Ομόφωνα ένοχος
(ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ/EUROKINISSI
(ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ/EUROKINISSI

Ομόφωνα ένοχος

Ομόφωνα ένοχος για παράβαση καθήκοντος κρίθηκε χθες από το Ειδικό Δικαστήριο ο πρώην υπουργός Νίκος Παππάς. «Παράβαση καθήκοντος», για υπουργό, σημαίνει ότι διαπιστώθηκαν και «με τη βούλα», ενέργειες, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, που παραβίασαν τη δημόσια αποστολή του και άρα την πολιτειακή τάξη. Βλέπω τέσσερες βασικές συνέπειες, νομικές και πολιτικές, αυτής της απόφανσης. 

Πρώτον, πέρα από την ποινή που επιβλήθηκε και που έχει δευτερεύουσα σημασία -στόχος μιας τέτοιας δίκης δεν είναι η εκδικητική τιμωρία αλλά η παραδειγματική αποκατάσταση της πολιτειακής τάξης- κρίσιμο είναι ότι η απόφαση περί ενοχής ήταν ομόφωνη. Αυτό καθιστά τη διάπραξη του αδικήματος πέραν κάθε αμφισβήτησης και συγχρόνως την απαξία του πλήρη. Καθιστά, επίσης, μονόδρομο την αποδοχή της απόφασης από εκείνους -στη συγκεκριμένη περίπτωση, κυρίως προερχόμενους από το κόμμα στο οποίο ανήκει, και στο όνομα του οποίου έδρασε, ο καταδικασθείς πρώην υπουργός- που δεν θα τους "αρέσει" ή που δεν "συμφωνούν" με την απόφαση.

Δεύτερον, η ομόφωνη απόφαση αποτελεί ηχηρή όσο και ταπεινωτική αποδοκιμασία της εισαγγελικής πρότασης και της ίδιας της Εισαγγελέως, η οποία είχε ισχυριστεί ότι όλα είχαν γίνει νομότυπα από τον καταδικασθέντα πρώην υπουργό. Κρίνοντας και προτείνοντας έτσι, η κυρία Εισαγγελεύς «παρέβλεψε» όλα τα βασικά στοιχεία της υπόθεσης. Ότι υπήρχε ήδη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που είχε κρίνει την ακολουθηθησείσα διαδικασία στο διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες αντισυνταγματική. Ότι είχε αποδειχθεί ότι ο υπουργός γνώριζε και προσπέρασε την αντισυνταγματικότητα προκειμένου να πετύχει τον πολιτικό σκοπό της κυβέρνησης -το ξαναμοίρασμα, με δικούς της όρους, της ραδιοτηλεοπτικής πίτας.

Κι ότι και κατά την ανακριτική και κατά την ενώπιον του ακροατηρίου φάση προσκομίστηκαν ακλόνητες αποδείξεις για το ότι υπήρχε "σχέδιο" ερήμην κι εναντίον της νομιμότητας: Προετοιμασία ανάληψης σταθμών με τη συμμετοχή του καταδικασθέντα πρώην υπουργού, συνεννοήσεις με επιχειρηματία, που τις αποκάλυψε ο ίδιος και καταδικάστηκε κι εκείνος γι' αυτές, εμπλοκή τρίτων επιχειρηματιών για χρηματοδότηση της απόκτησης καναλιού. Οι δικαστές της έδρας, και οι δεκατρείς, αποκατέστησαν την αλήθεια κι έβαλαν την Εισαγγελέα στη θέση της. Παράλληλα όμως έδειξαν πόσο αναξιόπιστη είναι η πρόταση της και στην άλλη μεγάλη δίκη στην οποία έχει τον ίδιο ρόλο.

Τρίτον, εξέπεσε η θεωρία της «πολιτικής δίωξης». Ο πρώην υπουργός δεν καταδικάστηκε γιατί έλαβε τις αποφάσεις που έλαβε, προς την κατεύθυνση την οποία ο ίδιος και η κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε θεωρούσαν αρμόζουσα. Καταδικάστηκε γιατί μεθόδευσε και προσπάθησε να φέρει εις πέρας αυτές τις αποφάσεις με τρόπο μη νόμιμο.

Και μάλιστα έχοντας συνείδηση της παρανομίας: η δικαστική απόφαση καταφάσκει ως προς αυτό που ανέδειξαν τα γεγονότα, δηλαδή ότι ο διαγωνισμός για τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες ήταν "στημένος". Και ως προς αυτό δεν μπορούν να κάνουν λάθος και οι δεκατρείς δικαστές, ούτε είναι ευλογοφανές και οι δεκατρείς δικαστές να υπηρετούν, όπως εκ προοιμίου ισχυρίσθηκε ο καταδικασθείς πρώην υπουργός, "πολιτικά συμφέροντα", και μάλιστα όλοι τα ίδια.

Τέταρτον, πέρα από την ανάδειξη των γεγονότων και των παρανομιών, κρίσιμη είναι και η διάκριση ανάμεσα στις προθέσεις και τις πράξεις, τον προσπορισμό οφέλους και την παραβίαση του νόμου. Ο καταδικασθείς πρώην υπουργός μπορεί κάλλιστα να πίστευε, όπως εξάλλου ισχυρίστηκε σε όλη τη διάρκεια της δίκης, ότι με τις πράξεις του, με τον τρόπο που μεθόδευσε τον όλο διαγωνισμό, υπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον, όπως αυτός και η κυβέρνηση στην οποία ανήκε το αντιλαμβάνονταν. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν διέπραξε παράβαση καθήκοντος και ότι αυτή δεν θα έπρεπε να διερευνηθεί, ή θα έπρεπε να μείνει ατιμώρητη, λόγω "καλών προθέσεων". Το ίδιο δεν αναιρεί την παρανομία και το ότι ενδεχομένως από τον παράνομο διαγωνισμό μπήκαν λεφτά στα κρατικά ταμεία -"τάξη", πάντως, στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο δεν μπήκε, αφού δεν νοείται τάξη μέσω παρανομίας.

Όπως δεν νοείται, τώρα, πολιτική ή προεκλογική χρήση, από οποιαδήποτε πλευρά, μιας θεσμικής υπόθεσης που έκλεισε οριστικά και με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο.