Οι ταινίες του Αντρέι Ταρκόφσκι με δικά του λόγια
AP Photo/Alexis Duclos
AP Photo/Alexis Duclos

Οι ταινίες του Αντρέι Ταρκόφσκι με δικά του λόγια

«Όταν η ταινία δεν είναι ντοκιμαντέρ, είναι ένα όνειρο. Γι’ αυτό ο Ταρκόφσκι είναι ο μοναδικός. Μετατοπίζεται στον χώρο των ονείρων με άνεση· δεν εξηγεί τίποτα, άλλωστε τι θα μπορούσε να εξηγήσει; Είναι ένας ονειροπόλος που πέτυχε να σκηνοθετήσει τα οράματά του χάρη στο πιο βαρύ, αλλά ταυτόχρονα και το πιο ευκίνητο απ’ όλα, μέσο επικοινωνίας». Αυτά μοιράζεται ο Μπέργκμαν για τον σκηνοθέτη του ονείρου.

Το έργο του Αντρέι Ταρκόφσκι παρουσιάζεται πλήρες σε ένα αφιέρωμα που ξεκινά την Πέμπτη (29/8) στον κινηματογράφο «Ριβιέρα» και θα συνεχιστεί έως την παραπάνω Πέμπτη (4/9). Θα προβληθούν όλες οι ταινίες του: «Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν», «Αντρέι Ρουμπλιόφ», «Σολάρις», «O καθρέφτης», «Στάλκερ», «Νοσταλγία», «Θυσία». 

Καθώς μιλά για τις ταινίες του, μια κλεφτή ματιά από τις σκέψεις που τον απασχολούσαν, καταγράφεται σε πρώτο πρόσωπο στο ανθολόγημα που ακολουθεί με σκόρπιο υλικό από το διαδίκτυο. 

«Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν» (1962)

«Γύρευα να διαπιστώσω εάν τόχα μέσα μου να γίνω σκηνοθέτης» λέει για το κινηματογραφικό του ντεμπούτο. Η παιδική ηλικία του Ιβάν καθοδηγείται από τον Ταρκόφσκι που προβάλλει τη δική του τραυματική εμπειρία. Όπως και ο Ιβάν, ο δημιουργός έζησε τα παιδικά του χρόνια στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Γι’ αυτό και μεγάλο μέρος της ταινίας αντλεί απευθείας από τις προσωπικές του αναμνήσεις.

Η ανατροφή κάποιου, για τον Ταρκόφσκι, είναι η πιο σημαντική περίοδος στη ζωή, και συχνά έλεγε ότι «οι πιο όμορφες αναμνήσεις είναι αυτές της παιδικής ηλικίας». Χτυπημένος από την καταστροφή που έζησε, δήλωσε ότι «η αληθινή παιδική ηλικία ήταν η περίοδος πριν τον πόλεμο. Ο καιρός του πολέμου πάγωσε την καρδιά, συσκότισε την όραση και έβλαψε ανεπανόρθωτα το παιδί».

«Αντρέι Ρουμπλιόφ» (1969)

«Κάθε καλλιτέχνης δέχεται πιέσεις. Ποτέ δεν έχει ιδανικές συνθήκες εργασίας. Μα και αν υπήρχαν αυτές οι συνθήκες ίσως τότε να μην επιζούσε η δουλειά του. Γιατί ο καλλιτέχνης δεν ζει στο κενό. Πρέπει να δέχεται κάποια πίεση. Δεν ξέρω τι είδους μα πρέπει να υπάρχει. Ο καλλιτέχνης υπάρχει επειδή ο κόσμος δεν είναι τέλειος. Κανείς δεν θα είχε την ανάγκη της τέχνης αν στον κόσμο βασίλευαν η ομορφιά και η αρμονία. Ο άνθρωπος δεν θα έψαχνε την αρμονία σε άλλες δραστηριότητες. Θα ζούσε μέσα της. Η τέχνη γεννιέται από τις κακοτεχνίες του κόσμου και αυτό είναι το θέμα της ταινίας μου ''Αντρέι Ρουμπλιώφ''. Η αναζήτηση δεσμών και εννοιών που εκφράζονται στις αρμονικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, μεταξύ τέχνης και ζωής, χρόνου και ιστορίας. Αυτό είναι το θέμα της ταινίας μου».

«Σολάρις» (1972)

«Βρίσκω πως η ταινία δεν είναι τόσο καλή γιατί δεν μπορούσα να ξεφύγω από το είδος του κινηματογράφου επιστημονικής φαντασίας. Ανθρώπινα, ηθικά ζητήματα πάντοτε με απασχολούν πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε ερώτημα γύρω από την τεχνολογία». 

«Οι χαρακτήρες του Solaris κυνηγήθηκαν από απογοητεύσεις και η διέξοδος που τους προσφέραμε ήταν αρκετά απατηλή. Βρισκόταν στα όνειρα, στην ευκαιρία να αναγνωρίσουν τις δικές τους ρίζες – εκείνες τις ρίζες που συνδέουν για πάντα τον άνθρωπο με τη Γη που τον γέννησε. Αλλά ακόμη και αυτοί οι σύνδεσμοι είχαν γίνει εξωπραγματικοί για αυτούς».

