Ποτάμι: «Πού πάνε τα λεφτά μας;»

Ποτάμι: «Πού πάνε τα λεφτά μας;»

Μια ακτινογραφία του προϋπολογισμού αλλά και των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία -τη φοροδιαφυγή, τις λάθος δαπάνες, τη διαφθορά-, έγινε το βράδυ της Πέμπτης στον Πολυχώρο «Απόλλων», στο πλαίσιο της πανελλαδικής καμπάνιας του Ποταμιού με τίτλο «Πού πάνε τα λεφτά μας;». Οι εισηγητές κ. Νίκος Χριστοδουλάκης, κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος, η κυρία Αντιγόνη Λυμπεράκη και ο κ. Παναγιώτης Νικολούδης, κατέθεσαν παραδείγματα από την εμπειρία τους καθώς και σημαντικές προτάσεις για αλλαγές που μπορούν να γίνουν άμεσα. Τη συζήτηση συντόνισε ο δημοσιογράφος Νίκος Φιλιππίδης.

Ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, επιχειρηματίας και αντιπρόεδρος του ΣΕΒ, ξεκίνησε την ομιλία του αναφερόμενος στο «ανίκανο και σπάταλο κράτος, που δε μπορεί να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη στους πολίτες», και τόνισε ότι «τα χρήματα που πληρώνουμε ξοδεύονται σε τελείως λάθος δραστηριότητες. Το ελληνικό κράτος βυθισμένο στην απόλυτη αναποτελεσματικότητά του, αδυνατεί να συλλέξει φόρους με σωστό τρόπο και ως συνέπεια συνεχώς επιβαρύνει τους ίδιους ανθρώπους». Στη συνέχεια επεσήμανε ότι «επιβάλει έμμεσους φόρους, δηλαδή μια άδικη μορφή φορολόγησης. Εκείνοι που επιβαρύνονται στην Ελλάδα είναι 800.000 άνθρωποι. Οι φορολογούμενοι της μεσαίας τάξης».

Στη συνέχεια της ομιλίας του ο κ. Θεοδωρόπουλος αναφέρθηκε στο γεγονός ότι «ένα μεγάλο μέρος της φοροδιαφυγής γίνεται από τις μικρές επιχειρήσεις» ενώ πρόσθεσε ότι μια από τις πιο υλοποιήσιμες  λύσεις για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής είναι οι ηλεκτρονικές συναλλαγές. «Η φοροδιαφυγή μόνο από τον ΦΠΑ στην Ελλάδα μας κοστίζει 10 δις», είπε χαρακτηριστικά. Κλείνοντας την παρέμβασή του, υπογράμμισε ότι για να υπάρξει μια επανεκκίνηση για τη χώρα «πρέπει να αρχίσουμε να παράγουμε. Το "ελευθερία ή θάνατος" πρέπει να το κάνουμε "παραγωγή ή θάνατος"».

Η Αντιγόνη Λυμπεράκη, καθηγήτρια, και μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του Ποταμιού από την πλευρά της μίλησε για τις συνέπειες του προϋπολογισμού που φέρνουν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι είναι ένας προϋπολογισμός σχεδιασμένος «να μεταφέρει πόρους από τους πολίτες στους πελάτες», ενώ τόνισε ότι είναι απαραίτητο, ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές για την οικονομία και τη χώρα, να χρησιμοποιηθεί «ως εργαλείο που θα βελτιώνει τις ζωές των ανθρώπων που το έχουν ανάγκη».

Η Αντιγόνη Λυμπεράκη τόνισε στην ομιλία της ότι στην Ελλάδα έχουμε «φορολογία τύπου Σουηδίας, αλλά παροχές δήμου Σφακίων». Χρησιμοποιώντας το πρόσφατο παράδειγμα της έρευνας PISA στην οποία αναφέρεται ότι τα ελληνόπουλα έχουν σχεδόν την χειρότερη μόρφωση από κάθε άλλον Ευρωπαίο, επεσήμανε ότι η Ελλάδα όμως δεν υστερεί συγκριτικά με τον ΜΟ της ΕΕ ως προς τις δαπάνες της στην παιδεία. «Αλλά δε νοιάζει την κυβέρνηση καθόλου τι θα μάθουν τα παιδιά όταν τελειώσουν το σχολείο. Ούτε -από την άλλη- έχουμε ολοήμερο σχολείο, για να μπορούν και οι δύο γονείς να αναζητήσουν εργασία». Κλείνοντας, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι «οι φτωχότεροι, αυτοί που στη λογική μια λαϊκίστικης, αλλά υποτίθεται αριστερής κυβέρνησης θα έπρεπε να είναι προτεραιότητα, παίρνουν ψίχουλα. Περισσότερα κοινωνικά επιδόματα πηγαίνουν στο πλουσιότερο κομμάτι της κοινωνίας, παρά στο φτωχότερο».

