Ποιος πείθει περισσότερο τους πολίτες και γιατί;
Eurokinissi
Eurokinissi

Ποιος πείθει περισσότερο τους πολίτες και γιατί;

Βρισκόμαστε στην τελική ευθεία προς τις εκλογές. Πέρα από το ημερολόγιο, άλλωστε, το επιβεβαίωσε και η τελευταία κοινοβουλευτική μονομαχία. Σε αυτό το σημείο, όλες οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν παρόμοια εικόνα: Ανθεκτικότητα και προβάδισμα ΝΔ και υπεροχή Μητσοτάκη στα περισσότερα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Σε κάποιες περιπτώσεις καταγράφεται μικρή κάμψη, αλλά οι διαφορές παραμένουν σαφείς και αξιοσημείωτες μετά από 3,5 χρόνια διακυβέρνησης. Γιατί, λοιπόν, παρουσιάζεται αυτή η εικόνα;

Η κυβέρνηση, από την αρχή της θητείας της, κλήθηκε να διαχειριστεί αλλεπάλληλες εξωγενείς κρίσεις. Σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, ιδίως κατά την πρώτη φάση, εμπεδώθηκε η αίσθηση ότι αντεπεξέρχεται ικανοποιητικά κι έτσι συσσώρευσε πολιτικό κεφάλαιο. Αυτό ενισχύθηκε από τη στήριξη συγκεκριμένων κοινών -όπως μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συνταξιούχοι, δημόσιοι υπάλληλοι. Επίσης, θεώρησε εξαρχής την οικονομία προνομιακό πεδίο, ενώ και σήμερα, παρά την ενεργειακή κρίση, ελπίζει η πραγματικότητα να αποδειχθεί καλύτερη όσων πολλοί πολίτες φοβόντουσαν. Επιπλέον, παρουσιάζει ορατά σημαντικά αποτελέσματα σε κρίσιμους τομείς: ψηφιοποίηση, έργα υποδομών, προσέλκυση επενδύσεων, τουρισμός, εκκρεμείς συντάξεις. Τέλος, σε περίοδο διάχυτης έντασης στα ελληνοτουρκικά, εμπνέει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής.

Από την άλλη, βέβαια, για να αντιμετωπίσει αστοχίες και λάθη, ξοδεύει πολύτιμο κεφάλαιο. Καταγράφει φθορές. Ενώ η υπόθεση των υποκλοπών, αν και δεν έχει επηρεάσει άμεσα την κομματική ισορροπία δυνάμεων, απειλεί να διαβρώσει την εικόνα θεσμικότητας, σοβαρότητας και υπευθυνότητας στην οποία επενδύει η κυβέρνηση.

Σε αυτό το περιβάλλον, ο κ. Μητσοτάκης παρουσιάζει ένα συνολικό αφήγημα για πρόοδο της χώρας και το δίλημμα που θέτει είναι «ποιος προτιμάτε να κρατά τις τύχες σας σε περίοδο κρίσεων, η δική μου κυβέρνηση ή μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ Τσίπρα;».

Προφανώς, την απάντηση σε αυτό το ερώτημα επηρεάζει και η στάση της αντιπολίτευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να αντιμετωπίζει ένα στρατηγικό πρόβλημα: Η συστηματική αντιπολιτευτική υπερβολή, σαμποτάρει τις επιμέρους απόπειρες του κ. Τσίπρα να «επαναλανσαριστεί» ως πιο μετριοπαθής ηγέτης. Επιπλέον, συχνά δείχνει να έχει διαφορετικές προτεραιότητες από την κοινή γνώμη. Στελέχη του κάποιες φορές έδωσαν την αίσθηση ότι όχι μόνο δεν βάζουν πλάτη στη διαχείριση μιας κρίσης, αλλά επενδύουν σε αυτήν. Ενώ η άμεση ή έμμεση υιοθέτηση ακραίων αντικυβερνητικών κριτικών, σεναρίων του διαδικτύου, ακόμα και υβριστικών συνθημάτων, ενοχλεί τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους. Συνολικά ο ΣΥΡΙΖΑ συχνά θυμίζει την «όχι σε όλα» αντιπολίτευση της εποχής του αντιμνημονίου, παρόλο που οι καιροί έχουν αλλάξει και η τότε στάση του διαψεύστηκε στην πράξη.

