Θ. Σκυλακάκης: Όταν καίγεται το σπίτι μας

Θ. Σκυλακάκης: Όταν καίγεται το σπίτι μας

Όταν η φωτιά που θα κάψει ό,τι έχει απομείνει έχει ανάψει (η πολιτική της υπερφορολόγησης) και το σπίτι έχει αρχίσει να καίγεται, δεν είναι η ώρα για να δηλώνουμε ότι μπορούμε και μόνοι μας, χωρίς πυροσβεστικό, με την ελπίδα να μας δικαιώσουν οι μεθεπόμενες εκλογές, αναφέρει σε ανάρτησή του στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook ο Θεόδωρος Σκυλακάκης. 

Ο πρόεδρος της Δράσης σημειώνει ότι είναι ώρα να αγωνιστούμε όσο μπορούμε περισσότεροι, από κοινού, για να τη σβήσουμε και δεν είναι η ώρα για να τηρεί το κέντρο -φιλελεύθερο ή σοσιαλδημοκρατικό- ίσες αποστάσεις και να ζητά συναίνεση.

Αναλυτικά, ο κ. Σκυλακάκης αναφέρει: 

«Όταν το σπίτι μας καίγεται δεν είναι η ώρα για ίσες αποστάσεις μεταξύ εμπρηστή και πυροσβεστικού...

Διάβασα το άρθρο της παλιάς μου συμφοιτήτριας και πρώην συντρόφου μας στη Δράση Αντιγόνης Λυμπεράκη στη σημερινή ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και μου έκανε εντύπωση μια φράση της, που φοβάμαι ότι οδηγεί αρκετούς και αξιόλογους φίλους που ανήκουν πολιτικά στο χώρο του φιλελεύθερου ή σοσιαλδημοκρατικού κέντρου σε τελείως λάθος πολιτικά συμπεράσματα. Γράφει η Αντιγόνη "εφόσον και τα δύο κόμματα (σ.σ. τα δύο μεγάλα κόμματα σήμερα ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ) καλούνται να εφαρμόσουν το ίδιο μνημόνιο, θα ήταν καλύτερα να βάλουν τα δυνατά τους και να αναζητήσουν προτάσεις για το μέλλον παρά να υπονομεύει το ένα το άλλο".

Η τοποθέτηση αυτή στην ουσία μας λέει ότι όλες οι πολιτικές που υπογράφουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις με τους δανειστές είναι ίδιες και απλώς το πρόβλημα είναι ότι οι κυβερνήσεις δεν τις εφαρμόζουν. Υποκρύπτει την αντίληψη ότι ό,τι έχει την υπογραφή της Ευρώπης είναι καλό. Είναι ο χωρισμός σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς από την ανάποδη.

Διαφωνώ κάθετα. Τα μνημόνια που υπέγραψαν οι κυβερνήσεις, με βαρύτατη ευθύνη και της ευρωπαϊκής πλευράς, δεν ήταν απλώς τεχνοκρατικά. Υπέκρυπταν μια εμμονή στη διατήρηση του μεγάλου κράτους. Το 2015 η Ελλάδα ξόδεψε 55,4% του ΑΕΠ σε δαπάνες γενικής κυβέρνησης. Η πολιτική της υπερφορολόγησης που διαλύει την οικονομία, είναι γέννημα θρέμμα της πολιτικής του μεγάλου κράτους και είναι επιλογή των ελληνικών κυβερνήσεων. Το μνημόνιο αποτυγχάνει κατά κύριο λόγο όχι γιατί δεν το εφαρμόζουν, αλλά γιατί βάζοντας όλο το βάρος της προσαρμογής στην ιδιωτική οικονομία σκοτώνει το μοναδικό εργαλείο που διαθέτει η χώρα για να βγει από την κρίση.

Επί ΣΥΡΙΖΑ η τάση αυτή οδηγήθηκε στα απόλυτα άκρα. Το μνημόνιο που τώρα εφαρμόζεται δεν οδηγεί πουθενά. Καταστρέφει τη χώρα. Στην καλύτερη περίπτωση οδηγεί σε ένα τέταρτο μνημόνιο και στην μόνιμη φτώχεια και μιζέρια και στην χειρότερη στο σχέδιο Σόιμπλε. Δηλαδή δραχμή, μείον 30% ακόμα στο ΑΕΠ και στο ευρωπαϊκό περιθώριο για μια τριακονταετία, για να λειτουργούμε ως παράδειγμα προς αποφυγή.

Συναίνεση και συγκυβέρνηση στη βάση αυτού του μνημονίου ισοδυναμεί με καταστροφή της χώρας. Χρειάζεται το ταχύτερο μια εναλλακτική σοβαρή μεταρρυθμιστική κυβέρνηση που να αλλάξει ριζικά την εφαρμοζόμενη πολιτική. Σ'' αυτή δεν έχει καμία θέση ο ΣΥΡΙΖΑ. Η μονή ρεαλιστική λύση είναι η κυβέρνηση αυτή να έχει ως κορμό τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη και να συσπειρώσει κατά το δυνατόν όλες τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις που συμμερίζονται την ανάγκη να σωθεί η χώρα. Αν ο χρόνος περάσει και η σημερινή πολιτική που εκδιώκει επιχειρήσεις και ανθρώπους από τη χώρα (ή/και από την επίσημη οικονομία) συνεχιστεί μέχρι πχ.χ. το 2018, ακόμα και η καλύτερη μεταρρυθμιστική κυβέρνηση θα είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν τελικά θα μπορεί να μας σώσει.

Συνεπώς δεν είναι η ώρα για να τηρεί το κέντρο -φιλελεύθερο ή σοσιαλδημοκρατικό- ίσες αποστάσεις και να ζητά συναίνεση. Όταν η φωτιά που θα κάψει ό,τι έχει απομείνει έχει ανάψει (η πολιτική της υπερφορολόγησης) και το σπίτι έχει αρχίσει να καίγεται, δεν είναι η ώρα για να δηλώνουμε ότι μπορούμε και μόνοι μας, χωρίς πυροσβεστικό, με την ελπίδα να μας δικαιώσουν οι μεθεπόμενες εκλογές. Είναι ώρα να αγωνιστούμε όσο μπορούμε περισσότεροι, από κοινού, για να τη σβήσουμε.

Και η συνεισφορά των δυνάμεων που ανήκουν στο κέντρο -φιλελεύθερο ή σοσιαλδημοκρατικό- είναι κρίσιμη για την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων που είναι αναγκαίες για να σωθούμε».