Βιβλιοπαρουσίαση: «Η οφθαλμαπάτη του σουηδικού σοσιαλισμού: Η οικονομική ιστορία ενός κράτους πρόνοιας» του Johan Norberg (Μέρος 2)
Shutterstock
Shutterstock

Βιβλιοπαρουσίαση: «Η οφθαλμαπάτη του σουηδικού σοσιαλισμού: Η οικονομική ιστορία ενός κράτους πρόνοιας» του Johan Norberg (Μέρος 2)

Τα περισσότερα δυτικά κράτη πρόνοιας επεκτάθηκαν κατά πολύ στη δεκαετία του 1960 και η Σουηδία δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Αυτό που διαφοροποιεί τη Σουηδία ήταν πως, όταν άλλοι επιβράδυναν, η Σουηδία συνέχιζε. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι κρατικές δαπάνες ξεπέρασαν το όριο του 50% του ΑΕΠ και σύντομα πλησίασαν το 60%. 

Όμως οι δεκαετίες του 1970 και του 1980 δεν ήταν απλώς μια περίοδος υψηλών δημόσιων δαπανών. Η κυβέρνηση ξεκίνησε επίσης να παρεμβαίνει στη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς, όπως στις τιμές και τους μισθούς. 

Ωστόσο, όταν ο Norberg αποκαλεί αυτή την περίοδο των 20 ετών «σοσιαλιστική περίοδο», δεν μιλά μόνο για συγκεκριμένες πολιτικές. Περιγράφει επίσης ένα γενικό πνεύμα των καιρών: 

«Η Σουηδία δεν έγινε ποτέ μια τυπική σοσιαλιστική χώρα, με τα μέσα παραγωγής να περνούν στα χέρια της κυβέρνησης. Οι σοσιαλδημοκράτες σκέφτηκαν να αναλάβουν τον έλεγχο των μεγάλων επιχειρήσεων με τα ‘Ταμεία Εργαζομένων’, […] μεταφέροντας αυτές τις εταιρείες από ιδιωτικά χέρια σε συλλογική ιδιοκτησία, αλλά η προσπάθεια αυτή […] μετριάστηκε σημαντικά […] 

Ωστόσο, ολόκληρο το κλίμα των ιδεών στη Σουηδία εμποτίστηκε από τις σοσιαλιστικές ιδέες στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, ιδέες εγγενείς στο σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα αλλά και προερχόμενες κάποιες από εξωτερικές δυνάμεις». 

Εδώ ο Νόρμπεργκ αναφέρται στην εμβληματική για τη σοσιαλιστική πολιτική της περιόδου ιδέα, το «Σχέδιο Meidner», το πνευματικό τέκνο του οικονομολόγου των συνδικάτων Rudolf Meidner. Στην αρχική του μορφή, το σχέδιο Meidner ήταν ένα σχέδιο για τη σταδιακή κοινωνικοποίηση του μεγαλύτερου μέρους της οικονομίας. 

Το σχέδιο προέβλεπε να εξαναγκαστούν οι εταιρείες να εκδίδουν έναν νέο γύρο μετοχών κάθε χρόνο, ανάλογα με τα κέρδη τους, και να μεταφέρουν αυτές τις μετοχές σε ένα ταμείο που θα ανήκει στα συνδικάτα τα οποία και θα το διαχειρίζονται. Τεχνικά, αυτό δεν συνεπάγεται απαλλοτρίωση. Ας υποθέσουμε ότι μια εταιρεία είχε αρχικά εκδώσει 100 μετοχές και εσείς έχετε 20 από αυτές. Αυτό θα σας έκανε τον ιδιοκτήτη του ενός πέμπτου της εταιρείας. Εάν στη συνέχεια η εταιρεία εκδώσει άλλες 20 μετοχές και τις παραδώσει στο συνδικαλιστικό ταμείο, οι 20 μετοχές σας δεν θα έχουν αφαιρεθεί από εσάς. Απλώς πλέον θα κατέχετε μόνο το ένα έκτο και όχι το ένα πέμπτο της εταιρείας (δηλαδή 20 μετοχές από 120 αντί για 20 από 100). Εάν το ίδιο συμβεί ξανά τον επόμενο χρόνο, το ποσοστό της εταιρείας που θα κατέχετε θα μειωθεί στο ένα έβδομο. Και ούτω καθεξής.  

