Fitch στο Liberal: Εντυπωσιακή η μείωση του ελληνικού χρέους - Οι τράπεζες έχουν αλλάξει σελίδα
Shutterstock
Shutterstock

Fitch στο Liberal: Εντυπωσιακή η μείωση του ελληνικού χρέους - Οι τράπεζες έχουν αλλάξει σελίδα

Τους λόγους για τους οποίους η Fitch έδωσε την επενδυτική βαθμίδα στη χώρα μας αναλύουν στο Liberal τα υψηλόβαθμα στελέχη του οίκου, Federico Barriga και Paolo Comensoli. Μιλούν για τις προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας, την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων, καθώς επίσης και για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα και τις προοπτικές του

Ο Paolo Comensoli (P.C), Associate Director, μιλάει για την κερδοφορία , τα μερίσματα, καθώς επίσης και τη μείωση των κόκκκινων δανείων των τραπεζών. Επισημαίνει τις προκλήσεις του τραπεζικού συστήματος και τονίζει πως «έχει αλλάξει σελίδα και μπορεί να στηρίξει την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας».

Από την πλευρά του ο Federico Barriga (F.B), Director στην Fitch, υπογραμμίζει τους κινδύνους για την ελληνική οικονομία και σκιαγραφεί την πορεία του χρέους της Ελλάδας.

Συνέντευξη στον Νικόλα Ταμπακόπουλο

Τι σας οδήγησε στο να δώσετε επενδυτική βαθμίδα στην ελληνική οικονομία;

F.B: Αναβαθμίσαμε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα στις αρχές Δεκεμβρίου, λαμβάνοντας υπόψη ένα συνδυασμό παραγόντων.

Πρώτον, έχουμε ως δεδομένο τη συνεχιζόμενη βελτίωση των δημοσιονομικών μετρήσεων, ιδίως της ταχείας μείωσης των επιπέδων του δημοσίου χρέους σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη πολιτική δημοσιονομικής σύνεσης. Σημαντικό είναι ακόμη το γεγονός, το οποίο συνάδει με τις προσδοκίες μας, ότι ο δημοσιονομικός προσανατολισμός είναι σταθερός και ότι υπάρχουν περιορισμένοι μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι.

Ένας δεύτερος παράγοντας είναι οι καλύτερες οικονομικές επιδόσεις και η οικονομική ανθεκτικότητα, η οποία καθοδηγείται από ένα υπόβαθρο πολιτικής σταθερότητας, ενώ σημειώνεται και βελτίωση της δυναμικής των επενδύσεων.

Ένας τρίτος παράγοντας είναι η πολιτική συνέχεια και ένα τέταρτος η εκτίμησή μας ότι η βελτίωση του τραπεζικού τομέα μειώνει τους κινδύνους για το κράτος.

Ποιοι είναι οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία;

F.B: Οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι είναι κατά κύριο λόγο εξωτερικοί. Οι οικονομικές επιδόσεις στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην ευρωζώνη, παραμένουν αδύναμες και αυτό θα μπορούσε να μειώσει τις εξαγωγές, τον τουρισμό και τις επενδύσεις, παρόλο που ο αντίκτυπος μέχρι στιγμής ήταν μέτριος. Δεν βλέπουμε σημαντικούς κινδύνους εσωτερικής πολιτικής αυτήν τη στιγμή.

Μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα, οι καθοδικοί κίνδυνοι είναι πιο έντονοι και έχουν να κάνουν με διαρθρωτικές προκλήσεις. Αυτές περιλαμβάνουν δυσμενή δημογραφικά στοιχεία που θα ασκήσουν πίεση στα δημόσια οικονομικά και στις μακροοικονομικές επιδόσεις, ιδίως εάν δεν εφαρμοστούν μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και σε άλλους τομείς τα επόμενα χρόνια.

Η αύξηση του κεφαλαιακού αποθέματος της οικονομίας είναι επίσης μια σημαντική πρόκληση. Έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος τα τελευταία χρόνια, αλλά η ανάκτηση της χαμένης παραγωγής μετά την κρίση θα πάρει χρόνο, καθώς και για την επίτευξη υψηλότερων επιπέδων κατά κεφαλήν εισοδήματος.

Υπάρχουν επίσης προκλήσεις σχετικά με τον αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής, η οποία είναι συνδεδεμένη με δυνητικά υψηλότερο κόστος μετάβασης ή και δημοσιονομικό κόστος.

Τέλος, υπάρχουν ορισμένοι κίνδυνοι για τα δημόσια οικονομικά, ένας από τους οποίους είναι η πρόκληση διατήρησης συνεχών πρωτογενών πλεονασμάτων μακροπρόθεσμα, ιδίως εάν η ανάπτυξη είναι μειωμένη. Ένας άλλος κίνδυνος είναι δυνητικά ζητήματα χρηματοδότησης από τη στιγμή που η Ελλάδα αρχίσει να μειώνει το μερίδιό της στο χρέος με ευνοϊκούς όρους και χρειάζεται να βασίζεται πολύ περισσότερο στη χρηματοδότηση της αγοράς με, πιθανόν, υψηλότερα επιτόκια.

