαν, οι πολίτες ένιωσαν το μακρύ χέρι της κυβερνώσας αριστεράς που αφαίμαξε τη μεσαία τάξη, μείωσε συντάξεις και έκοψε μέχρι και το ΕΚΑΣ υπερφορολογώντας τα πάντα στο πλαίσιο του μνημονίου που έφερε στη χώρα. Τώρα εν μέσω της κρίσης της πανδημίας επανέρχεται στην ίδια λογική τάζοντας και πλειοδοτώντας σε μέτρα και επιδόματα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση, όπως και ως κυβέρνηση, έχει δώσει πλεόν τα διαπιστευτήριά του. Υποσχέσεις και λεφτά με ουρά σε όλους που μετατρέπονται σε φόρους και σκληρά μέτρα όταν καλείται να εφαρμόσει την πολιτική του στην πράξη.

Το ίδιο πράττει και τώρα, εν μέσω της κρίσης της πανδημίας επιχειρώντας να πλειοδοτήσει σε μια πολιτικής παροχών που ικανοποιούν τα αιτήματα όλων των φορέων που πλήττονται από τα lockdown και την παγκόσμια ύφεση που κάνει την εμφάνισή της.

Ο Αλέξης Τσίπρας είναι έτοιμος να… ρισκάρει την επομενη ημέρα της χώρας και το μέλλον της καλώντας την κυβέρνηση να πάρει εμπροσθοβαρή μέτρα για τη στήριξη της οικονομίας. Τι εννοεί; να ανοίξουν τα ταμεία και σε αυτά να προστεθούν και τα 32 δισ. Ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης και αντί για επενδύσεις και δημιουργία θέσεων εργασία να διατεθούν σε μια επιδοματική πολιτική.

Τις προθέσεις του ανέφερε στη συνέντευξη στον Alpha όπου δεν μίλησε οικονομικά αλλά απλά για να καταλάβει ο κόσμος:

«Οι λύσεις, για να είναι βέλτιστες λύσεις, πρέπει να γίνεται μια μελέτη ώστε να μην υπάρχει μεγαλύτερη ζημιά για το δημόσιο από αυτή που ούτως ή άλλως όμως θα έχει, στον βαθμό που επιχειρήσεις βάλουν λουκέτο και δε βρουν να αποπληρώσουν. Άρα λοιπόν, εμείς έχοντας προφανώς αυτές τις μελέτες και έχοντας προφανώς αυτή την ανάλυση σε βάθος, θα επιχειρήσουμε να καταθέσουμε μια πρόταση, η οποία σε κάθε περίπτωση, θα είναι επωφελής και για τους ιδιώτες που θα μπορέσουν να ανασάνουν και να διατηρήσουν εν ζωή της επιχειρήσεις τους αλλά και για το Ελληνικό Δημόσιο».

Και συνέχισε: «Θεωρώ ότι ένα από τα κρίσιμα ζητήματα για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας είναι το ζήτημα του ιδιωτικού χρέους. Όπως επίσης θεωρώ και εδώ ενδεχομένως να μπούμε σε μια βαθύτερη συζήτηση, ότι ένα από τα κρίσιμα ζητήματα για την επόμενη μέρα της ευρωπαϊκής οικονομίας συνολικά, είναι το δημόσιο χρέος. Θα ξαναμπεί στο τραπέζι το δημόσιο χρέος».

Για να επισημάνει ότι «η βασική κριτική που κάναμε στην ελληνική κυβέρνηση είναι ότι δεν στήριξε εμπροσθοβαρώς επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Γιατί κάναμε αυτή την κριτική; Πολύ σύντομα -δεν θα μιλήσω με οικονομικούς όρους που δεν καταλαβαίνει ο κόσμος, θα μιλήσω με την απλή λογική». «Εμείς λέγαμε εμπροσθοβαρώς χρήματα, αυτοί έλεγαν, όχι, να τα κρατήσουμε. Και το παράδειγμα που μ’ αρέσει να δίνω, για να καταλαβαίνει και ο κόσμος, είναι ότι όταν έχεις ένα όχημα το οποίο κινείται και επιβραδύνεται, θέλεις πολύ λιγότερη δύναμη για να το ξανασπρώξεις, παρά αν το όχημα σταματήσει, πόσο δε μάλλον, αν έχει αρχίσει να τσουλάει ανάποδα. Αυτή τη στιγμή εξαιτίας αυτής της προσέγγισης, της λάθος προσέγγισης της κυβέρνησης, είχαμε τη μεγαλύτερη ύφεση σε όλη την Ευρώπη. Εδώ δεν είναι θέμα ότι φταίει η πανδημία, και αλλού πανδημία δεν είχαν, δεν είχαν 10,5% ύφεση το 2020, έτσι δεν είναι;»

