Κεντρική φωτ.: Ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος επάνω στη μοτοσυκλέτα του @ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ
Ένα σπάνιο ντοκουμέντο γνωρίζει το Liberal στους νεότερους, με την αφορμή της έκθεσης του ζωγράφου στην Ιλεάντα Τούντα.
Μάκης Θεοφυλακτόπουλος: Μια συνομιλία του ζωγράφου με τον εαυτό του
Κεντρική φωτ.: Ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος επάνω στη μοτοσυκλέτα του @ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ

Μάκης Θεοφυλακτόπουλος: Μια συνομιλία του ζωγράφου με τον εαυτό του

Ένα σπάνιο ντοκουμέντο γνωρίζει το Liberal στους νεότερους, με την αφορμή της έκθεσης του ζωγράφου στην Ιλεάντα Τούντα.

Ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος ήταν απολαυστικός όποτε σου μιλούσε για τη ζωή του (έφυγε 84 χρόνων, στις 24 Ιουνίου του 2023). Δεν ήταν μόνο ο πολυτάραχος βίος που έζησε νεότερος στα χρόνια εκτός Ελλάδος, αλλά το πώς έριχνε τον εαυτό του στον καναπέ του ψυχαναλυτή, χωρίς να του χαρίζεται. Το έκανε χωρίς επιτήδευση ή ψεύτικους εντυπωσιασμούς για να κερδίσει τον συνομιλητή του, μα κι όταν είχε απέναντί του ένα απρόσωπο, μεγάλο κοινό. Το φανερώνει και μια, έξω από τα συνήθη, συνέντευξη που «πήρε» ο Μάκης από τον Θεοφυλακτόπουλο για λογαριασμό του ιστορικού περιοδικού «Εικαστικά» (με εκδότη τον Αντώνη Μπουλούτζα τη δεκαετία του 1980).

Το 1984 ο 45άρης ζωγράφος βρισκόταν στην πρώτη γραμμή των εικαστικών μας πραγμάτων, έχοντας δουλέψει στην Ελβετία, στη Γαλλία και τέλος στη Νέα Υόρκη με υποτροφία Φορντ. Παρόλο που συνέχιζε να δείχνει το έργο του σε διεθνείς εκθέσεις, ανάμεσά τους τα Ευρωπάλια στις Βρυξέλλες το 1982, το όνειρο μιας καριέρας στο εξωτερικό είχε κλείσει οριστικά.

Στο κείμενο που ακολουθεί ο Θεοφυλακτόπουλος δείχνεται εξομολογητικός ως προς το πώς θα ήθελε να μείνουν στην ιστορία της τέχνης οι «μοτοσικλετιστές» του –τους παρομοιάζει συγκρατημένα με τους «ναύτες» του Τσαρούχη–, απολαυστικός ως προς το πώς έβλεπε την ελληνική πραγματικότητα σε σχέση με τις σύγχρονές του πρωτοποριακές τάσεις και πολύτιμος –ειδικά προς τους νέους δημιουργούς, τότε και σήμερα– για το «παραμύθι» της τέχνης. Ακολουθεί το κείμενο όπως δημοσιεύτηκε στις σελίδες του τεύχους 28 (Απρίλιος 1984).

Μάκης Θεοφυλακτόπουλος

Μια συζήτηση θα κάνω εδώ με τον ίδιο μου τον εαυτό για να κολλήσουν ομαλά και να στρωθούν επάνω στο χαρτί ορισμένες σκέψεις που έκανα και που συνέχεια κάνω πάνω στο έργο μου και στη ζωή. Ας υποθέσουμε ότι συζητούν δυο πρόσωπα, ότι ρωτάει o Μάκης και απαντάει ο Θεοφυλακτόπουλος.

Μάκης: Πώς να ξεκινήσω όμως;

Θεοφυλακτόπουλος: Μου έγινε η πρόταση να αφιερωθούν ορισμένες σελίδες του περιοδικού στη δουλειά μου και θέλησα μ’ αυτήν την ευκαιρία να κάνω μια μικρή αναδρομή στη ζωγραφική μου με οδηγό ένα από τα θέματα που κυριαρχούν, τον άνθρωπο πάνω σε μια μοτοσυκλέτα.

