Πώς «διαβάζει» η κυβέρνηση τα αποτελέσματα στο ΠΑΣΟΚ

Πώς «διαβάζει» η κυβέρνηση τα αποτελέσματα στο ΠΑΣΟΚ

Στο Μέγαρο Μαξίμου έχουν αποφύγει, όλο αυτό το διάστημα της εσωκομματικής αναταραχής σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, να διατυπώσουν δημοσίως την κρίση τους για τους νυν και τους τέως προέδρους ή για τους υποψήφιους για την ηγεσία των δύο κομμάτων. Είναι κοινό μυστικό, ωστόσο, ότι αν είχαν να επιλέξουν τον αντίπαλό τους, τότε σίγουρα προτιμήσεις υπάρχουν.

Στο κυβερνητικό επιτελείο παρακολούθησαν την διαδικασία του πρώτου γύρου των εσωκομματικών εκλογών για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ, εστιάζοντας αφενός στους δύο διεκδικητές που θα αναμετρηθούν στον δεύτερο γύρο, αφετέρου στο ποσοστό συμμετοχής, που θα απεικόνιζε την «διείσδυση» που αναπτύσσει η Χαριλάου Τρικούπη στο εκλογικό σώμα. 

Την Κυριακή, στις κάλπες προσήλθαν 303.000 ψηφοφόροι, αριθμός μεγαλύτερος από την εκλογική διαδικασία του 2021, οπότε 270.000 είχαν ψηφίσει για πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ μετά τον θάνατο της Φώφης Γεννηματά, αριθμός, ωστόσο, που δεν έσπασε τα «κοντέρ», όπως σχολίαζαν στο κυβερνητικό επιτελείο. Ο στόχος των τριακοσίων χιλιάδων επετεύχθη, χωρίς, όμως, να υπάρχει δυναμική τέτοια που να δείχνει ότι τα δεδομένα για το ΠΑΣΟΚ στην κοινωνία έχουν αλλάξει άρδην, όπως σημείωναν αναλυτές της κοινής γνώμης.

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος χαρακτήρισε κάθε εσωκομματική διαδικασία, κάθε ανοιχτή δημοκρατική διαδικασία, ως μια πολύ καλή είδηση και εξέλιξη για το πολιτικό σύστημα και την δημοκρατία. Σχολίασε, ωστόσο, ότι «η συμμετοχή δεν δικαίωσε τους πιο αισιόδοξους και δεν εκπλήρωσε πλήρως τις προσδοκίες». Επομένως, για την κυβέρνηση, η συμμετοχή που ικανοποιεί το ΠΑΣΟΚ, δεν «ταράζει» το πολιτικό σκηνικό. Υπενθυμίζεται, άλλωστε, ότι η ιστορία έχει καταγράψει «ρεκόρ» συμμετοχής σε εσωκομματικές κάλπες, που πλέον μοιάζουν αδύνατο να καταρριφθούν, όπως οι σχεδόν 762.000 ψηφοφόροι στην αναμέτρηση Γιώργου Παπανδρέου και Ευάγγελου Βενιζέλου το 2007, για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ή οι περίπου 772.000 ψηφοφόροι στην εσωκομματική κάλπη για την προεδρία της Νέας Δημοκρατίας, με διεκδικητές την Ντόρα Μπακογιάννη και τον Αντώνη Σαμαρά, το 2009.

Στο κυβερνητικό επιτελείο αναμένουν πλέον τον επόμενο γύρο και την τελική έκβαση της εσωκομματικής αναμέτρησης. Στις αναλύσεις των προφίλ των υποψηφίων, είναι σαφές ότι ο Παύλος Γερουλάνος και η Άννα Διαμαντοπούλου θα ήταν εκείνοι, που αν προκρίνονταν, διεκδικούσαν ή κέρδιζαν την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, τότε πραγματικά η εξέλιξη θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα  της πολιτικής «σκακιέρας».