Αυτοί οι αριθμοί είναι απλώς ενδεικτικοί: η πραγματική μεταβίβαση ιδιοκτησίας στο πλαίσιο του σχεδίου Meidner θα ήταν πιο αργή. Αλλά περίπου κατά τη διάρκεια μιας γενιάς, τα ταμεία θα είχαν αποκτήσει το πλειοψηφικό μερίδιο στις περισσότερες μεγάλες εταιρείες. 

Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το σχέδιο Meidner εξακολουθεί να ενθουσιάζει πολλούς σοσιαλιστές σήμερα. Το περιοδικό Jacobin, για παράδειγμα, το περιγράφει ως «μία από τις πιο φιλόδοξες δημοκρατικές σοσιαλιστικές προτάσεις πολιτικής που εξετάστηκαν ποτέ σοβαρά σε μια ανεπτυγμένη οικονομία» και ζητά την εισαγωγή του στις ΗΠΑ σήμερα: 

«Οι υφιστάμενοι κάτοχοι κεφαλαίου […] θα διατηρούσαν τις μετοχές τους, αλλά αυτές οι μετοχές θα μειώνονταν με νέες εκδόσεις κάθε χρόνο […] 

Τα μερίδια με δικαίωμα ψήφου των ταμείων θα αυξάνονταν έτσι σταδιακά σε αξία έως ότου το εισόδημα κεφαλαίου και ο έλεγχος της οικονομίας να βρεθούν στα χέρια του κοινού». 

Ομοίως, στο Ηνωμένο Βασίλειο, η μαρξίστρια οικονομολόγος Grace Blakeley γράφει: 

«Κάθε σοσιαλιστική κυβέρνηση πρέπει να εξετάσει ριζοσπαστικές προτάσεις για να μετασχηματίσει την ιδιοκτησία και τις επενδύσεις – μέσω, για παράδειγμα, […] ενός σχεδίου Meidner για το Ηνωμένο Βασίλειο». 

Στις τελευταίες γενικές εκλογές, ένα τέτοιο «Σχέδιο Meidner για το Ηνωμένο Βασίλειο» ήταν η επίσημη πολιτική του Εργατικού Κόμματος ανεξαρτήτως αν δεν ονομαζόταν έτσι. Σύμφωνα με τον τότε σκιώδη υπουργό οικονομικών John McDonnell: 

«Η ισχύς προέρχεται επίσης από την ιδιοκτησία. Πιστεύουμε ότι οι εργαζόμενοι, που δημιουργούν τον πλούτο μιας εταιρείας, θα πρέπει να μετέχουν στην ιδιοκτησία της […] 

Θα νομοθετήσουμε οι μεγάλες εταιρείες να μεταφέρουν μετοχές σε ένα «Περιεκτικό Ταμείο Ιδιοκτησίας». Τις μετοχές θα κατέχουν και θα τις διαχειρίζονται συλλογικά οι εργαζόμενοι. Η συμμετοχή αυτή θα δώσει στους εργαζόμενους τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους μετόχους ώστε να έχουν λόγο για την κατεύθυνση της εταιρείας τους.» 

Όταν η Σουηδία εισήγαγε τελικά τα Ταμεία Εργαζομένων στη δεκαετία του 1980, έλειπε από αυτά το βασικό χαρακτηριστικό του αρχικού Σχεδίου Meidner: το ανοιχτό του τέλος. Τα ταμεία Meidner θα έλεγχαν, εκ προοιμίου, ένα διαρκώς αυξανόμενο ποσοστό του κεφαλαίου της χώρας. Τα πραγματικά ταμεία υπαλλήλων της Σουηδίας είχαν ανώτατα όρια και μάλιστα δεν χρησιμοποίησαν τον μηχανισμό της αναγκαστικής έκδοσης μετοχών. Έμοιαζαν περισσότερο με ένα συνταξιοδοτικό ταμείο, το οποίο απλώς αγόραζε μετοχές που υπήρχα προς πώληση. Ο ίδιος ο Meidner – κατανοητά – δεν ήταν ευχαριστημένος: το πραγματικό του σχέδιο δεν δοκιμάστηκε ποτέ. 

Μετά από λίγα χρόνια τα ταμεία αυτά διαλύθηκαν ξανά χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. 