Και να καταλήξει: «Έχουμε τη μεγαλύτερη ύφεση σε όλη την Ευρώπη. Η μεγαλύτερη ύφεση τι σημαίνει; Όσο μεγαλύτερη ύφεση έχεις, ακόμα και αν δεν δανείζεσαι, που δανειζόμαστε τώρα ευτυχώς με πολύ μικρό επιτόκιο, το χρέος σου, γιατί είναι χρέος ως προς το ΑΕΠ, μεγαλώνει. Στον παρανομαστή έχει το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, όσο μεγαλύτερη είναι η ύφεση, τόσο μεγαλύτερο είναι το χρέος. Ξεκίνησε πριν την πανδημία να είναι κοντά στο 180% του ΑΕΠ το χρέος και σήμερα είναι 207% του ΑΕΠ το δημόσιο χρέος».

Τα περί πανδημίας φυσικά δεν εντάσσονται στην κριτική που ασκεί. Το πρόβλημα όμως είναι οι υποσχέσεις που μοιράζει αφειδώς για λεφτά από το λεφτόδεντρο που δεν υπάρχει δημιουργώντας ένα κλίμα της εποχής του “λεφτά υπάρχουν” και επικρίνει την κυβέρνηση διότι δεν δίδει χρήματα “εμπροσθοβαρώς”.

Το ίδιος έκανε όμως και στο πρώτο κύμα της πανδημίας. Το περιέγραψε στα προγράμματα Μένουμε όρθιοι Ι και με το σήκουελ Μένουμε όρθιοι ΙΙ, όπου επίσης ζητούσε να δοθούν χρήματα για εμπροσθοβαρή στήριξη χωρίς τοτε να υπολογίζει το δεύτερο κύμα που τελικά ήρθε ή και ενδεχομενο τρίτο για το οποίο συζητούν όλοι εξ αιτίας και των μεταλλάξεων που κάνουν την εμφάνισή τους απειλητικά οδηγώντας όλες τις χώρες του κόσμου στη λήψη αυστηρών μέτρων.

Τον Μάιο του 2020 ο Αλέξης Τσίπρας είχε αρθρογραφήσει σχετικά με ανάλογη επιχειρηματολογία και τίτλο “Τι θα γινόταν αν” γράφοντας μεταξύ άλλων ότι αν ο ίδιος ήταν πρωθυπουργός:

* θα είχε αξιοποιηθεί εγκαίρως με μέτρα οριζόντια και προληπτικά το μαξιλάρι ρευστότητας των 37 δισ. Ευρώ ώστε να ανακοπεί η μεγάλη βουτιά της ελληνικής οικονομίας και να έρθει ταχύτερα η ανάκαμψη

* Δεν θα επιτρεπόταν να αλλάξουν οι σχέσεις εργασίας, ο κόσμος της εργασίας και των επιχειρήσεων θα τροφοδοτούνταν ήδη από ένα γενναίο χρηματοδοτικό πακέτο 26 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 14 δισ. θα αφορούσαν άμεσες δημοσιονομικές παρεμβάσεις και τα υπόλοιπα 12 δισ. ενέσεις ρευστότητας μέσω εγγυήσεων δανείων.

* Θα είχαν προχωρήσει σε 8 δισ. χρηματοδότηση για τη στήριξη της εργασίας και όχι της αναστολής των συμβάσεων των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, με την πλήρη μισθολογική και ασφαλιστική κάλυψή τους από το κράτος.

* Θα στηρίζονταν ελεύθεροι επαγγελματίες με ποσό ανά μήνα ίσο με το 1/12 του περυσινού ετήσιου εισοδήματός τους» συμπληρώνει. 

* φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις των πληττόμενων επιχειρήσεων θα βρίσκονταν ήδη σε αναστολή για τουλάχιστον ένα εξάμηνο και θα είχαν ανασταλεί οι υποχρεώσεις προς τις τράπεζες για όσο διαρκεί η υγειονομική κρίση,

* θα είχαν δοθεί 3 δισ. μη επιστρεπτέα ενίσχυση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στους αγροτικούς συνεταιρισμούς,

* θα παρέχονταν εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου ύψους 12 δισ. ευρώ, αντίστοιχα με το πρόγραμμα της ΕΚΤ.