M.: Πώς μπήκε στη μέση αυτό το θέμα;

Θ.: Σήμερα φυσικά έχει γεμίσει o κόσμος μοτοσυκλέτες. Εννοώ ότι και οι δρόμοι είναι γεμάτοι. Και το θέμα έχει συζητηθεί πολύ, αλλά δεν έχει συζητηθεί από μένα. Στα 1966-67 όμως που έδειξα για πρώτη φορά έργα μου στη γκαλερί «Άστορ» και υπήρχαν εκεί μέσα αρκετοί μοτοσυκλετιστές, ήταν η πρώτη φορά που αντιμετωπιζόταν στην ελληνική ζωγραφική αυτό το θέμα, ειδικά και γενικότερα ίσως η σχέση ενός ανθρώπου με μια μηχανή. Τότε από τη Σχολή Καλών Τεχνών δεν είχα ακόμα ξεμπερδέψει και εκεί όταν δεν κάναμε αφηρημένη ζωγραφική αλλά ζωγραφίζαμε από τη φύση, τα θέματά μας ήταν μήλα και άλλοι καρποί, γυμνά, άνθρωποι και καμιά Φορά κάτι βαρκούλες στο Πόρτο Ράφτη.

M.: Στις φωτογραφίες έργων από κείνη την περίοδο φαίνονται καθαρά οι μοτοσυκλετιστές σαν τροχονόμοι ή αστυφύλακες, με τα διακριτικά της εξουσίας πάνω τους. Πώς έγινε και τους διάλεξα τους μπάτσους για να τους ζωγραφίσω;

Θ.: Η φιγούρα του τροχονόμου ή του αστυφύλακα που περνάει με ταχύτητα ή στέκει απειλητικά προκαλούσε την εποχή εκείνη της καραμανλικής αστυνομίας ένα είδος δέους και μετάφερνε όλο το φόβο της εξουσίας. Καμιά φορά όταν φοβάσαι κάτι έξω από σένα, ή και μέσα στην ψυχή σου, μπορεί να θέλεις να το ξορκίσεις μέσα από την Τέχνη σου, από το εκφραστικό σου όργανο. Σήμερα, βλέποντας τα έργα εκείνα, διακρίνω στην ένταση και τη σκοτεινή σύγκρουση που αναδίνουν μια ασυνείδητη κοινωνική κριτική του κλίματος όπου ζούσα. Πρέπει όμως να είμαι σαφής: δεν είναι καμιά συνειδητή καταγγελία ούτε είχα την πρόθεση να μεταδώσω κάποιο μήνυμα. Ήταν ένα είδος αυθόρμητης αντίδρασης στην εικόνα αυτή καθεαυτή του τροχονόμου κ.λπ. και στο περιβάλλον μου. Πάντα με ερέθιζαν πλαστικά τα πράγματα που βρίσκονται σε κίνηση. Άλλωστε, κι εγώ ο ίδιος αισθάνομαι πάντα καλά όταν κινούμαι, όχι όταν κάθομαι.

Μ.: Καλά όλα αυτά, τί γίνεται όμως με η ζωγραφική; Πώς ζωγραφιζόντουσαν αυτά τα πράγματα;