Για παράδειγμα, ο Παύλος Γερουλάνος, έχοντας έναν σαφή κεντρώο προσανατολισμό, θα μπορούσε να απευθυνθεί ευκολότερα σε ένα ακροατήριο, που «ακούει» και στο κυβερνητικό αφήγημα του μεσαίου χώρου και της σταθερότητας. Αντίστοιχα, η Άννα Διαμαντοπούλου με το προφίλ του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, θα είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει θέσεις αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, που επίσης θα άγγιζαν προτάσεις που θα μπορούσαν να συγκριθούν με τις κυβερνητικές πολιτικές.

Κάτι τέτοιο δεν ισχύει, όμως, για τα δύο πρόσωπα, που τελικά αναμετρώνται στον δεύτερο και καθοριστικό γύρο των εσωκομματικών εκλογών του ΠΑΣΟΚ. Ο Νίκος Ανδρουλάκης, σημειώνουν κυβερνητικά στελέχη, είναι πλέον ένα πρόσωπο, που έχει δώσει δείγματα γραφής και με τη στάση του τα τελευταία τρία χρόνια –και κυρίως τον τελευταίο χρόνο, που είναι παρών και στο κοινοβούλιο- έχει αποδειχθεί, σημειώνουν, ότι έχει επιλέξει να ακολουθήσει την οδό, όχι της εποικοδομητικής αντιπολίτευσης, αλλά της πλήρους άρνησης σε κάθε κυβερνητική πρόταση, κάθε απόπειρα μεταρρύθμισης και αλλαγής χρόνιων παθογενειών, ακόμη κι όταν χρειάστηκε να αποδομήσει ή να απομακρυνθεί από παραδοσιακές θέσεις του κόμματός του, όπως είχε διατυπωθεί στο παρελθόν.

Ως παράδειγμα, δίνουν την στάση του στο θέμα των μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, που αποτελούσε πρόταση του ΠΑΣΟΚ, την οποία τελικά καταψήφισε, όπως και την αρνητική θέση της κοινοβουλευτικής του ομάδας στην επιστολική ψήφο.

Η εναλλακτική υποψηφιότητα, πλέον, απέναντι στον Νίκο Ανδρουλάκη είναι ο Χάρης Δούκας. Κυβερνητικά στελέχη υπενθυμίζουν τον τρόπο με τον οποίο ο Δήμαρχος Αθηναίων βρέθηκε τελικά στην πλατεία Κοτζιά, σε απόλυτη σύμπραξη με τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και τις θέσεις, πολύ κοντά σε εκείνες της Κουμουνδούρου, που έχει υιοθετήσει από τότε, σε σειρά ζητημάτων, όπως για παράδειγμα το θέμα της χρήσης καμερών ή το μετρό στα Εξάρχεια.

Όπως επισημαίνουν, η «στροφή» του ΠΑΣΟΚ προς τα αριστερά και όχι προς το κέντρο, είναι σαφής στις προθέσεις του Χάρη Δούκα, αν τελικά εκλεγεί στην ηγεσία του κόμματος, επιλογή, που σαφώς απομακρύνει την Χαριλάου Τρικούπη από την «δεξαμενή» των κοινών ψηφοφόρων με την Νέα Δημοκρατία.

Από τώρα, η κυβέρνηση θέτει ως το μείζον της εκλογικής διαδικασίας στο ΠΑΣΟΚ, την επόμενη ημέρα στην αντιπολίτευση. «Αυτό το οποίο περιμένουμε όλοι, η Κυβέρνηση, οι πολίτες, συνολικά, οι πάντες, είναι να αποκτήσει επιτέλους η χώρα μία αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση, κοστολογημένη, για να μπορούν να γίνονται και συγκρίσεις» δήλωσε ο Παύλος Μαρινάκης, δείχνοντας ουσιαστικά και το πεδίο στο οποίο η κυβέρνηση θα επιδιώξει να «αναμετρηθεί» την επομένη της εκλογής του νέου προέδρου στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.

