Τι είναι αυτό που σπρώχνει έναν ικανό ζωγράφο πίσω από μια ξένη υπογραφή;
Όταν η πλαστογραφία γίνεται τέχνη
Facebook / Wolfgang Beltracchi
Facebook / Wolfgang Beltracchi

Όταν η πλαστογραφία γίνεται τέχνη

Τι είναι αυτό που σπρώχνει έναν ικανό ζωγράφο πίσω από μια ξένη υπογραφή;

Το βιβλίο της Ζανέτ Φίσερ με τίτλο «Psychoanalyst Meets Helene and Wolfgang Beltracchi» δεν είναι μια συνηθισμένη έκδοση. Η Ελβετίδα ψυχαναλύτρια καταγράφει την ιστορία του Βόλφγκανγκ και της συζύγου του Έλεν Μπελτράτσι που εξαπάτησαν τον κόσμο της τέχνης ρίχνοντας στην αγορά περισσότερα από 300 πλαστά έργα (ορισμένα από αυτά δεν ταυτοποιήθηκαν ποτέ).

Μαξ Ερνστ, Φερνάν Λεζέ, Κις Φαν Ντόνγκεν, Αντρέ Ντεραίν είναι μερικά μόνο από τα μεγάλα ονόματα που το ζευγάρι πλαστογράφησε, αποσπώντας εκατομμύρια ευρώ στα 30 περίπου χρόνια της δράσης του. Μέσα από μια σειρά εξομολογητικών συζητήσεων μετά την αποφυλάκιση των Μπελτράτσι στο εργαστήριό τους στην Ελβετία, η συγγραφέας διερευνά το οικογενειακό υπόβαθρο, τα κίνητρα και τις πρακτικές τους. Και προσπαθεί να δώσει απάντηση στο ερώτημα: τι είναι αυτό που σπρώχνει έναν ικανό ζωγράφο πίσω από μια ξένη υπογραφή;

Στην πλούσια αφήγησή του παρακολουθούμε τον Βόλφγκανγκ από το Χόξτερ της Γερμανίας (γενν. 1951) να μεταφέρει το τραύμα της μεταπολεμικής γενιάς. Ο πατέρας του είχε κακοπάθει πολεμώντας στο Στάλινγκραντ, προτού περάσει τέσσερα χρόνια ως αιχμάλωτος πολέμου στη Γαλλία. Η μαθητεία κοντά στον καλλιτέχνη πατέρα του στάθηκε καθοριστική.

Ανέπτυξε το ταλέντο του, βοηθώντας τον στην αποκατάσταση των τοιχογραφιών σε εκκλησίες, μια εργασία εξαιρετικά απαιτητική, που απαιτεί γερή γνώση των υλικών και προσεκτική γνωριμία με τη μνημειακή τέχνη των μαστόρων στις καθεδράλες.

Έτσι, σε ηλικία 12 χρόνων, ο Βόλφγκανγκ μπορούσε, όχι απλώς να αντιγράψει πειστικά, αλλά και να συμπληρώσει δικά του στοιχεία σε ένα πρώιμο έργο του Πικάσο. Στην εφηβεία πια ήταν ένας ολοκληρωμένος ζωγράφος, πιο ικανός κι από τον πατέρα του. Ωστόσο, αυτή του η ικανότητα δεν τον οδήγησε στο δικό του ύφος∙ έως ότου γνωρίσει την Έλεν, πλαστογραφούσε επί 20 χρόνια. Τα πράγματα δεν άλλαξαν ούτε μετά το γάμο τους το 1993. Εκείνος πήρε το επώνυμο της – γεγονός που δεν αφήνει ασχολίαστο η ψυχαναλύτρια - και η Έλεν υπηρέτησε πιστά ως ο ιδανικός μεσάζων το ταλέντο του Βόλφγκανγκ.

