Όπως φούσκωσε το 2012, έτσι ξεφούσκωσε το 2023
Shutterstock
Shutterstock

Όπως φούσκωσε το 2012, έτσι ξεφούσκωσε το 2023

Την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης (2010-2015) το εκλογικό σώμα βρέθηκε σε περιδήνηση. Οι πολίτες έχαναν τις σταθερές της ζωής τους, τις οποίες για δεκαετίες θεωρούσαν δεδομένες.

Μέσα από μια βίαιη οικονομική προσαρμογή οδηγούνταν σε άγνωστο προορισμό δίχως να γνωρίζουν ούτε το ποιος θα ήταν αυτός αλλά ούτε και το πότε θα έφταναν. Σε αυτή τη μακρά και έντονη διαδρομή τα αρνητικά συναισθήματα (θυμός, οργή) των ψηφοφόρων υψώθηκαν και κατευθύνθηκαν προς την τρόικα, τις προηγούμενες κυβερνήσεις και όποιον άλλον θεωρούσαν πως είχε μερίδιο ευθύνης για όσα ζούσαν.

Απορρίπτοντας το παλιό ταυτόχρονα έψαχναν από κάπου να πιαστούν, μια ελπίδα να βγουν από την περιδήνηση που έμοιαζε να μην έχει τέλος. Εκεί εμφανίστηκε ο Αλέξης Τσίπρας. Νέος (άρα και φρέσκιες ιδέες και «λευκό πολιτικό-ποινικό μητρώο»), δυναμικός και ρήτορας (άρα είχε την ικανότητα να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του λαού απέναντι στην τρόικα), αντισυμβατικός (άρα μη εξαρτώμενος από το σύστημα και με μη παραδοσιακές ιδέες), έδειχνε πως νοιάζεται (άρα θα είχε τα συμφέροντά τους στην καρδιά) έμοιαζε ως η τέλεια επιλογή. Τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας παράλληλα ταίριαζαν με τις πολιτικές που προωθούσε. Αντισυμβατικές οικονομικές πολιτικές που θα ερχόταν σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της «ελίτ» και θα βοηθούσαν όχι να αλλάξει η χώρα αλλά να επανέλθουν οι ψηφοφόροι στην πρότερη ζωή τους και μάλιστα εν μία νυκτί, με «ένα νόμο και ένα άρθρο».

Αυτό υποσχέθηκε ο Αλέξης Τσίπρας, αυτό αγόρασαν οι ψηφοφόροι: την ελπίδα για άμεση επαναφορά τους στο προηγούμενο status quo. Τη δεδομένη χρονική περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ και ο πρόεδρος του συμβάδιζαν με την τάση του εκλογικού σώματος, σε ένα βαθμό την οδήγησαν κιόλας. Το άλλο κομμάτι που ο ΣΥΡΙΖΑ διαχειρίστηκε σωστά ήταν αυτό του τρόπου επικοινωνίας. Το μακροπεριβάλλον ευνοούσε το λαϊκισμό του «εμείς οι καλοί – οι άλλοι οι κακοί». Το λαϊκίστικο και τοξικό «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν» είχε αποκτήσει ουσία για μια σημαντική μερίδα ψηφοφόρων. Ο Αλέξης Τσίπρας πατώντας πάνω στο εγχειρίδιο του λαϊκισμού φάνταζε ως ο ενσαρκωτής των επιθυμιών του λαού. Κι έτσι το κύμα οργής έγινε κύμα ελπίδας και εκτόξευσε τον Αλέξη Τσίπρα από το 4% στο 16%, έπειτα στο 27% και τέλος τον Ιανουάριο και το Σεπτέμβριο του 2015 στο 36%.

Έντεκα χρόνια μετά την πρώτη μεγάλη εκλογική άνοδο του Αλέξη Τσίπρα και την τοποθέτησή του στο μυαλό των ψηφοφόρων ως κυβερνητική εναλλακτική τα δεδομένα όσων αφορά τις επιθυμίες του εκλογικού σώματος έχουν αλλάξει. Εναρμονισμένο με αυτά της υπόλοιπης Ευρώπης αναζητά όλο και περισσότερο ασφάλεια σε όλους τους τομείς, πράγμα που προϋποθέτει μεταξύ άλλων κυβερνητική σταθερότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας πορεύονται ενάντια σε αυτήν την τάση.