Αυτά και άλλα πολλά περιέγραφε τον περασμένο Μάιο μαζί φυσικά με τα 2000 ευρώ ανά επιχείρηση και ανά εργαζόμενο που ακολούθησαν.

Μόνο που αν αυτά είχαν δοθεί στο πρώτο κύμα, στο δεύτερο που ακολούθησαν τα ταμεία θα είχαν αδειάσεις και ουσιαστικά ο Αλέξης Τσίπρας θα είχαν ρισκάρει το μέλλον της χώρας. Οπως θα έπρατταν και τον Νοέμβριο, όπως τουλάχιστον δηλώνει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ παραβλέποντας ίσως το ενδεχόμενο τα μέτρα στήριξης να επαναληφθούν εντός του 2021.

Η πορεία της πανδημίας δεν μπορεί να ελεγχθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα εμβόλια αποτελούν μια ελπίδα απεγκλωβισμού από τον φαύλο κύκλο του ιού και των μεταλλάξεών του αλλά ουδείς γνωρίζει πως θα εξελιχθεί η κατάσταση.

Και ναι μεν ως αντιπολίτευση ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να τάζει τα πάντα στους πάντες και να μοιράζει υποσχέσεις που δεν χρειάζεται να υλοποιήσει, εν τούτοις με τη στάση του επιχειρεί να ξεσηκώσει τον κόσμο και τις διάφορες παραγωγικές τάξεις κατά της κυβέρνησης αδιαφορώντας για την επομενη ημέρα.

Πλειοδοτεί σε βάρος της χώρας και δηλώνει έτοιμος να ρισκάρει το μέλλον με τα περί εμπροσθοβαρούς οικονομικής πολιτικής όπως πράτει με το ρίσκο που δέχεται όταν απευθύνει προσκλητήριο συμμετοχής στα συλλαλητήρια εν μέσω πανδημίας.

Και αυτό την ώρα που η κυβέρνηση επιχειρεί να αντιμετωπίσει την πανδημία και την οικονομική κρίση με μια ορθολογική διαχείριση ανά φορέα και παραγωγική τάξη συνδεδεμένη με την ταυτόχρονη διαχείριση της κρίσης στη δημόσια υγεία. Και με τη διάθεσή περίπου 30 δισ. ευρώ από την αρχή της πανδημίας μέχρι τα τέλη Μαίου. Πόσο διόλου αμελητέο σε σχέση με το ΑΕΠ.

Σε κάθε περίπτωση οι πολίτες δείχνουν να κατανοούν και ότι η κρίση θα έχει διάρκεια και ότι απαιτείται ορθολογική διαχείριση στην οικονομία προκειμένου να αντέξει η χώρα. Αυτό αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις και στην εμπιστοσύνη των πολιτών προς την κυβέρνηση. Ισως αυτός είναι ο λόγος που ο Αλέξης Τσίπρας στη συνέντευξη στον Αlpha ανέφερε σχετικά επιχειρώντας την ακύρωσή τους:

«Θέλω να πω ότι τις δημοσκοπήσεις πρέπει να τις παρακολουθούμε, να βλέπουμε τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, να βλέπουμε και τις μετρήσεις που δίνουν, αλλά όχι οι δημοσκοπήσεις να είναι αυτές οι οποίες θα μας καθορίζουν το πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Βλέπετε, η Ελλάδα ένα χαρακτηριστικό που δεν το έχει άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Δημοσιεύονται περίπου κατά μέσο όρο 65 μετρήσεις τον χρόνο, δηλαδή μια μέτρηση κάθε 6 μέρες. Πουθενά αλλού στην Ευρώπη δεν συμβαίνει αυτό. Και ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του γιατί και πώς γίνεται όλο αυτό το πράγμα. Αλλά σε κάθε περίπτωση αυτό το οποίο θέλω να πω είναι ότι, τούτη την ώρα, δεν μπορεί κανείς να ισχυρίζεται ότι τα ευρήματα που αφορούν πρόθεση ψήφου, μπορούν να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Διότι αυτή τη στιγμή ο μέσος Έλληνας αυτό που έχει στο μυαλό του δεν είναι τι θα ψηφίσει, αλλά αν θα μπει στην εντατική στο νοσοκομείο ή όχι».