Το εξώφυλλο του βιβλίου της Ζανέτ Φίσερ. Πηγή: Twitter /  Cordia_Hoppe28oBpbC

Το ζευγάρι δήλωνε ότι κληρονόμησε τη συλλογή έργων τέχνης από τον παππού της Έλεν, που την είχε αποκτήσει από έναν Εβραίο γκαλερίστα – δραπέτη από τη Γερμανία του Χίτλερ. Το τέλειο σχέδιο! Η Έλεν μπορούσε να πουλήσει τα έργα χωρίς έγγραφα, κάποιες φορές για επταψήφια ποσά.

Ωστόσο, δεν αρκέστηκαν στο ταλέντο του Βόλφγκανγκ. Η επιτυχία τους είχε τις ρίζες της στη σχολαστική έρευνα και την εμμονή στη λεπτομέρεια. Ακολουθώντας αυτό που αποκαλούσαν «πολιτιστικά ταξίδια», το ζευγάρι ταξίδεψε σε μουσεία σε όλο τον κόσμο προκειμένου να μελετήσει τα έργα από κοντά (όχι απλώς από μια καλοτυπωμένη φωτογραφία). Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι επισκέπτονταν τα μέρη όπου ζούσαν οι καλλιτέχνες, βυθίστηκαν στα γράμματα και τα ημερολόγια τους, προσπαθούσαν να κατανοήσουν τους ίδιους τους δημιουργούς και τον κόσμο που έφερνε την τέχνη της εποχής.

Αν και τα έργα γεννήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τη φαντασία του Βόλφγκανγκ, συχνά έδιναν τίτλους από έργα που ήταν γνωστά, αλλά θεωρούνταν χαμένα (και για τα οποία δεν υπήρχαν φωτογραφίες), καλύπτοντας έτσι τα κενά σε πίνακες των καλλιτεχνών χωρίς να δημιουργούν υποψίες.

Το δίδυμο αγόραζε μεθοδικά παλιές κορνίζες και καμβάδες σε υπαίθριες αγορές. Χρησιμοποίησε ακόμη και κάμερα της δεκαετίας του 1920 για να τραβήξει παλιές φωτογραφίες των συνθέσεών τους ως απόδειξη ιστορικής προέλευσης. Δεν ήταν τόσο οι ευφάνταστες πρακτικές που ακολουθούσαν με στρατιωτική ακρίβεια, όσο αυτό που επισημαίνει η Φίσερ στον Τύπο: «Γνώριζαν τα πάντα για τους ζωγράφους που ακολουθούσαν και, νομίζω, ότι –όσο θρασύ κι αν ακούγεται– αυτό αποτελεί μέρος της δημιουργικότητας του Βόλφγκανγκ».

Οι πλαστογράφοι συνήθως προμηθεύονται ένα καλό αρχείο με φωτογραφίες από εγκυκλοπαίδειες, καταλόγους κ.ά. Προσέχουν τις λεπτομέρειες, μελετούν την πινελιά, τις αντιθέσεις του φωτός, τα ψυχρά και τα θερμά χρώματα, τη γραμμή του καλλιτέχνη. Εδώ, όμως, η ψυχαναλύτρια φωτίζει κάτι διαφορετικό: «ο Βόλφγκανγκ όφειλε να γνωρίζει απίθανες λεπτομέρειες προτού αρχίσει να ζωγραφίζει και συνέθετε έργα που θα μπορούσαν να είχαν γίνει στην εξέλιξη των καλλιτεχνών».

Σε συνέντευξή του στο Spiegel το 2012, ο Βόλφγκανγκ είπε πως κατάφερε να κατακτήσει το ζωγραφικό στυλ περίπου 50 καλλιτεχνών. Η αφοσιωμένη άσκηση στο εργαστήριο τον έκανε κυριολεκτικά να βυθιστεί στους κόσμους των άλλων, σε βαθμό που η ταυτότητά του χάθηκε, πιστεύει η Φίσερ.

