Σπ. Λυκούδης: Διχασμός και εθνικιστικός παροξυσμός

Σπ. Λυκούδης: Διχασμός και εθνικιστικός παροξυσμός

«Η χώρα βρίσκεται στη δίνη ενός εθνικιστικού παροξυσμού, με αφορμή το πρόβλημα των Σκοπίων και τη Συμφωνία της κυβέρνησης με τη γειτονική χώρα, που υπογράφτηκε εν μέσω μάλλον υπερβολικών πανηγυρισμών και υπερβολικών μοιρολογιών», αναφέρει σε άρθρο του στην Athens Voice ο βουλευτής του Ποταμιού, Σπύρος Λυκούδης.

«Θα παρακάμψω τον πολιτικό τραγέλαφο που δημιουργεί η περίπτωση των ΑΝΕΛ που θα εξακολουθούν να συγκυβερνούν τη χώρα με τους «προδότες», δήλωσε και συνέχισε σχολιάζοντας πως «είναι πολύ αναπαυτική η πολυθρόνα της εξουσίας αλλά και πλήρης ο ευτελισμός της πολιτικής».

«Όλα αυτά, αποτελούν αναπόφευκτα συμπτώματα βαθύτερων αιτιών.  Δεν πρόκειται για κεραυνό εν αιθρία, αλλά για το βαθύτερο υπόστρωμα της νεοελληνικής πολιτικής κουλτούρας. Δεν αναφέρομαι στα γνήσια πατριωτικά και εθνικά αισθήματα των πολιτών που αντιδρούν, στο εθνικό φρόνημα που πρέπει να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Διότι, οι απλοί πολίτες θα κληθούν να υπερασπιστούν τη χώρα, εάν και όταν χρειαστεί, όπως έγινε πάντα στο παρελθόν. Αναφέρομαι πρωτίστως στις πολιτικές και κομματικές ηγεσίες, που χωρίς ίχνος περίσκεψης εργαλειοποιούν τα αισθήματα αυτά για ιδιοτελείς σκοπούς και προφανείς πολιτικούς στόχους. Τέτοιες στάσεις και συμπεριφορές έχουν διχάσει τον ελληνικό λαό, έχουν επιφέρει τεράστια βλάβη στα συμφέροντα της χώρας με φοβερό εσωτερικό και εξωτερικό κόστος», σημείωσε ο Σπ. Λυκούδης.

Και ανέφερε «με αφορμή τη Συμφωνία με τη γειτονική χώρα αναβίωσαν και πάλι όλοι οι παρωχημένοι αταβισμοί και αναδύθηκε στην επιφάνεια όλο το απόθεμα του πολιτικού δηλητηρίου που φωλιάζει σε μια πολιτική κουλτούρα που δεν έχει κανένα δισταγμό απέναντι, στην καλλιεργούμενη θυματοποίηση και την κίβδηλη «εθνική υπερηφάνεια». Όλα αυτά συνοδεύονται από ένα απίστευτο και χυδαίο πολιτικό  λεξιλόγιο που οξύνει αντί να αμβλύνει τον διχασμό και προσβάλλει βάναυσα ό, τι έχει απομείνει από τον «υμνούμενο» πολιτικό πολιτισμό μας».

«Σχετικά με τη Συμφωνία καθένας μπορεί να διατηρεί την άποψή του. Είναι, όμως, απαράδεκτο να αποδίδονται ένθεν κακείθεν απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί που αμφισβητούν τον πατριωτισμό των πολιτικών αντιπάλων λες και πρόκειται για εμπόλεμα εχθρικά στρατεύματα. Όπως δεν θέλω να αμφισβητούν το δικό μου πατριωτισμό έτσι δεν μπορώ να αμφισβητώ τον πατριωτισμό των άλλων εφόσον τα όρια και τα κριτήρια είναι απολύτως σαφή. Δεν υπεκφεύγω στο θέμα της Συμφωνίας. Έχω δημόσια και με σαφήνεια τοποθετηθεί πριν καν έρθει το θέμα στη Βουλή. Υποστήριξα ότι πρέπει να λύσουμε το θέμα κι όχι απλώς να το κλείσουμε. Να  σκεφτούμε με προσοχή τα επόμενα χρόνια, τις μακροχρόνιες συνέπειες των αποφάσεών μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Συμφωνία είναι σε θετική κατεύθυνση, καλύπτοντας πάγια αιτήματα της ελληνικής πλευράς. Περιέχει, όμως, και «γκρίζα» σημεία τα οποία ίσως να δημιουργήσουν ζητήματα. Ας αποφύγουμε επί των προβληματικών σημείων τις χωρίς μέτρο κραυγές του τύπου «τους δώσαμε ταυτότητα μακεδονική» ή «τους δίνουμε τη γλώσσα μας» κτλ κτλ΄αλλά ας μείνουμε στην ισχυρή νομική και πολιτική επιχειρηματολογία όπως αναπτύχθηκε από τον Ευάγγελο Βενιζέλο, στην Βουλή επ΄αυτών των θεμάτων. Να δούμε σε τι θα έχει δεσμευτεί ή όχι η χώρα, εάν και όταν κληθεί να κυρώσει τη Συμφωνία και εφόσον έχουν εκπληρωθεί ορισμένοι βασικοί όροι της από την άλλη πλευρά. Ας συνεννοηθούμε επίσης. Είναι απολύτως αληθές ότι οι δύσκολες αποφάσεις απαιτούν πολιτικό θάρρος αλλά επίσης αληθές είναι ότι δεν πρέπει να λαμβάνονται χωρίς να συνυπολογίζεται το κοινό, εθνικό αίσθημα. Οι πολιτικές ηγεσίες δεν μπορεί προφανώς να είναι δέσμιες της «κοινής γνώμης», έχουν όμως ευθύνη να τη διαμορφώνουν και να την εκπαιδεύουν και με αυτήν την έννοια είναι υπεύθυνες για την συμπεριφορά της. Κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι δεν μπορούν πότε να αποθεώνουν και πότε να περιφρονούν την «κοινή γνώμη» αναλόγως με τις πολιτικές τους επιδιώξεις», τόνισε.

Και συμπλήρωσε «γεγονός είναι ότι δεν θα φτάναμε σε τέτοιο σημείο σύγκρουσης εάν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ  είχε κατ' αρχάς φροντίσει να χαράξει μια εθνική γραμμή διαπραγμάτευσης επιδιώκοντας τη συναίνεση με τα δημοκρατικά κόμματα της αντιπολίτευσης. Με μια τέτοια προσέγγιση οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας στη Μεταπολίτευση κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να απομακρύνουν τα σημαντικά και κρίσιμα εθνικά θέματα από τον στίβο της εσωτερικής πολιτικής διαμάχης. Επιδιώχτηκε αντιθέτως σήμερα, ο εμβολισμός των κομμάτων της αντιπολίτευσης που εν μέρει επέτυχε στην περίπτωση του ΚΙΝ.ΑΛΛ αλλά απέτυχε στη περίπτωση της ΝΔ παρά τις προφανείς εσωτερικές διαταράξεις. Διότι, στην ουσία προσέφερε στη συντηρητική παράταξη τον προνομιακό χώρο του «εθνικού συναισθήματος».

Φωτογραφία: Ιntime