Η Σουηδία των δεκαετιών του 1970 και του 1980, λοιπόν, δεν ήταν μια σοσιαλιστική χώρα, αλλά μια χώρα που ώθησε τη σοσιαλδημοκρατία στα άκρα της, και στην οποία οι σοσιαλιστικές ιδέες για περαιτέρω δράση συζητήθηκαν σοβαρά στα υψηλότερα επίπεδα. 

Όταν οι σύγχρονοι σοσιαλιστές χαρακτηρίζουν τη Σουηδία παράδειγμα «επιτυχημένης σοσιαλιστικής οικονομίας», μιλούν γι' αυτό. Δεν μιλούν για την πραγματική Σουηδία που υπάρχει σήμερα. Δεν μιλούν καν για την πραγματική Σουηδία που υπήρχε στη δεκαετία του 1970 ή του 1980. Αντίθετα, παίρνουν τη Σουηδία της δεκαετίας του 1970/80 ως αφετηρία, και την προεκτείνουν σε μια σοσιαλιστική κατεύθυνση στο πλαίσιο των ιδεών του Meidner.  

Αυτό όμως, φυσικά, δεν είναι κάτι που συνέβη, και χρησιμοποιώντας το ως παράδειγμα προκαλεί σε μεγάλο βαθμό το ερώτημα εάν ο μεϊντνεριτικός σοσιαλισμός θα είχε λειτουργήσει καλύτερα από όλες τις άλλες εκδοχές. 

Είτε έτσι είτε αλλιώς – στο βαθμό που προχώρησε η Υπερ-Σοσιαλιστική Δημοκρατία με Σοσιαλιστικά Χαρακτηριστικά, τα οικονομικά της αποτελέσματα δεν υπήρξαν ιδιαίτερα καλά. Δεν οδήγησαν σε μια ανθρωπιστική καταστροφή τύπου Βενεζουέλας, αλλά σε μια περίοδο σχετικής οικονομικής παρακμής, η οποία κορυφώθηκε στην οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1990. Για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1930, η Σουηδία ήταν λιγότερο πλούσια από τον μέσο όρο της Δυτικής Ευρώπης. Το δημόσιο χρέος είχε εκτιναχθεί από κάτω από το 20% του ΑΕΠ σε πάνω από 80%, και η ανεργία εκτοξεύτηκε σε πάνω από 10%. 

Αυτό οδήγησε σε μια επιστροφή στις φιλελεύθερες αρχές κατά τη δεκαετία του 1990. Οι έλεγχοι των τιμών καταργήθηκαν, οι κρατικές επιχειρήσεις ιδιωτικοποιήθηκαν και οι δημόσιες δαπάνες μειώθηκαν ξανά στο 50% του ΑΕΠ (το οποίο εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλό, αλλά για να φτάσουμε εκεί χρειάστηκε μείωση κατά περισσότερες από δέκα ποσοστιαίες μονάδες από το ανώτατο σημείο του). 

Σήμερα, η Σουηδία περιγράφεται καλύτερα ως μια οικονομία της αγοράς που σε γενικές γραμμές είναι αρκετά φιλελεύθερη, εκτός από το γεγονός ότι έχει ένα πολύ μεγάλο κράτος πρόνοιας. 

Συνιστά η σχετική επιτυχία που απολαμβάνει ξανά σήμερα η Σουηδία μια πρόκληση για τους υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς; 

Εξαρτάται. Εάν είστε ένας «Lafferite» και ταυτίζετε την οικονομία της ελεύθερης αγοράς με τις φορολογικές περικοπές πιστεύοντας ότι οι υψηλοί φόροι είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανάπτυξη, τότε δεν είναι άδικο εάν ένας αντίπαλος σας ρωτήσει γιατί η Σουηδία τα πάει τόσο καλά. Αλλά η άποψή μου εδώ και πολύ καιρό είναι ότι, αν μια χώρα κάνει τα περισσότερα άλλα πράγματα σωστά, και εάν έχει μια κοινωνία υψηλής εμπιστοσύνης όπου οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να συγκεντρώσουν τους πόρους τους, τότε μπορεί να έχει και ένα αρκετά υψηλό επίπεδο φορολογίας. Δεν σημαίνει ότι ένα μοντέλο υψηλής φορολογίας είναι μια εξαιρετική ιδέα – απλώς ότι τα μειονεκτήματα είναι ανεκτά. 

Με άλλους τρόπους, ωστόσο, το σουηδικό κράτος πρόνοιας θέτει ορισμένες προκλήσεις για τους δηλωμένους θαυμαστές του. 

