Έξι διδάγματα από την Αυστριακή Οικονομική Σχολή
Shutterstock
Shutterstock

Έξι διδάγματα από την Αυστριακή Οικονομική Σχολή

Στις 15 Απριλίου, ο Διευθυντής Σύνταξης του IEA, Kristian Niemietz, έδωσε μια ομιλία με τίτλο «Σχολές Σκέψης της Ελεύθερης Αγοράς» για τους ασκούμενους του IEA. Αυτή η ομιλία κανονικά καλύπτει επίσης τη Σχολή του Σικάγο, τη Σχολή Δημόσιας Επιλογής και την Ορντο-φιλελεύθερη Σχολή, αλλά υπό το φως των πρόσφατων γεγονότων, αυτή τη φορά, ο Niemietz αποφάσισε να αφιερώσει ολόκληρη την ομιλία του μόνο στην Αυστριακή Σχολή.

Το παρακάτω άρθρο είναι μια επεξεργασμένη απομαγνητοφώνηση της ομιλίας του. Μια συνοπτική εκδοχή της δημοσιεύτηκε επίσης στο CapX.

Την περασμένη εβδομάδα, ο Renato Moicano, ένας επαγγελματίας αθλητής πολεμικών τεχνών που αγωνίζεται στο Ultimate Fighting Championship (UFC), έκανε μια μάλλον ασυνήθιστη ανακοίνωση μετά από έναν αγώνα. Είπε:

«Λατρεύω την ιδιωτική ιδιοκτησία και επιτρέψτε μου να σας πω πως, αν νοιάζεστε για τη χώρα σας, διαβάστε τον Λούντβιχ φον Μίζες και τα έξι μαθήματα της Αυστριακής Οικονομικής Σχολής […]!»

Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι επρόκειτο για κάποιο deepfake τεχνητής νοημοσύνης, ένα «ξεκαρδιστικό» αστείο κάποιου σπασίκλα φοιτητή οικονομικών. Αλλά ένας από τους νεότερους συναδέλφους μου, που ξέρει περισσότερα για αυτά τα πράγματα από εμένα, με διαβεβαιώνει ότι είναι αληθινό.

Αν αυτό συμβαίνει – πολύ καλά! Συμφωνώ με τον κ. Moicano, και σήμερα, θα μιλήσω λίγο για τη σχολή οικονομικής σκέψης στην οποία αναφέρθηκε: την Αυστριακή Σχολή Οικονομικών Επιστημών.

Η Αυστριακή Σχολή εμφανίστηκε στη Βιέννη τη δεκαετία του 1870. Πήρε το όνομά της με υποτιμητική πρόθεση από τους αντιπάλους της που ανήκαν στη Γερμανική Ιστορική Σχολή, γιατί γι' αυτούς το «αυστριακός» σήμαινε «επαρχιακός». Αλλά δεν υπήρχε τίποτα επαρχιακό στους οικονομολόγους αυτούς, και στην ακμή τους, είχαν έναν βαθύ αντίκτυπο στην οικονομική επιστήμη.

Δεν είμαι σίγουρος ποια είναι τα «έξι μαθήματα» στα οποία αναφέρεται ο κ. Moicano (μπορεί να ήταν μια αναφορά σε ένα βιβλίο του Mises Institute, το οποίο αποτελείται από έξι διαλέξεις), αλλά θα επισημάνω έξι σημαντικές συνεισφορές αυτής της οικονομικής σχολής.

1. Ο υποκειμενισμός υπερισχύει έναντι της εργασιακής θεωρίας της αξίας

Στα οικονομικά, οι πιο σημαντικές ιδέες είναι συχνά αυτές που φαίνονται εντελώς προφανείς αφού κάποιος τις συλλάβει, αλλά δεν είναι καθόλου προφανείς μέχρι αυτό να συμβεί. Δύο συνεισφορές της πρώτης γενιάς της Αυστριακής Σχολής εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία: ο Υποκειμενισμός και η Οριακότητα.

Ο υποκειμενισμός αναφέρεται στην ιδέα ότι τα αγαθά και οι υπηρεσίες δεν έχουν καμία εγγενή ή αντικειμενική αξία. Είναι τόσο πολύτιμα όσο εμείς νομίζουμε ότι είναι. Η αξία τους είναι κάτι που εμείς βλέπουμε σε αυτά, κάτι που υπάρχει στο μυαλό μας, όχι μια ιδιότητα των ίδιων των αγαθών.