Η απλή αναλογική είναι ένα εκλογικό σύστημα που ναι μεν οδηγεί σε πιο αντιπροσωπευτική Βουλή όμως δεν ευνοεί τη σταθερότητα. Ειδικά όταν δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο σχέδιο και συγκεκριμένοι σύμμαχοι να προταθούν ώστε να περάσει στο μυαλό των ψηφοφόρων πως το σκάφος της χώρας μπορεί να κρατηθεί σε σταθερή πορεία με συγκυβέρνηση δύο ή και περισσοτέρων κομμάτων. Αυτό το μπρος πίσω στο είδος της κυβέρνησης που θα σχημάτιζε, στους κυβερνητικούς εταίρους που θα είχε και στο πρόγραμμα που θα ακολουθούσε δεν εμφάνιζε τον Αλέξη Τσίπρα ως διεκδικητή εξουσίας αλλά ως κάποιον που προσπαθούσε από κάπου να σταθεί. Γεγονός που μόνο ασφάλεια και σταθερότητα δεν εξέπεμπε στους κουρασμένους από τις κρίσεις ψηφοφόρους. Και αυτό στοίχισε στον ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη κάλπη.

Στην προεκλογική περίοδο της δεύτερης κάλπης βρέθηκαν ψηλά στην ατζέντα το ζήτημα της μουσουλμανικής μειονότητας και το μεταναστευτικό. Στα εθνικά θέματα και το μεταναστευτικό η πλειοψηφία των ψηφοφόρων, ανεξάρτητα από το που τοποθετούν τον εαυτό τους στο δίπολο αριστερά-δεξιά, επιζητά ασφάλεια. Περισσότεροι από τους μισούς ψηφοφόρους ΣΥΡΙΖΑ 2019 μάλιστα ζητούν ίδια ή αυστηρότερη στάση στο μεταναστευτικό. Και αυτά είναι τα θέματα στα οποία η Νέα Δημοκρατία έχει μεγαλύτερη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ όσων αφορά την άποψη των ψηφοφόρων για την ικανότητα διαχείρισης.

Εδώ οι θέσεις του Αλέξη Τσίπρα, οι οποίες δεν έχουν αλλάξει σε σχέση με το 2012, έρχονται ενάντια στην τάση του εκλογικού σώματος. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να ικανοποιήσει ένα σκληροπυρηνικό αριστερό κοινό και αυτό μεγαλώνει την απόστασή του από τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους. Και συνεχίζει να το κάνει με τρόπο επικοινωνίας που τον βοήθησε το 2012 και το 2015 αλλά που οι συνθήκες το έχουν φέρει έτσι ώστε τώρα να μην ευνοεί τη δική του τοποθέτηση αλλά την απέναντι. Με λαϊκισμό πλέον μπορούν να παίξουν το εκλογικό παιχνίδι όσοι θέλουν πιο σκληρή μεταναστευτική πολιτική, πιο σκληρές θέσεις στα εθνικά θέματα (και πάλι όχι με την επιτυχία που είχε ο Τσίπρας την περίοδο 2010-2015 καθώς δεν υπάρχουν στο εκλογικό σώμα τα αρνητικά συναισθήματα στον απαιτούμενο βαθμό). Όσοι δηλαδή συμβαδίζουν με την τάση της εποχής της ασφάλειας. Όχι όσοι βρίσκονται απέναντι, εκτός κι εάν έχουν επιλέξει να απευθύνονται μόνο σε ένα συγκεκριμένο, και πιθανώς μειούμενο, κοινό.

Λαμβάνοντας τη συγκεκριμένη θέση λοιπόν και επικοινωνόντας την χρησιμοποιώντας λαϊκισμό και τοξικότητα, ενώ παράλληλα έχει αντιληφθεί τη «συντηρικοποίηση» της κοινωνίας, φαίνεται πως πετά λευκή πετσέτα στη μάχη για την ηγεσία της κεντροαριστεράς και επικεντρώνεται σε αυτή για την ηγεσία της αριστεράς της διαμαρτυρίας. Επιστρέφει δηλαδή εκεί που ανήκει, αν και στην ουσία δεν είχε φύγει ποτέ. Και εφόσον επιλέγει να μην επανατοποθετηθεί στην εκλογική αγορά και να μην αλλάξει τον τρόπο επικοινωνίας, επιλέγει να μην διεκδικήσει ξανά το να λέγεται κόμμα εξουσίας. Επιλέξει να απευθυνθεί μόνο στον πυρήνα της αριστεράς της διαμαρτυρίας βάζοντας την υπόλοιπη κοινωνία απέναντι. Και κάνοντας αυτό επιλέγει να επιστρέψει αργά ή γρήγορα στα ποσοστά του πυρήνα αυτού.

* Ο Απόστολος Πιστόλας είναι πολιτικός αναλυτής.