Πιθανόν, έχει πέσει στην παγίδα που έπεσαν κι άλλα κόμματα στο παρελθόν: Βλέποντας ότι υστερεί δημοσκοπικά σε συσπείρωση προσπαθεί να απευθυνθεί στο πιο φανατικό κοινό του. Όμως δεν του λείπουν «δικοί του», αλλά πολίτες του μεσαίου χώρου που τον είχαν εμπιστευτεί παλαιότερα.

Βέβαια, ακόμα ο κ. Τσίπρας επιτυγχάνει σημαντικές προσωπικές ταυτίσεις με ομάδες κοινού. Αλλά αντί ο ΣΥΡΙΖΑ να κτίσει πάνω σε αυτές, μετεξελίσσοντας αποτελεσματικά το πολιτικό προφίλ του, δείχνει ότι δυσκολεύεται να ξεφύγει από προβλήματα της παλαιότερης εικόνας του.

Ανάμεσα στους δύο κεντρικούς μονομάχους, το ΠΑΣΟΚ του κ. Ανδρουλάκη επιχειρεί να επιβιώσει της πόλωσης. Στοχεύει στο να κερδίσει ψηφοφόρους και από τους δύο, ταυτόχρονα όμως κινδυνεύει και να χάσει ψηφοφόρους και προς τους δύο. Αν και ηγείται ενός παλιού brand, ο κ. Ανδρουλάκης επιλέγει ορθώς να ταυτιστεί με το «νέο». Το κρίσιμο είναι να υπερβεί την εύκολη άρνηση κάθε ενδεχομένου συγκυβέρνησης και να πείσει για τον μετεκλογικό του ρόλο. Μόνο αν δώσει ρεαλιστική προοπτική αξιοποίησης της ψήφου, μπορεί να αυξήσει με σταθερότητα τα ποσοστά του.

Σε αυτό το πολιτικό τοπίο, η υπεροχή ΝΔ και Μητσοτάκη είναι διαμορφωμένη σήμερα αλλά όχι οριστικά προδιαγεγραμμένη έως τις εκλογές. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζουν, είναι αυτός που δύσκολα θα κατέγραφε μια δημοσκόπηση: Να επικρατήσει τελικά στις πρώτες εκλογές «χαλαρή ψήφος». Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα νέο πολιτικό σκηνικό, φέρνοντας στη ΝΔ εσωστρέφεια και στον ΣΥΡΙΖΑ κινητοποίηση εφεδρειών στις οποίες σήμερα δύσκολα υπολογίζει.

Επιπλέον, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση δεν πείθει εξίσου όλες τις ομάδες πληθυσμού. Ιδίως με τους νέους, παρουσιάζει μεγάλο πολιτικό και ψυχικό χάσμα, το οποίο δύσκολα γεφυρώνεται. Η συμμετοχή τους στις εκλογές είναι παράγοντας κρίσιμος και ως ένα σημείο αστάθμητος.

Όσο σύντομος κι αν φαίνεται ο χρόνος έως τις εκλογές, μπορεί να φέρει πολιτικά γεγονότα καθοριστικά για την έκβασή τους. Το κομματικό σκηνικό μπορεί να μην παρουσιάζει πια τη ρευστότητα της μνημονιακής περιόδου, αλλά δεν είναι και παγιωμένο. Νικητής θα είναι όποιος πείσει τους περισσότερους ότι μπορεί να κυβερνήσει αποτελεσματικά.

*Ο Άκης Γεωργακέλλος σύμβουλος Επικοινωνίας & Στρατηγικής