Φαίνεται προφανές, έτσι; Γιατί λοιπόν χρειάζεται καν να το λέμε αυτό;

Επειδή μέχρι εκείνο το σημείο, οι οικονομολόγοι υιοθετούσαν την εργασιακή θεωρία της αξίας, την ιδέα ότι η αξία ενός αγαθού καθορίζεται από τον αριθμό των ωρών εργασίας που περιέχονται σε αυτό. Αν συνέβαινε αυτό, τότε η «αξία» θα ήταν μια ιδιότητα ενός αγαθού καθαυτού, σχεδόν σαν μια φυσική, μετρήσιμη ιδιότητα, όπως το βάρος, το ύψος ή στην περίπτωση των τροφίμων, η περιεκτικότητα σε θερμίδες. Η εργασιακή θεωρία της αξίας στις μέρες μας συνδέεται κυρίως με τα μαρξιστικά οικονομικά, αλλά δεν ήταν μια συγκεκριμένα μαρξιστική ιδέα. Ήταν κάτι που το πίστευαν και οι κλασικοί οικονομολόγοι, ακόμα κι αν δεν έφταναν στα ίδια συμπεράσματα με τον Μαρξ.

Αλλά έκαναν όλοι τους λάθος. Όπως εξήγησε ο ιδρυτής της Αυστριακής Σχολής Carl Menger, στο Grundsätze der Volkswirthschaftslehre (Αρχές Οικονομικής Επιστήμης) το 1871:

«Η αξία των αγαθών προκύπτει από τη σχέση τους με τις ανάγκες μας και δεν είναι εγγενής στα ίδια τα αγαθά. Με τις αλλαγές σε αυτή τη σχέση, η αξία αναδύεται και εξαφανίζεται. […] Η αξία δεν είναι […] κάτι το εγγενές στα αγαθά, κάποια ιδιότητά τους, ούτε ένα ανεξάρτητο πράγμα που υπάρχει από μόνο του. Είναι μια κρίση που οι άνθρωποι που σκέφτονται οικονομικά κάνουν ως προς τη σημασία των αγαθών που έχουν στη διάθεσή τους σε ό,τι αφορά τη διατήρηση της ζωής και της ευημερίας τους. Ως εκ τούτου, η αξία δεν υπάρχει έξω από τη συνείδηση των ανθρώπων».

Ακριβώς αυτό. Ο ξάδερφός μου δεν είναι οικονομολόγος, αλλά ανακάλυψε τη μενγκεριανή αρχή του υποκειμενισμού όταν πούλησε την παλιά του συλλογή από κόμικ, αφού ανακάλυψε ότι πωλούνταν για απίστευτα υψηλά ποσά στο eBay. Αυτό δεν συνέβη επειδή ο αριθμός των ωρών εργασίας που περιέχονταν σε αυτά τα περιοδικά είχε αυξηθεί από τη δεκαετία του 1990, όταν τα είχε αγοράσει έναντι ενός κλάσματος της τρέχουσας τιμής τους. Δεν είναι ότι οι κομικογράφοι ήρθαν κάποτε στο σπίτι του για να προσθέσουν μερικά ακόμη σκίτσα, αλλά επειδή είχε αναπτυχθεί μια υποκουλτούρα συλλεκτών κόμικ, οι οποίοι βλέπουν κάτι σε αυτά τα κόμικς που κανείς δεν είχε δει σε αυτά προηγουμένως.

2. Οριακότητα

Ανεξαρτήτως αν η συνολική αξία ενός αγαθού είναι υποκειμενική ή όχι, δεν αυτή που από οικονομική άποψη έχει αξία, αλλά η οριακή του αξία. Τα περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες χαρακτηρίζονται από αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «φθίνουσα οριακή χρησιμότητα». Κάθε μονάδα που καταναλώνουμε μας δίνει λιγότερη ευχαρίστηση από τις προηγούμενες μονάδες. Και πάλι, αυτό ακούγεται προφανές. Φυσικά η έκτη μπύρα δεν είναι πλέον τόσο απολαυστική όσο η πρώτη. Φυσικά, το δεύτερο μπέργκερ είναι λιγότερο απολαυστικό από το πρώτο.