Πρώτον, η Σουηδία έχει προχωρήσει περισσότερο από τα περισσότερα κράτη πρόνοιας με την εισαγωγή συστημάτων που μοιάζουν με κουπόνια, όπου οι υπηρεσίες χρηματοδοτούνται από το δημόσιο, αλλά μπορούν να παρέχονται ιδιωτικά εάν το επιλέξουν αυτόό οι αποδέκτες. Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των διαφόρων κλάδων του κράτους πρόνοιας, αλλά συνολικά, σχεδόν το ένα πέμπτο του προνοιακού προϋπολογισμού δαπανάται σε ιδιώτες παρόχους. Για παράδειγμα, ένας στους έξι μαθητές φοιτά σε ιδιωτικά σχολεία που χρηματοδοτούνται από το δημόσιο. Όποτε υιοθετήθηκαν ή εξετάστηκαν παρόμοια μέτρα στη Βρετανία, εκδηλώθηκε σφοδρή αντίδραση από τους σοσιαλιστές και τους λάτρεις της Σουηδίας. Το NHS, ειδικότερα, δεν μπορεί να αγοράσει ούτε ένα μολύβι από μια ιδιωτική εταιρεία χωρίς αυτό να πυροδοτήσει υστερικές αντιδράσεις στην «υφέρπουσα ιδιωτικοποίηση». 

Δεύτερον, το σουηδικό παράδειγμα καθιστά σαφές ότι δεν μπορείς να έχεις ένα κράτος πρόνοιας αυτού του μεγέθους φορολογώντας μόνο κάποια υπερπλούσια άτομα, όπως υποννοούν οι Βρετανοί αριστεροί. Αυτό απαιτεί υψηλούς φόρους για όλους και είναι ανέντιμο να παρουσιάζεται ως ένα σχεδόν δωρεάν γεύμα. 

Τρίτον, το μεγαλύτερο μέρος της αναδιανομής στη Σουηδία γίνεται «οριζόντια» και όχι «κάθετα»: δεν είναι αναδιανομή από τους πλούσιους στους φτωχούς, αλλά μεταξύ ατόμων που βρίσκονται στο ίδιο ή σε γειτονικό εισοδηματικό πεμπτημόριο. Μερικοί άνθρωποι είναι καθαροί ωφελούμενοι του κράτους πρόνοιας καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής τους, κάποιοι είναι καθαροί συνεισφέροντες διά βίου, αλλά πολλοί απλώς πληρώνουν για τα δικά τους ωφελήματα, μείον το κόστος διαχείρισης. 

Αυτός δεν είναι σε καμία περίπτωση ο χειρότερος από όλους τους δυνατούς κόσμους, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αυτό είναι καλύτερο από ένα μικρότερο, πιο στοχευμένο κράτος πρόνοιας, με το οποίο δεν έρχεται κανείς σε επαφή εκτός και αν πέσει σε μια δύσκολη κατάσταση. 

Συνοπτικά: εάν θέλετε να χρησιμοποιήσετε τη Σουηδία ως παράδειγμα ενός επιτυχημένου σοσιαλδημοκρατικού κράτους πρόνοιας, το οποίο λειτουργεί παρά τους υψηλούς του φόρους – κάντε το. Έχετε ένα δίκιο, ακόμα κι αν υπάρχουν σημαντικές επιφυλάξεις που θα πρέπει να αναφέρετε. Αλλά η χρήση της Σουηδίας ως παράδειγμα μιας επιτυχημένης «σοσιαλιστικής» οικονομίας είναι στην πραγματικότητα απλώς ένα φτηνό ρητορικό τέχνασμα, το οποίο πρέπει να αποκαλυφθεί. Οι σοσιαλιστές που το κάνουν αυτό δεν αναφέρονται στην πραγματική Σουηδία, ή ακόμα και σε μια εξιδανικευμένη Σουηδία του παρελθόντος, αλλά σε μια Σουηδία που πιστεύουν ότι θα μπορούσε κάποτε να εξελιχθεί έτσι. Πρόκειται στην πραγματικότητα για απλώς ακόμα έναν περιφραστικό τρόπος για να πει κανείς ότι «ο πραγματικός σοσιαλισμός δεν δοκιμάστηκε ποτέ». 

Ο Kristian Niemietz είναι επικεφαλής ζητημάτων Πολιτικής Οικονομίας στο Institute of Economic Affairs.       

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 8 Σεπτεμβρίου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.