«Επιχειρώ να συνδέσω την εξαφάνιση του ονόματός του και της προσωπικότητας που μεταφέρεται», εξήγησε, επικαλούμενη την προφανή πεποίθηση του Βόλφγκανγκ ότι, μέσω του έργου του, υιοθετούσε την ταυτότητα του καλλιτέχνη που αντέγραφε. «Ισχυρίζεται ότι μπορεί να νιώσει τα συναισθήματα των ζωγράφων μέσα από το έργο τους». Συγκεκριμένα, αναφέρεται στο βιβλίο το παράδειγμα του ζωγράφου Χέντρικ Άφερκαμπ που έζησε τον 17ο αιώνα και τον οποίο περιγράφει σαν αδελφό του.

Ο πλαστογράφος είδε τον εαυτό του να γεμίζει το κενό στον κατάλογο του καλλιτέχνη, σαν οι δημιουργίες του να συμπληρώνουν το «χαμένο» πρωτότυπο έργο του Άβερκαμπ. Όπως εξηγεί η ψυχαναλύτρια «η εξαφάνιση της ταυτότητάς του έδωσε τη δυνατότητα στον Βόλφγκανγκ Μπελτράτσι να δώσει νόημα στην ύπαρξή του».

Το αποτέλεσμα είναι ένα περίπλοκο και συναρπαστικό πορτρέτο ενός άνδρα (το βιβλίο επικεντρώνεται κυρίως στον Βόλφγκανγκ, κατόπιν αιτήματος της συζύγου του) για τον οποίο η πλαστογραφία έγινε τέχνη. Το ζευγάρι απέκτησε εκατομμύρια δολάρια, αλλά τα χρήματα δεν ήταν το ζητούμενο, υποστηρίζει η Φίσερ. Αν και οι Μπελτράτσι ζούσαν άνετα, ταξίδεψαν πολύ και αγόρασαν ένα σπίτι στη νότια Γαλλία όπου μεγάλωσαν τα παιδιά τους, απέφευγαν πολλές από τις υπερβολές που θα περίμενε κανείς, λόγω του τεράστιου πλούτου που απέκτησαν.

O Βόλφγκανγκ Μπελτράτσι. Πηγή: Facebook / Wolfgang Beltracchi

«Η πλαστογραφία ήταν σχεδόν τυχαία» απολογείται ο ζωγράφος στη Φίσερ. «Απολαμβάναμε να πουλάμε τους πίνακες, αδράξαμε την ευκαιρία, πλουτίσαμε... έπρεπε να ζωγραφίζω και απολαμβάναμε την έρευνα. Η πλαστογραφία έγινε ένας τρόπος για να συνδυάσω όλα αυτά τα πράγματα».

Μετά από δεκαετίες παραποίησης αποδεικτικών στοιχείων και επιμελούς κάλυψης στα ίχνη τους, μια πράξη απροσεξίας έφερε στο φως την εξαπάτηση των Μπελτράτσι. Ο ζωγράφος είχε ξεμείνει από τον ψευδάργυρο που χρησιμοποιούσε για να δημιουργήσει λευκό χρώμα. Αντ' αυτού, αγόρασε μια χρωστική ψευδάργυρου από έναν Ολλανδό τεχνίτη που δεν αποκάλυψε ότι περιείχε τιτάνιο.

Τον επόμενο χρόνο, η σύνθεση με τίτλο «Red Picture with Horses» και υπογραφή του εξπρεσιονιστή Χάινριχ Κάμπεντονκ πουλήθηκε σε δημοπρασία για 2,8 εκατομμύρια ευρώ (η ειρωνεία είναι ότι ήταν τιμή ρεκόρ για τον καλλιτέχνη). Παρουσιάστηκε όμως τούτο το παράδοξο: η ανάλυση του πίνακα έδειξε ίχνη τιτανίου, αλλά η ουσία είχε χρησιμοποιηθεί ως λευκή χρωστική ουσία από τη δεκαετία του 1920. Το εν λόγω έργο υποτίθεται πως έγινε το 1914.