Σύγκριση πάνω σε προγραμματικές θέσεις, μεταρρυθμίσεις, εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, με επίδικο την αξιοπιστία και την πλήρως τεκμηριωμένη αντιπρόταση, που θα τεθεί στον δημόσιο διάλογο. Το διακύβευμα της «κυβερνησιμότητας» θα αποτελέσει την αιχμή στη στάση του Μεγάρου Μαξίμου. Ο Παύλος Μαρινάκης, άλλωστε, υπενθύμισε και την εκλογική διαδικασία στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως και τα αποτελέσματα, που επέφερε. «Δεν εκπληρώθηκαν, τελικά, οι προσδοκίες, ούτε ικανοποιήθηκαν αυτοί οι οποίοι περίμεναν μια εναλλακτική πρόταση. Μένει να δούμε από την επόμενη Δευτέρα, όπου ξεκινάει ένας νέος κύκλος αν το ΠΑΣΟΚ θα διατυπώσει μια συγκεκριμένη πρόταση, κοστολογημένη, αποφεύγοντας την λογική του «Όχι σε όλα».

Η στρατηγική που σχεδιάζει το Μέγαρο Μαξίμου στρέφεται προς δύο κατευθύνσεις. Αφενός προς το μεσαίο χώρο, εκείνο που σε ένα μεγάλο ποσοστό του, δηλαδή, συγκαταλέγεται στο περίπου 15%-20% των ψηφοφόρων, που τοποθετούνται στην «γκρίζα ζώνη» των δημοσκοπήσεων, έχοντας απομακρυνθεί από την κυβέρνηση, χωρίς να οδηγηθούν σε άλλη πολιτική τοποθέτηση, αφετέρου προς τα «δεξιά» της Νέας Δημοκρατίας, απ’ όπου οι διαρροές έχουν ήδη καταγραφεί, χωρίς, όμως, να υπάρχει διάθεση «αλλαγής πορείας» για το Μαξίμου.

Μόλις την περασμένη εβδομάδα, άλλωστε, με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων του κόμματος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης διατύπωσε ουκ ολίγες φορές τη ρήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που συμπυκνώνεται στο «ούτε δεξιός, ούτε αριστερός, είμαι προοδευτικός», ταυτιζόμενος με την άποψη ότι οι ιδεολογικές αγκυλώσεις του παρελθόντος δεν απαντούν στις προκλήσεις του σήμερα.

Το πραγματικό αποτύπωμα των εσωκομματικών εξελίξεων στο ΠΑΣΟΚ θα φανεί στις επικείμενες δημοσκοπήσεις, που θα δουν το φως της δημοσιότητας, μετά την εκλογή προέδρου στο κόμμα την ερχόμενη Κυριακή. Αν το ΠΑΣΟΚ φανεί να κερδίζει μια δυναμική και τα ποσοστά του καταγράψουν ανοδική τροχιά, τότε οι όποιες εκτιμήσεις θα επανακαθοριστούν, όπως και η στρατηγική της κυβέρνησης απέναντι στο νέο αρχηγό. Αν όχι, τότε το «στοίχημα» θα συνεχιστεί να παίζεται στη λειτουργία και απόδοση της ίδιας της κυβέρνησης. Εκεί, ακριβώς, κρύβεται ενδεχομένως και ο «δράκος» του παραμυθιού.

Αν το ΠΑΣΟΚ, όντας στη δεύτερη θέση των δημοσκοπήσεων, καταγράψει μια δυναμική στο εκλογικό σώμα, αυτό θα μπορούσε να ενεργοποιήσει και τα αντανακλαστικά συσπείρωσης του εκλογικού σώματος της Νέας Δημοκρατίας, η οποία στον έκτο χρόνο της διακυβέρνησής της πλέον, αναζητά αντίπαλο ορατό, καταρχάς εντός Βουλής. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να κινητοποιήσει στελέχη και ψηφοφόρους, σημειώνουν οι «παροικούντες την Ιερουσαλήμ», υπογραμμίζοντας ότι ο εφησυχασμός, η βεβαιότητα της πρωτοκαθεδρίας και η απόσταση των τριών χρόνων από τις εθνικές κάλπες, δημιουργούν αυτή την ώρα «φυγόκεντρες δυνάμεις».

Καθοριστικό αναμένεται να είναι και το «μπρα ντε φερ» ανάμεσα στα πρόσωπα, που από την ερχόμενη Δευτέρα θα τίθενται στα ερωτηματολόγια των δημοσκοπήσεων ως προς την καταλληλότητα για την πρωθυπουργία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κατορθώσει έως σήμερα, η διαφορά του από τους διεκδικητές του πρωθυπουργικού θώκου να παραμένει αδιαμφησβήτητη, ακόμη και στις περιόδους, που τα ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας κινούνται πτωτικά.

