Κινηματογραφικές αναπαραστάσεις του Θείου δράματος: Από το 1903 στο 1961
Από την ταινία «Μισαλλοδοξία» (1916), στο κεφάλαιο που αναφέρεται στον Ιησού. YouTube / Screen grab
Από την ταινία «Μισαλλοδοξία» (1916), στο κεφάλαιο που αναφέρεται στον Ιησού. YouTube / Screen grab

Κινηματογραφικές αναπαραστάσεις του Θείου δράματος: Από το 1903 στο 1961

Ξεφυλλίσαμε την ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου, ψάχνοντας στο έτος 1916, οπότε και προβλήθηκε η ταινία του Ντ. Γ. Γκρίφιθ με τίτλο «Μισαλλοδοξία». Αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια, ένα εκ των οποίων καταγράφει το δράμα του Θεανθρώπου, εκκινώντας από τον γάμο στην Κανά και καταλήγοντας στην σταύρωσή Του.

Την είχαμε παρακολουθήσει το 2016 σε ειδική προβολή με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα από την πρώτη κυκλοφορία της, και ανατρέξαμε σε αυτή με αφορμή τις ημέρες του Πάσχα που διανύουμε. Ώσπου, ανασύροντας το υλικό, ανασύραμε και δύο ακόμη ταινίες που είχαν προηγηθεί χρονολογικά, και αφορούσαν αποκλειστικά στο δράμα του Θεανθρώπου.

Αν αναλογιστεί κανείς ότι η πρώτη δημόσια προβολή ταινίας έγινε το 1895 από τους Αδελφούς Λιμιέρ και η πρώτη προβολή ταινίας με θέμα τα πάθη του Ιησού το 1903, διαπιστώνουμε ότι ο κινηματογράφος, ήδη από τα πρώτα του βήματα, συμπεριέλαβε ένα θρησκευτικό θέμα. Με τους θεατές να «ταυτίζονται» νοητά στην υπέρβαση των εμποδίων, καθότι καθένας έχει τον δικό του ανήφορο να διαβεί, και εν τέλει να προφυλάξει την ψυχή του, να τη διαβρώσει όσο το δυνατόν λιγότερο.

Γνωρίζουμε –και διαπιστώσαμε παρακολουθώντας τις ταινίες– ότι τα τεχνικά μέσα της εποχής ήταν περιορισμένα, από κινηματογραφικής δε πλευράς έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον πώς έγινε η αναπαράσταση. Τα πλάνα ήταν κυρίως μονοπλάνα, δηλαδή η κάμερα στηνόταν σε ένα σημείο και η δράση εκτυλισσόταν εντός συγκεκριμένων διαστάσεων χώρου – ας μη λησμονούμε ότι οι κάμερες την εποχή εκείνη ήταν ογκώδεις, συνεπώς η μετακίνησή τους δεν ήταν εύκολη.

Δεδομένου, επίσης, ότι ήταν η εποχή του βωβού κινηματογράφου, έμφαση δινόταν στην εικόνα και την έκφραση, οι ηθοποιοί συνηθιζόταν να εκφράζονται με κινήσεις χεριών και οι σχετικές πληροφορίες δίνονταν με ενδιάμεσες –μεταξύ των πλάνων και των σκηνών – καρτέλες. Η μουσική που ενίοτε συνόδευε τις ταινίες παιζόταν ζωντανά κατά την προβολή της ή η προσθήκη της γινόταν μεταγενέστερα, μετά την έλευση του ήχου στον κινηματογράφο.

Η γαλλικής παραγωγής ταινία «Η ζωή και το πάθος του Ιησού Χριστού» (La vie et la passion de Jésus Christ, 1903) που παρακολουθήσαμε, δεν έχει ήχο, αλλά, σε ορισμένα σημεία έχει χρωματιστεί μέρος του φιλμ (λ.χ. με κίτρινο χρώμα η ένδυση των Ρωμαίων στρατιωτών).

Με διάρκεια 44’ αποτελεί μία από τις πρώτες αφηγηματικές ταινίες μεγάλου μήκους, και διαρθρώνεται από σκηνές που εισάγονται με ενδιάμεσο τίτλο που φέρει την ονομασία του γεγονότος (όπως Ευαγγελισμός, Γέννηση, κ.ά.), χωρίς να υπάρχουν ενδιάμεσοι τίτλοι.

Επανακυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 1932, και αντί για το χρωματικό εφέ, η ταινία τυπώθηκε σε κόκκινο χρώμα.

Σήμερα, οι σκηνές της ταινίας με τα συγκεκριμένα εφέ θεωρούνται ξεπερασμένες, ενδεχομένως να μην επιτυγχάνεται η συγκίνηση που προκάλεσε η ταινία όταν πρωτοπροβλήθηκε. Η παρατήρηση όμως και μόνο του τρόπου απόδοσης των κινήσεων, των εφέ, συγκριτικά με τις ταινίες που ακολούθησαν, είναι ένα τρόπον τινά «μάθημα» για το πώς εξελίχθηκαν όλα όσα συνθέτουν μια αφηγηματική ταινία.

Επόμενος σταθμός στην απεικόνιση των Θείων παθών το 1912 με την αμερικανικής παραγωγής ταινία «Από την φάτνη στον σταυρό» (From the Manger to the Cross) που αργότερα ονομάστηκε «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ», του Σίντνεϊ Όλκοτ – μεταξύ άλλων, είχε σκηνοθετήσει τον «Μπεν Χουρ» (1907, 15’).

Διαρκείας 77’, η ταινία «Από την φάτνη στον σταυρό» είναι μεγαλύτερη σε διάρκεια από την προηγούμενη ταινία (Η ζωή και το πάθος του Ιησού Χριστού), ασπρόμαυρη, αποτελείται από αρκετούς ενδιάμεσους τίτλους που δίνουν πληροφορίες και της αποδόθηκε (1998) από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ο χαρακτηρισμός «ιστορική».