Η ανακάλυψη πυροδότησε αλυσίδα γεγονότων που θα φανέρωνε έναν κόλπο πολλών εκατομμυρίων ευρώ με θύματα συλλέκτες και γκαλερί σε όλο τον κόσμο. Οι πίνακες του Βόλφγκανγκ βρήκαν το δρόμο τους σε περίφημες συλλογές, μεταξύ αυτών και του ηθοποιού Στιβ Μάρτιν.

Οι Μπελτράτσι είχαν εξαπατήσει ειδήμονες του χώρου, ιστορικούς τέχνης που βεβαίωναν για τη γνησιότητα της υπογραφής και την απαράμιλλη ποιότητα των έργων (μόνο έναν χρειάστηκε να χρηματίσουν για τη σιωπή τους). Το 2011, μετά από 30 χρόνια δράσης, ο Βόλφγκανγκ και η Έλεν καταδικάστηκαν σε έξι και τέσσερα χρόνια, αντίστοιχα, για πλαστογραφία 14 έργων τέχνης. Δεκάδες έργα αποκλείστηκαν από τη δίκη λόγω παραγραφής. Υποχρεώθηκαν να πληρώσουν 35 εκατομμύρια ευρώ ως αποζημίωση, ενώ έχουν διευθετήσει αγωγές αξίας 27 εκατομμυρίων δολαρίων.

Μετά την απελευθέρωσή του, ο Βόλφγκανγκ δημιουργεί έργα με το όνομά του, ενώ συνεχίζει να επωφελείται από την μυθιστορηματική ιστορία του, που πρόκειται να εκτινάξει η πρόσφατη κυκλοφορία της έκδοσης. Εμφανίζεται συχνά σε εκδηλώσεις, δίνει ομιλίες και το 2021 κυκλοφόρησε μια σειρά από NFTs, με τίτλο «The Greats», στην οποία μεταγράφει τον «Σωτήρα του κόσμου» («Salvador Mundi») του Λεονάρντο στο ύφος διάσημων καλλιτεχνών, όπως ο Άντι Γουόρχολ και ο βαν Γκογκ.

Ένα διαφημιστικό για τη σειρά υποδηλώνει ότι, αντί να μετανιώσει, ο κύριος πλαστογράφος βρίσκει νέους τρόπους για να συνεχίζει τη δράση του. «Οπλισμένος με πάνω από 60 χρόνια εμπειρίας... είναι το μόνο άτομο που έχει τις γνώσεις και δεξιότητες για να το πετύχει αυτό», λέει ο αφηγητής του βίντεο, συμπληρώνοντας πως τα NFT’s θα τον κάνουν «να γίνει μέρος της ιστορίας της τέχνης». Ακόμη και ως μελανή σελίδα, είναι μέρος της Ιστορίας, αντιτείνουμε εμείς, κι αν δεν έβαζε την υπογραφή του σε άυλα έργα.

Στο βιβλίο της η Φίσερ αποφεύγει τις δημοσιογραφικές κρίσεις, επιχειρώντας να δει την περίπτωση του ζεύγους ψυχαναλυτικά (τους αφιερώνει μάλιστα την έκδοση). Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε επίσης τι σημαίνει «πλαστό». Γίνεται φανερό, χωρίς ιδιαίτερες ψυχαναλυτικές επεξηγήσεις, ότι ο Βόλφγκανγκ Μπελτράτσι ταυτιζόταν προβολικά με τον ζωγράφο που μελετούσε, προσπαθούσε να ψυχανεμιστεί τη ζωή του, τη φάση που περνούσε όταν έφτιαχνε το έργο.

Στον καμβά του δε μετέφερε μόνο το στυλ, που σημαίνει τον τρόπο του ζωγράφου, όσο το συναίσθημά του, την ψυχολογία, την ανάσα του. Θα άξιζε στο μέλλον να τολμήσει κάποιος τη συγκέντρωση όλων αυτών των έργων σε μια έκθεση για την «τέχνη του πλαστού».

Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: Facebook / Wolfgang Beltracchi