«Ο Καθρέφτης» (1975)

«Πολλοί πιστεύουν ότι ο Καθρέφτης είναι η αγαπημένη μου ταινία. Σίγουρα είναι αυτή που μ’ αγγίζει περισσότερο, αφού βασίζεται σε αληθινά περιστατικά των παιδικών μου χρόνων. Είναι η πραγματική βιογραφία της οικογένειάς μου. Κι όμως, δεν νομίζω ότι η ταινία αυτή εξέφρασε όλες μου τις αισθητικές αρχές. Στάθηκε πολύ δύσκολο να την κάνω. Δεν μπορούσα να κάνω μοντάζ. Όλα τα επεισόδια είχαν γυριστεί με τέτοια δραματουργική αίσθηση και τόση προσήλωση στο σενάριο, που όταν έφτασε η ώρα του μοντάζ όλη η ταινία κατέρρευσε μπροστά μου. Έτσι έκανα 19 διαφορετικές αλλαγές στο μοντάζ, μετατοπίζοντας σκηνές ολόκληρες, προσπαθώντας να καταλάβω τι είδους ταινία είχε προκύψει. Δε θυμάμαι πώς τα κατάφερα στο τέλος, όμως αυτό αποδεικνύει ότι η ταινία μονταρίστηκε με τον παραδοσιακό τρόπο». 

«Στάλκερ» (1979)

«Τα πρόσωπα της ταινίας ξεκινούν το ταξίδι τους για τη Ζώνη με προορισμό κάποιο δωμάτιο όπου θα πραγματοποιηθεί, λέει, η πιο κρυφή επιθυμία του καθενός. Και ενώ ο συγγραφέας και επιστήμονας διασχίζουν την επικίνδυνη και παράξενη έκταση της ζώνης, ο Στάλκερ, ο οδηγός τους, τους διηγείται κάποια στιγμή μια ιστορία -αληθινή ή θρύλο, άγνωστο- για κάποιον άλλο Στάλκερ, με το παρατσούκλι Ντικομπράζ. Αυτός πήγε στο μυστικό μέρος και ευχήθηκε να γυρίσει στη ζωή ο αδελφός του, που είχε σκοτωθεί από δικό του σφάλμα. Όταν γύρισε όμως σπίτι, ανακάλυψε πως είχε γίνει πάμπλουτος. Η Ζώνη αγνοώντας την ευχή του, που ο ίδιος ήθελε να πιστεύει πως εκφράζει ό,τι πιο πολύτιμο γι’ αυτόν, εκπλήρωσε τον βαθύτερο και πραγματικό του πόθο. Κι ο Ντικομπράζ πήγε και κρεμάστηκε. Τελικά, οι δύο άντρες φτάνουν στον προορισμό τους. […] Καταλαβαίνουν ότι στο τραγικό, το πιο βαθύ επίπεδο της συνείδησης τους είναι όντα ατελή. Ζήτησαν τη δύναμη να κοιτάξουν μέσα τους και τρόμαξαν. Στο τέλος τους λείπει το πνευματικό σθένος να πιστέψουν στον εαυτό τους».

«Νοσταλγία» (1983)

«Δεν είναι χτισμένη με οδηγό την ανάπτυξη κάποιας ιδέας ή θέματος. Ο μόνος σκοπός της είναι να δώσει μια ποιητική εικόνα. Πάντα θαύμαζα τον Μπρεσσόν για την αίσθηση συνέχειας ή λογικής σύνδεσης που συνέχει τις ταινίες του. Αυτή η αίσθηση πηγάζει από την κανονικότητα τέτοιων επεισοδίων όπως, για παράδειγμα, το να ρίχνουμε ένα ποτήρι νερό σε ένα νεροχύτη κάθε πρωί. Το θεωρώ πολύ σημαντική στιγμή. Προσωπικά, μισώ την τυχαιότητα στην ταινία. Η πιο ποιητική εικόνα, όσο ασήμαντη και παράλογη, έχει πίσω της έναν λόγο».

«Θυσία» (1986)

Σε αυτή την ταινία ήμουν σε θέση να αποκαλύψω πλήρως την κατανόησή μου περί του κόσμου του σύγχρονου ανθρώπου. Για μένα, η «Θυσία» είναι η πιο εσωτερικά συνεπής από όλες τις ταινίες μου. Μιλά για την εμμονή στην αγνότητα και την κυριαρχία πάνω στο «Εγώ» μας, κάτι που μπορεί να οδηγήσει ένα άτομο στην τρέλα.

Για μια σε βάθος γνωριμία με τον κινηματογραφιστή αξίζει να αναζητήσετε το βιβλίο «Ο ποιητής όμοιος Θεού, Η τελευταία μεγάλη συνέντευξη Αντρέι Ταρκόφσκι» (εκδ. Μανιφέστο) σε μετάφραση και επιμέλεια του σκηνοθέτη και συγγραφέα Κωνσταντίνου Μπλάθρα.