Τη Δευτέρα θα γνωρίζουμε αν στις επιλογές των ερωτηθέντων θα παραμείνει εκείνο του Νίκου Ανδρουλάκη κι αν η εσωκομματική διαδικασία άλλαξε την άποψη των πολιτών για το κατά πόσο μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτό τον ρόλο ή αν θα προστεθεί ένα νέο όνομα, αυτό του Χάρη Δούκα, ο οποίος σε μια τέτοια περίπτωση θα «μετρηθεί» για πρώτη φορά στο ανώτατο κυβερνητικό αξίωμα. Πάντως, στην κυβέρνηση δεν αφήνουν ασχολίαστο το γεγονός ότι ο κ. Δούκας βρέθηκε στην τέταρτη θέση στην Αττική, αλλά και στην «καρδιά» της Αθήνας, στην Α’ Αθηνών, μην έχοντας συμπληρώσει ούτε έναν χρόνο στη θέση του Δημάρχου Αθηναίων.

Σε κάθε περίπτωση, στην κυβέρνηση εκτιμούν ότι η αλλαγή σελίδας του ΠΑΣΟΚ δεν επιτυγχάνεται με καμία από τις δύο επιλογές. Αντιθέτως πιστεύουν ότι από την επόμενη Δευτέρα, η Νέα Δημοκρατία θα εξακολουθήσει να είναι η κυρίαρχη κυβερνητική δύναμη και επιλογή για τους πολίτες. Το «παζλ» του πολιτικού σκηνικού θα συμπληρωθεί με την ολοκλήρωση και των εσωκομματικών διεργασιών στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος συνεχίζει στον δρόμο της αυτοκαταστροφής, προς ώρας.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, το κρίσιμο για τη Νέα Δημοκρατία είναι να διατηρήσει η ίδια συμπαγής τις δυνάμεις της, όπως για παράδειγμα αυτές στην κοινοβουλευτική της ομάδα, διασκεδάζοντας τις εντυπώσεις, που επιχειρείται να δημιουργηθούν με τις κινήσεις βουλευτών, όπως την υποβολή ερωτήσεων προς υπουργούς. Στην κυβέρνηση «ξορκίζουν» κάθε σενάριο αναταραχής, απαντώντας ότι «όσοι έχουν πραγματικά εσωκομματικά προβλήματα, τα ακούν αυτά και γελούν». 

Είναι προφανές ότι το κυβερνητικό επιτελείο παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και στο ΠΑΣΟΚ, κυρίως από την στιγμή, που οι δημοσκοπήσεις το φέρνουν στην δεύτερη θέση, όσο και στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος απομένει να φανεί αν θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις «ανάνηψης» ή όχι.

Για το Μέγαρο Μαξίμου η στόχευση έχει ήδη τεθεί, με την στρατηγική του να επικεντρώνεται στην υλοποίηση του κυβερνητικού προγράμματος, στην παραγωγή απτών και μετρήσιμων αποτελεσμάτων, στην εφαρμογή μιας οικονομικής πολιτικής, που θα εκπληρώνει δύο κεντρικές δεσμεύσεις –την αύξηση των εισοδημάτων των πολιτών και τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας- την βελτίωση της καθημερινότητας σε κομβικούς τομείς, όπως η υγεία, η παιδεία και οι μεταφορές, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, που θα αντιμετωπίσουν χρόνιες παθογένειες και θα φέρουν την χώρα πιο κοντά στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα, η ενίσχυση της άμυνας και η ισχυροποίηση της διεθνούς θέσης της Ελλάδας.

Στο τέλος της διαδρομής αυτής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα καλέσει τους πολίτες να συγκρίνουν τη χώρα πριν και μετά τις δύο τετραετίες της πρωθυπουργίας του, με τον ίδιο να έχει ήδη δηλώσει ότι στόχος είναι μία τρίτη θητεία για τη Νέα Δημοκρατία.