Παρατηρούμε επενδυτές να αγοράζουν τραπεζικές μετοχές. Για παράδειγμα της Alpha Bank ή της Εθνικής Τράπεζας. Ποιες είναι οι προοπτικές και οι προκλήσεις του ελληνικού τραπεζικού συστήματος;

P.C: Οι προοπτικές για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα βελτιώνονται. Οι τράπεζες θα επωφεληθούν από την ανάπτυξη των δανείων το επόμενο έτος,  λόγω της οικονομικής ανάπτυξης, του δυναμισμού του real estate  και των αυξημένων επενδυτικών ευκαιριών στη χώρα. Αναμένουμε επίσης ότι οι συνθήκες χρηματοδότησης και η πρόσβαση στην αγορά για τις τράπεζες θα επωφεληθούν από το ενισχυμένο πιστωτικό προφίλ της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα (BBB-/Stable).

Η κερδοφορία θα παραμείνει ικανοποιητική, υποστηριζόμενη από ακόμη υψηλά καθαρά έσοδα από τόκους, τα οποία θα πιεστούν μέτρια μόνο από τις υψηλότερες αποδόσεις των καταθέσεων και τον ανταγωνισμό στα περιθώρια δανείων. Η αύξηση των εσόδων από προμήθειες, η αποτελεσματική λειτουργικότητα  και οι περιορισμένες χρεώσεις απομείωσης δανείων θα στηρίξουν επίσης τη δημιουργία κερδών.

Μετά από ασθενέστερη από την αναμενόμενη ανάπτυξη το 2023, αναμένουμε ότι το απόθεμα των εξυπηρετούμενων δανείων θα ωφεληθεί από χαμηλότερες αποπληρωμές δανείων και αυξημένη πιστωτική ζήτηση από τις επιχειρήσεις λόγω επενδυτικών ευκαιριών που σχετίζονται με προγράμματα της ΕΕ. Οι νέοι δανεισμοί σε πελάτες λιανικής θα αρχίσουν να ανακάμπτουν, αλλά θα παραμείνουν, πιθανότατα, υποτονικοί, ειδικά τα στεγαστικά δάνεια.

Αναμένουμε ότι ο δείκτης κόκκινων δανείων θα μειωθεί περαιτέρω κάτω από το 5% έως το τέλος του 2024 λόγω συνεχιζόμενων ανακτήσεων, πωλήσεων και νέων εισροών. Ο τελευταίος παράγοντας αναμένεται να υποστηριχθεί από την οικονομική ανάπτυξη, την ανθεκτική αγορά εργασίας και τα μέτρα στήριξης των δανειοληπτών, κυρίως το ανώτατο όριο του επιτοκίου των στεγαστικών δανείων που λήγει τον Μάιο του 2024, αλλά θα μπορούσε να παραταθεί περαιτέρω.

Τα επίπεδα κεφαλαιοποίησης έχουν αποκατασταθεί σε επαρκή επίπεδα λόγω της σημαντικά βελτιωμένης δημιουργίας κερδών και των ενεργειών ενίσχυσης του κεφαλαίου τα τελευταία τρία χρόνια. Αναμένουμε από τις τράπεζες να συνεχίσουν να ενισχύουν τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας το 2024, με ταυτόχρονη μείωση των κεφαλαιακών βαρών από αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις και καθαρά προβληματικά περιουσιακά στοιχεία, παρά την επανεκκίνηση της πληρωμής μερισμάτων και την αύξηση των δανείων.

Θα μπορούσαν να προκύψουν προκλήσεις, εάν ενταθούν οι πιέσεις για την προσιτότητα του χρέους, για παράδειγμα λόγω του υψηλού πληθωρισμού που διαβρώνει το διαθέσιμο εισόδημα του δανειολήπτη, με αποτέλεσμα αναδιαρθρώσεις.

Η χειροτέρευση της απόδοσης στις ανακτήσεις ποσών δανείων από τράπεζες ή υπηρεσίες εξυπηρέτησης αντιπροσωπεύει επίσης κίνδυνο για την ποιότητα του ενεργητικού του συστήματος. Η πρόσφατα δημιουργηθείσα αστάθεια στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές θα μπορούσε επίσης να καθυστερήσει τις εκδόσεις ομολόγων, αλλά ο κλάδος βρίσκεται σε καλό δρόμο για να εκπληρώσει την τελική ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και υποχρεώσεις (MREL) έως το τέλος του 2025. Αναμένουμε επίσης από τις τράπεζες να διαχειριστούν την αντιστάθμιση και τη διάρκεια του ισολογισμού για να μειώσουν την αρνητική ευαισθησία στα χαμηλότερα επιτόκια εν όψει μιας πιθανής αντιστροφής της νομισματικής πολιτικής.

Τέλος, το χρέος της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι σε υψηλά επίπεδα παρά τη μείωσή του. Ποιες μεταρρυθμίσεις πρέπει να υλοποιηθούν προκειμένου να πέσει σε αποδεκτό επίπεδο;

F.B: Δεν παρέχουμε συμβουλές για άσκηση πολιτικής. Σημειώνουμε μόνο στις προβλέψεις μας ότι τα επίπεδα του δημοσίου χρέους θα συνεχίσουν να μειώνονται αρκετά γρήγορα τα επόμενα πέντε χρόνια, λόγω του συνδυασμού μέτριας ονομαστικής ανάπτυξης, σταθερού κόστους επιτοκίων και πρωτογενών πλεονασμάτων, περίπου 2% του ΑΕΠ. Μια ταχύτερη μείωση του χρέους θα απαιτούσε είτε ταχύτερη ανάπτυξη, ακόμη πιο αυστηρή δημοσιονομική στάση ή μείωση των επιτοκίων, αν και αυτό το τελευταίο είναι πολύ απίθανο δεδομένης της ήδη ευνοϊκής δομής του δημοσίου χρέους.