Ιστορική και η ταινία του Ντ. Γ. Γκρίφιθ, εντασσόμενη από τους κριτικούς σε ένα από τα αριστουργήματα του βωβού κινηματογράφου. Μόνο που το Θείο δράμα δεν περιλαμβανόταν εξαρχής ως κεφάλαιο στην «Μισαλλοδοξία» (210’). Ο αρχικός της τίτλος ήταν «Η Μητέρα και ο νόμος» και θα αποτελείτο από μία μόνο ιστορία, ενός άνδρα που μένει άνεργος στην Αμερική του 1910 και κατηγορείται για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε.

Οι αντιδράσεις, όμως, που ακολούθησαν της ταινίας του «Η Γέννηση ενός Έθνους» (1915) τον οδήγησαν να ενσωματώσει τρεις ακόμη ιστορίες, τρία γεγονότα που μαζί με την υπάρχουσα ιστορία, δημιούργησαν μία ταινία με τέσσερα γεγονότα που αναφέρονται σε διαφορετικές περιόδους της ιστορίας της ανθρωπότητας και συνδέονται μεταξύ τους αφενός αναφερόμενες στην αδυναμία της ανθρώπινης φύσης αφετέρου στη μισαλλοδοξία.

Η κατάληψη της Βαβυλώνας (539 π.Χ.) από τους Πέρσες, η ζωή του Ιησού από το θαύμα του γάμου στην Κανά μέχρι τη Σταύρωση, τα γεγονότα που προηγήθηκαν της Νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου στην Γαλλία (1572), η ανεργία ενός νέου στην Αμερική του 1910 και οι κατηγορίες που του επιρρίπτονται για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε, εναλλάσσονται παράλληλα στην ταινία.

Η χρονική διάρκεια που αντιστοιχεί στα πάθη του Ιησού είναι η μικρότερη συγκριτικά με τις υπόλοιπες ιστορίες, η σταύρωση αποτελεί μέρος των τελευταίων λεπτών της ταινίας, ως κορύφωση των παράλληλων ιστοριών της ταινίας. Οι σκηνές αποδίδονται σε χρωματιστό φιλμ (κυρίως κόκκινο και μπλε), σε εκείνες που αφορούν στον Θεάνθρωπο οι επεξηγήσεις δίδονται με ενδιάμεσους τίτλους όπου το σχήμα του φόντου παραπέμπει σε εκείνο των Γραφών.

Κορωνίδα ταινίας του βωβού κινηματογράφου με θέμα τον Ιησού, η αμερικανικής παραγωγής «Ο Βασιλεύς των Βασιλέων» (1927, 115’) του Σεσίλ ντε Μιλ, με εφέ πρωτόγνωρα για την εποχή.

Η ταινία γυρίστηκε λίγα χρόνια μετά την επίσης θρησκευτικού περιεχομένου «Δώδεκα Εντολές» (1923) του σκηνοθέτη, ο οποίος μάλιστα επέβαλε μέσω συμβολαίου στους πρωταγωνιστές της ταινίας «Ο Βασιλεύς των Βασιλέων», Μπ. Γουόρνερ (1876-1958) και Ντόροθι Κάμινγκ (1894-1983) να μην συμμετάσχουν για μία πενταετία σε ταινία με αντιχριστιανικό θέμα.

Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά, το 1961, κυκλοφόρησε το remake της ταινίας, με σκηνοθέτη τον Νίκολας Ρέι και τον Τζέφρι Χάντερ στον ρόλο του Ιησού. Από την ταινία αυτή ξεκινούν σταδιακά κάθε είδους αποδοκιμασίες και σχόλια κοινού και κριτικών, άλλοτε για την επιλογή του ηθοποιού που υποδύεται τον Ιησού αλλά και πώς τον υποδύεται, για τη σκληρότητα ή μη απόδοσης των σκηνών που περιλαμβάνει η ταινία, η αντιστοίχισή τους ή μη με όσα αναφέρονται στα Ευαγγέλια.

Παρόμοιες αντιδράσεις συναντάμε σε κάθε είδους ταινίες που βασίζονται σε γεγονότα που έχουν με όποιον τρόπο καταγραφεί. Αναφορικά με τις ταινίες θρησκευτικού περιεχομένου, παρατηρούμε ότι γυρίζονται βάσει των πεποιθήσεων των δημιουργών, καθότι βάζουν την υπογραφή τους, ενώ σημαντικά θεωρούνται και τα κάθε φορά κινηματογραφικά μέσα.

Και μπορεί όσες ταινίες αναφέραμε παραπάνω να μην ανήκουν στις δημοφιλέστερες ή εκείνες που προβάλλονται κάθε χρόνο στην τηλεόραση, κατά τις ημέρες που διανύουμε, αποτελούν όμως μέρος ενός «φωτογραφικού άλμπουμ» της συγκεκριμένης κατηγορίας ταινιών. Στο οποίο άλμπουμ προστίθενται αργότερα ταινίες όπως «Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» (1964) του Πιερ Πάολο Παζολίνι με τον Ενρίκε Ιραζοκούι που απείχε από τα πρότυπα του Ιησού με τα ξανθά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια, «Jesus Christ Superstar» (1973), «Η ζωή του Μπράιαν» (1979) έως την γνωστή τηλεοπτική σειρά «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ» (1977). Και έπεται η συνέχεια.

Κεντρική φωτογραφία: Από την ταινία «Μισαλλοδοξία» (1916), στο κεφάλαιο που αναφέρεται στον Ιησού. YouTube / Screen grab