Θ. : Επιρροές πολλές. Λίγο Τσαρούχης, λίγο Μπουζιάνης, δηλαδή, όταν λέμε «Τσαρούχης, Μπουζιάνης», εννοούμε λίγο εξπρεσιονισμός, λίγο εμπρεσιονισμός, σε τελευταία ανάλυση. Κάτω απ' όλα υπήρχε η φιλοδοξία να ζωγραφίσω έναν άνθρωπο με το δικό μου τρόπο. Έφτανα στο αποτέλεσμα σβήνοντας λίγο λίγο τους τρόπους που δεν μου άρεσαν. Βέβαια, σε όλα αυτά δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο. Από πολύ παλιά, από πάντοτε οι καλλιτέχνες –άλλοι το ήξεραν καλά και άλλοι λιγότερο– ψάχνουν για μια ισορροπία να βρίσκονται όσο γίνεται πιο κοντά στη φύση και όσο γίνεται πιο μακριά, δηλαδή μέσα στην τέχνη. Βλέποντας σ’ αυτές τις σελίδες πώς άλλαζε η μορφή του μοτοσυκλετιστή στο έργο μου βλέπεις την αναζήτηση μιας μορφής και το ψάξιμο σε όλα τα επίπεδα: στην ύλη, τη ζωγραφική, στο σχέδιο, στο χρώμα.

Στα πρώτα έργα οι επιρροές φαίνονται έντονες. Τις δεχόμουν τότε με αφέλεια θα μπορούσα να πω, χωρίς δηλαδή να τις αμφισβητώ και να τις υποψιάζομαι ότι θα μπορούσαν να με καπακώσουν. Οι επιρροές ήταν ένα μέσο και μια δοκιμή δυνάμεων και δεν μου ανέστελλαν τη μανία να γίνει το έργο.

Ο Μακης Θεοφυλακτόπουλος στη Wall Street, 1971 @Τζούλια Τσακίρη

Μ.: Και ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι οι επιρροές είναι κάτι κακό; Γίνεται τίποτα χωρίς παρελθόν, χωρίς παράδοση;

Θ.: Οι επιρροές μπορούν να βλάψουν βέβαια, αν εμποδίσουν το ζωγράφο να εκφραστεί προσωπικά, να απαντήσει στο αισθητικό του πρόβλημα με δικό του τρόπο. Επιμένω σε αυτό γιατί είναι αυτό που τόσο πολύ αγωνίστηκα να πετύχω στα είκοσι χρόνια και βάλε που παλεύω με τη ζωγραφική.

Μ.: Δεν πάμε λίγο παρακάτω;

Θ.: Αυτή η πρώτη φάση όπου ο μοτοσυκλετιστής φορούσε στολή διαστέλλεται με ένα σαφές διάστημα από το υπόλοιπο έργο μου όπου το περιγραφικό ή ανεκδοτολογικό στοιχείο παύει να υπάρχει. Στη στολή αυτή θα μπορούσε ένας κριτικός να δει ίσως κάποια σχέση με τους φαντάρους και τους ναύτες του Τσαρούχη.

Μ.: Μπορεί και να μην είχε άδικο.

Θ.: Στη συνέχεια ο καβαλλάρης δεν είναι τροχονόμος, ούτε αστυφύλακας, η δραματικότητα δεν είναι πια συγκεκριμένη αλλά γενικότερη. Η ύπαρξη του ήρωά μου πλάτυνε. Δεν είναι τυχαίο ότι είχα αρχίσει πια εγώ ο ίδιος να καβαλλάω μοτοσυκλέτα. Αυτό νομίζω πως επηρέασε την ένταση και την αλήθεια του αισθήματος που μετέδιναν τα έργα, γιατί πριν έβλεπα μονάχα τις φιγούρες αυτές, ενώ τώρα ζούσα την κίνηση. Αυτό φαίνεται και σε μια στατικότητα που έχουν τα έργα της πρώτης φάσης σε σχέση με τα επόμενα. Και η μορφή άλλαξε από τη στιγμή που είχα εγώ ο ίδιος την εμπειρία. Όταν τρέχει μια μηχανή, δε βλέπεις αν ο μοτοσυκλετιστής έχει μεγάλα χέρια, δε βλέπεις καν χέρια. Αλλά εγώ ένιωσα την ανάγκη να δώσω ένα βάρος στα χέρια∙να τα μεγαλώσω σχεδόν δυσανάλογα γιατί οδηγώντας μηχανή ένιωθα ότι όλη η ενέργεια πέφτει στην κίνηση του χεριού.

