Η μέρα που ο Τραμπ αποκάλυψε την ιδιοφυΐα του προστατευτισμού

Κατά τη διάρκεια του ντιμπέιτ, ο πρώην Πρόεδρος Τραμπ, ίσως άθελά του, αποκάλυψε γιατί ο προστατευτισμός είναι τόσο δημοφιλής στις μέρες μας. Τόνισε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν διατήρησε τους δασμούς που ο ίδιος είχε επιβάλει στην Κίνα, λέγοντας για την αντίπαλό του: «Αν δεν της αρέσουν, θα έπρεπε να τους είχε καταργήσει αμέσως». Πρόσθεσε επίσης, «Δεν τους κατήργησε ποτέ, γιατί ήταν τα λεφτά ήταν πολλά. Δεν μπορούσε διότι έτσι θα κατέστρεφε εντελώς ό,τι έχουν προσπαθήσει να κάνουν». Αυτό που αποκάλυψε άθελά του ο Τραμπ είναι η πολιτική ιδιοφυΐα πίσω από τους δασμούς: τα οφέλη τους είναι άμεσα ορατά, όπως οι θέσεις εργασίας που φαίνεται να σώζουν ή τα εργοστάσια που κρατούν ανοιχτά. Οι κυβερνήσεις εισπράττουν τα έσοδα από τους δασμούς, ενώ οι επιχειρήσεις μεταφέρουν το επιπλέον βάρος στο κοινό. Είναι μια λαμπρή στρατηγική για να κερδίσουν οι πολιτικοί ψήφους από αυτούς που στην πραγματικότητα εξαπατούν. Πραγματικά ιδιοφυές.

Η προστατευτική πολιτική του Τραμπ μπορεί να φαινόταν στην αρχή ως ένας τρόπος να επανεκκινήσει τη βιομηχανία των ΗΠΑ, αλλά στην πραγματικότητα, το μόνο που κατάφερε ήταν να ανεβάσει τις τιμές για τους Αμερικανούς καταναλωτές και να προκαλέσει αντίποινα από τους εμπορικούς εταίρους της Αμερικής, όπως η Κίνα και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπρόσθετα, δεκάδες έρευνες έχουν δείξει ότι τελικά οι δασμοί μπορεί να είναι φόροι που επιβάλλονται στα εισαγόμενα προϊόντα αλλά τελικά τους φόρους αυτούς τους πληρώνουν οι ντόπιοι καταναλωτές!

Για να καταλάβουμε καλύτερα γιατί ο προστατευτισμός είναι αναποτελεσματικός και καταστροφικός, μπορούμε να ανατρέξουμε στον θρυλικό οικονομολόγο Frédéric Bastiat και την περίφημη παραβολή του για τον Δήμαρχο της Enios.

Σε αυτή την απλή, αλλά βαθιά παραβολή, ο δήμαρχος της φανταστικής πόλης Ενιός αντιμετωπίζει μια “κρίση” που πλήττει τους εργαζόμενους της περιοχής του. Οι κάτοικοι της πόλης αγοράζουν ξύλο και άλλα υλικά από μια γειτονική πόλη, επειδή είναι φθηνότερα και καλύτερης ποιότητας. Αυτό σημαίνει ότι οι ντόπιοι ξυλουργοί και κατασκευαστές στην Ενιός δεν μπορούν να ανταγωνιστούν με την τιμή και την ποιότητα των γειτονικών ανταγωνιστών τους, και έτσι χάνουν δουλειές.

Ο δήμαρχος, θέλοντας να προστατέψει τους ντόπιους παραγωγούς, αποφασίζει να επιβάλλει μέτρα προστατευτισμού στην Ενιός, δυσκολεύοντας κάθε εισαγωγή από τη γειτονική πόλη. Το αποτέλεσμα; Οι ντόπιοι καταναλωτές πλέον αναγκάζονται να αγοράζουν μόνο το ακριβό και χαμηλότερης ποιότητας ξύλο των τοπικών παραγωγών, επιβαρύνοντας σημαντικά το κόστος διαβίωσης και παραγωγής στην πόλη. Ναι, οι ντόπιοι παραγωγοί και ξυλουργοί αποκτούν δουλειές, αλλά με τεράστιο κόστος για την υπόλοιπη κοινωνία. Οι καταναλωτές υποφέρουν, η οικονομία συρρικνώνεται, και η συνολική ευημερία της πόλης μειώνεται.

Η παραβολή αυτή διδάσκει το εξής απλό μάθημα: όταν το κράτος παρεμβαίνει για να προστατέψει μια ομάδα εργαζομένων μέσω περιορισμών και δασμών, ολόκληρη η κοινωνία υποφέρει. Το ελεύθερο εμπόριο δίνει τη δυνατότητα στους καταναλωτές να αγοράζουν τα προϊόντα που επιθυμούν στην καλύτερη δυνατή τιμή και ποιότητα, ενώ οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να προσαρμόζονται και να βελτιώνονται για να παραμένουν ανταγωνιστικές. Ο περιορισμός αυτού του εμπορίου οδηγεί σε οικονομική παρακμή, όχι ανάπτυξη.

Η πολιτική του Τραμπ να επιβάλλει δασμούς και να προωθεί τον προστατευτισμό είναι ακριβώς το ίδιο λάθος που έκανε ο δήμαρχος της Ενιός. Αντί να δώσει κίνητρα στις αμερικανικές επιχειρήσεις να βελτιωθούν και να ανταγωνιστούν στην παγκόσμια αγορά, τις “προστάτεψε” με δασμούς και εμπόδια που μόνο αύξησαν το κόστος παραγωγής και μείωσαν την ανταγωνιστικότητά τους σε βάθος χρόνου.

Αντίθετα, με την κοινή αντίληψη, η παγκόσμια οικονομική κυριαρχία της Αμερικής δεν συνέβη υπό καθεστώς προστατευτισμού και υψηλών δασμών, αλλά καθώς αυτοί οι φραγμοί μειώνονταν. Το  γράφημα που δημοσίευσε στο X ο αντιπρόεδρος του Cato Institute, Scott Lincicome (@scottlincicome) δείχνει ξεκάθαρα ότι καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες μείωναν τους δασμούς, ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οικονομία τους έγινε πιο ενσωματωμένη στην παγκόσμια αγορά, κάτι που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τεράστια οικονομική τους επέκταση.

Οι χαμηλότεροι δασμοί διευκόλυναν το πιο αποδοτικό εμπόριο, ενίσχυσαν την καινοτομία και επέτρεψαν στις αμερικανικές εταιρείες να ανταγωνίζονται σε παγκόσμια κλίμακα, ωφελώντας τους καταναλωτές με χαμηλότερες τιμές και μεγαλύτερη ποικιλία αγαθών. Η άνοδος των ΗΠΑ ως οικονομικής υπερδύναμης συνέπεσε με την εποχή του ελεύθερου εμπορίου και της μείωσης των δασμών, ενισχύοντας την άποψη ότι οι ανοιχτές αγορές, και όχι ο προστατευτισμός, είναι οι αληθινοί κινητήρες της μακροπρόθεσμης ευημερίας.