Δέσμη θεσμικών παρεμβάσεων για τον εξορθολογισμό του φορολογικού συστήματος της χώρας παρουσίασε ο πρώην Υπουργός Οικονομικών Νίκος Χριστοδουλάκης. Συγκεκριμένα, τόνισε ότι χρειάζεται:

- Συγκεντρωτικός έλεγχος των δημοσίων δαπανών, προκειμένου να υπάρξει διασταύρωση δαπανών, αποκάλυψη αθέμιτων πληρωμών αλλά και ευκολότερος έλεγχος της απάτης.

- Διατήρηση ενός κρατικού προϋπολογισμού με κατάργηση των «άγνωστων προϋπολογισμών», όπως τα μυστικά κονδύλια του ΥΠΕΞ, του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, του προϋπολογισμού της Βουλής αλλά και αυτόνομων προγραμμάτων Υπουργείων «που δεν δίνουν - όπως είπε - λογαριασμό σε κανένα».

- Δημιουργία ενιαίου ηλεκτρονικού συστήματος όλων των πληρωμών και θεσμοθέτηση ενός μοναδικού κωδικού δικαιούχου ή σε οικογενειακή βάση, ώστε να ελέγχονται χαριστικά προγράμματα π.χ κόκκινα δάνεια, όπου μέλη πλουσίων οικογενειών εμφανίζονται ως ατομικοί δανειολήπτες. Σημείωσε, μάλιστα, ότι με τη δημιουργία ενός οικογενειακού κωδικού θα ήταν μπορούσε σε γόνους οικογενειών Βορείων Προαστίων που μετέχουν σε καταστροφές και βανδαλισμούς να επιβάλλεται πρόστιμο με βάση τις οικογενειακές μερίδες.

Αναφερόμενος στον προϋπολογισμό του 2017, επισήμανε ότι αποτελεί επιστημονική και οικονομική πρόκληση να προβλέπει αύξηση των φόρων, 2,5 δισ. και παράλληλα ανάπτυξη της οικονομίας 2,7%. Σχολιάζοντας τη γενική εικόνα του φορολογικού συστήματος, έκανε λόγο για «εκτεταμένο φαινόμενο φοροφυγάδων και φοροφαγάδων». Όσον αφορά τη φορολογία, πρότεινε οι ευπαθείς ομάδες να ενισχύονται απευθείας από τον προϋπολογισμό και όχι μέσω απαλλαγών καθώς με αυτό τον τρόπο δημιουργείται «σμήνος φοροφυγάδων». Τέλος, ανέφερε ότι το μεγάλο πρόβλημα για την ελληνική οικονομία είναι η μεγάλη αποεπένδυση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στη χώρα.

Για τη σημασία του αγώνα την καταπολέμηση της διαφθοράς αλλά και τα πολλαπλά εμπόδια που συναντά κανείς σε αυτή τη διαδρομή μίλησε ο πρώην υπουργός Επικρατείας της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, Παναγιώτης Νικολούδης. Εισάγοντας ένα πλαίσιο συζήτησης οριοθέτησε τι σημαίνει διαφθορά λέγοντας ότι «ο πληρέστερος ορισμός για μένα είναι ότι διαφθορά ή εγκλήματα διαφθοράς είναι η αθέμιτη χρησιμοποίηση δημόσιας εξουσίας για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων». Τη χαρακτήρισε μάλιστα «αδίκημα που αφορά την ίδια την οικονομία και αφορά το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα – με την έννοια ότι πέρα από την οικονομία που δε μπορεί να λειτουργήσει σωστά, θιγεί και το πολίτευμα το ίδιο». Στη συνέχεια της παρέμβασής του υπογράμμισε ότι αν αφήσουμε να επικρατήσει η διαφθορά δηλαδή, «εάν αφήσουμε αυτό τον τρόπο δράσης και λειτουργίας της ανομίας, θα φτάσουμε να γίνουμε από επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται μεταξύ τους, συμμορίες που αλληλοεξοντώνονται μεταξύ τους».

Κλείνοντας την ομιλία του ο κ. Νικολούδης επεσήμανε ότι μόνο μια ανεξάρτητη αρχή μπορεί να αναλάβει το έργο της αντιμετώπισης της διαφθοράς. «Και ως δικαστής και ως υπουργός το συμπέρασμά μου είναι ότι μόνο μια ανεξάρτητη αρχή οπλισμένη με επιχειρησιακές δυνατότητες έξω και από τα καθιερωμένα, διαδικαστικά, δικονομικά πλαίσια και διαδικασίες μπορεί να επιφέρει αποφασιστικά πλήγματα στη διαφθορά –όχι να την εξαφανίσει. Η διαφθορά δεν θα εξαφανιστεί ποτέ σε κανένα κράτος του κόσμου. Αλλά να την περιορίσει έτσι ώστε να μην είναι επικίνδυνη για την οικονομία, για να μπορούν να έρχονται εδώ οι επενδύσεις».