Έτσι, όταν ζωγράφιζα είχα την απόλυτη βεβαιότητα ότι ήμουνα πολύ σωστά μέσα στη λειτουργία της τέχνης. Ήθελα να μεταδώσω μια συγκίνησή μου και δεν έβρισκα καμιά θεωρία, καμιά ιδεολογία, καμιά ζωγραφική τάση πιο ελκυστική από αυτό. Νιώθοντας αυτή την αλήθεια έβρισκα πολύ στενές τις προτάσεις των θεωριών. Ήθελα να εικονογραφίσω τη ζωή μου.

Μ.: Την τεχνική όμως την είχα από χέρι.

Θ.: Με την τεχνική δεν ασχολήθηκα ποτέ μ’ αυτό που ονομάζουν «μεράκι». Δεν κάθησα να ψάξω το ιδιαίτερο κόκκινο, ή μπλε, ή την ιδιαίτερη προετοιμασία. Έχοντας τα χρώματα, έψαχνα και ξανάβρισκα την τεχνική μου, ξεχνώντας σχεδόν ό,τι είχα μάθει με τον ίδιο τρόπο που αναζητούσα και τη μορφή: εμπειρικά. Για παράδειγμα, κάποια στιγμή χρησιμοποίησα τα πεταμένα χρώματα που είχα ξύσει με τη σπάτουλα, αυτή την ουδέτερη λάσπη που δεν είχε κανένα χρώμα γιατί ήταν ανακατεμένα επειδή χρειαζόμουνα μια παχιά μάζα που δεν είχα υπομονή να καθήσω να ετοιμάσω και τελικά έγινε μια πολύ πετυχημένη ύλη μέσα στο έργο. Έτσι, κατάλαβα ότι η αίσθηση της ύλης δεν είναι κάτι που διδάσκεται, αλλά που ανακαλύπτεται σε σχέση με την επιδίωξη μιας συγκεκριμένης μορφής.

Μ.: Πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσω και για τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα.

Θ.: Αυτά τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα με τη μορφή που κατέληξαν στον τόπο μας, εξασθενημένα, ώσπου να ρθουν από τόσο μακριά, δεν είχαν την απαιτούμενη ορμή, ώστε να δημιουργήσουν εδώ αληθινή τέχνη. Κι εδώ που τα λέμε δεν μπορώ να καταλάβω πώς ένας άνθρωπος που μπορεί να πρωτόπιασε τηλέφωνο είκοσι χρόνων μπορεί ξαφνικά, ως δια μαγείας, να πάει στο Παρίσι και να δίνει με το έργο του απαντήσεις στην αισθητική αγωνία του, ίδιες με κείνες που θα έδινε ένας Γερμανός που έγραφε στη γραφομηχανή από τα γεννοφάσκια του. Μπορεί να αστειεύομαι αλλά στενοχωριέμαι κιόλας.

Μ.: Μα είναι να μη στενοχωριέμαι;

Θ.: Ο αγώνας είναι διπλός. Πρώτα πρέπει να διώξεις τα ψέματα που σε περιβάλλουν, πρώτα πρέπει στην Ελλάδα να βρεις μια ταυτότητα και έπειτα να δοκιμάσεις αν μπορείς να κάνεις κάτι καλό. Εκτός από τις λαμπρές εξαιρέσεις που δείχνουν εν τέλει ότι η τέχνη είναι κάτι μαζικό που ξεπηδά απ' οπουδήποτε έχουμε να κάνουμε συχνά στον τόπο μας με τη θλιβερή εικόνα μιας παραγωγής καλλιτεχνημάτων που μιμούνται καλά ή λιγότερο καλά, ό,τι τους γυάλισε στην Ευρώπη και ταυτόχρονα –το θλιβερότερο– τρέχουν να δηλώσουν ότι σ' αυτούς πρωτογυάλισε.

Αλλά κι εκεί έξω τώρα τα ρεύματα αυτά έχουν κουραστεί και ό,τι μετράει είναι το έργο που διαθέτει μια ζωγραφική αλήθεια. H πλάνη μας θα μπορούσε να συγχωρεθεί αν ήταν ένα από τα συνηθισμένα σ' όλες τις εποχές καλλιτεχνικά παραστρατήματα. Αλλά εκτός από την πνευματική σύγχυση υπάρχει η σύγχυση που δημιουργεί η αγορά. Η αγορά διάλυσε την αγάπη του καλλιτέχνη για την τέχνη και την έκανε ένα μέσο για χρήμα, διαμερίσματα και τα παρόμοια.

Μ.: Πού νομίζω ακριβώς ότι βρίσκεται κίνδυνος;

Θ.: Ο κίνδυνος δεν είναι να μην έχω ψωμί να φάω για μια μέρα, αλλά να χάσω την πίστη σ’ αυτό που κάνω ή, για να μιλήσω με τη γλώσσα της αγοράς, να πάψω να παραμυθιάζομαι. Και δεν αρκεί να πάρεις την απόφαση να μην το πάθεις, χρειάζεται αντοχή και μάχη καθημερινή.

Από την τελευταία έκθεση του ζωγράφου στο Πολιτιστικό κέντρο του Αλίμου (Φεβρουάριος 2022, επιμ. Μάνος Στεφανίδης). Όρθιος με μάσκα ο Ηλίας Νικολακόπουλος @Κωνσταντίνος Πάλλας

Μ.: Και ο Μπουζιάνης;

Θ.: Ο Μπουζιάνης: Πολύ σπουδαίος. Και ο Παρθένης, ο Θεόφιλος, ο Διαμαντόπουλος, ο Τσαρούχης, ο Μόραλης, ο Γκίκας. Ο μεγάλος Χαλεπάς! Τα κατάφερε κι ο Φασιανός και ο Ακριθάκης. Και βέβαια οι αγαπητοί μου φίλοι Αλέκος Κτενάς, Χρόνης Μπότσογλου, Βαγγέλης Δημητρέας, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης κι απ' τους νεώτερους σπουδαίοι καλλιτέχνες Πελαγία Κυριαζή, Σακελλίων, Γιάννης Παρασκευάδης, Περικλής Γουλάκος, Σταύρος Ιωάννου, και ο πολύ καλός Λάππας. Υπάρχουν οπωσδήποτε και άλλοι.

Μ.: Αυτό δε σημαίνει ότι οι ζωγράφοι αυτοί ξέρουν να φτιάχνουν καλύτερα τα χρώματα από άλλους αλλά ότι κυνηγάνε κάτι που υπάρχει μέσα τους. Εγώ πού το γυρεύω; Πού βρίσκω το υλικό της ζωγραφικής μου;

Θ.: Στο έργο μου και στη ζωή. Κοιτάζω τα έργα μου, κοιτάζω τη ζωή, γυρίζω στα έργα μου και κάτι θέλω ν' αλλάξω. Για παράδειγμα, στα τελευταία έργα η φιγούρα και το φόντο δεν είναι ξεχωριστά. Η φιγούρα ξεσπάει μέσα από το φόντο και γίνεται ένα με αυτό. Μέχρι που δεν μπορείς να τα ξεδιαλύνεις. Επίσης, στην ύλη υπάρχει αλλαγή. Τελευταία έφτασα να χρησιμοποιώ πολύ λίγο το πινέλο, ανακάτευα συνέχεια τα χρώματα με τα χέρια φτιάχνοντας και χαλώντας τη μορφή. Πλάθοντάς τη.

Μ.: Να δούμε τί θα ακολουθήσει.

Ευχαριστούμε τον συγγραφέα και εκδότη Αντώνη Μπουλούτζα για την αναδημοσίευση της ιδιότυπης συνέντευξης του Μάκη Θεοφυλακτόπουλου στα «ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ». Παρά το βραχύβιο του εγχειρήματος, το περιοδικό κρύβει αγέραστους θησαυρούς. 

Κεντρική φωτ.: Ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος επάνω στη μοτοσυκλέτα του @ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