Αλλά, και πάλι, αυτό δεν ήταν καθόλου προφανές μέχρι την «Οριακή Επανάσταση» της δεκαετίας του 1870, που είχε ως επικεφαλής τρεις οικονομολόγους που ανακάλυψαν αυτή την αρχή την ίδια περίπου εποχή, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο. Ένας από αυτούς ήταν ο προαναφερθείς Καρλ Μένγκερ. Μέχρι τότε, οι οικονομολόγοι αντιμετώπιζαν δυσκολίες με κάτι που αργότερα ονομάστηκε «Παράδοξο του νερού και του διαμαντιού». Δεν είναι παράξενο, είπαν, που αποδίδουμε τόσο μεγάλη αξία στα διαμάντια και τόσο μικρή στο νερό; Ένα διαμάντι δεν έχει καμία απολύτως πρακτική αξία, ενώ χωρίς νερό, δεν θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε για περισσότερο από τρεις ημέρες.

Ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτα το «παράδοξο» σε αυτό. Το λάθος που έκαναν αυτοί οι οικονομολόγοι ήταν ότι επικεντρώνονταν στη συνολική και όχι στην οριακή αξία του νερού, την αξία δηλαδή αξία της τελευταίας μονάδας που καταναλώνουμε, υπό κανονικές συνθήκες.

Φυσικά, αν χανόσασταν στην έρημο, ευχαρίστως θα ανταλλάσσατε μια σακούλα με διαμάντια ή με χρυσό με ένα μπουκάλι νερό. Αλλά εδώ είναι το νόημα: τις περισσότερες φορές, δεν χανόμαστε στην έρημο. Τις περισσότερες φορές, έχουμε αρκετό νερό και μια

επιπλέον μονάδα νερού θα έκανε μικρή περαιτέρω διαφορά στην ευημερία μας. Τα διαμάντια, από την άλλη πλευρά, είναι τόσο σπάνια που ο νόμος της φθίνουσας οριακής χρησιμότητας μόλις και μετά βίας έχει την ευκαιρία να εκδηλωθεί.

Αυτό φυσικά θα άλλαζε αν κάποιος εφηύρε έναν 3D εκτυπωτή που θα μπορούσε να κατασκευάζει μαζικά διαμάντια και πλημμύριζε την αγορά με αυτά.

3. Τα κέρδη είναι μια ανταμοιβή για την ανάληψη ρίσκου και την υπομονή

Ένας από τους μαθητές του Menger ήταν ο Eugen von Böhm-Bawerk, ο οποίος έγινε η ηγετική φυσιογνωμία της δεύτερης γενιάς της Αυστριακής Σχολής. Έγινε κατά μία έννοια ο αντι-Μαρξ. Οι μαρξιστές πιστεύουν ότι τα κέρδη είναι εγγενώς αποτέλεσμα εκμετάλλευσης, ότι είναι κλεμμένα από τους εργάτες. Αυτό συμβαίνει επειδή οι μαρξιστές βλέπουν τους καπιταλιστές ως φεουδάρχες γαιοκτήμονες.

Ο φεουδάρχης γαιοκτήμονας δεν παράγει τίποτα. Δεν παράγει γη: η γη είναι ήδη εκεί. Δεν βελτιώνει καν τη γη. Απλώς κάθεται στο κάστρο του και εισπράττει προσόδους από τους χωρικούς.

Ωστόσο, ο ρόλος ενός ιδιοκτήτη εταιρείας σε μια καπιταλιστική οικονομία δεν είναι καθόλου συγκρίσιμος με αυτό του φεουδάρχη. Τα κέρδη, όπως εξήγησε ο von Böhm-Bawerk, είναι μια ανταμοιβή για την ανάληψη κινδύνων και την υπομονή.

Μέχρι σήμερα, οι μαρξιστές αρέσκονται να επισημαίνουν πως όταν μια εταιρεία αποκομίζει μεγάλα κέρδη, η κατάσταση των εργαζομένων της δεν βελτιώνεται αυτόματα. Και έχουν δίκιο. Όντως δεν βελτιώνεται αυτόματα. Αυτό που παραβλέπουν είναι πως ούτε όταν μια επιχείρηση τα πάει άσχημα η κατάσταση των εργαζομένων της δεν χειροτερεύει αυτόματα. Οι ιδιοκτήτες της εταιρείας δεν μπορούν να πουν «Συγγνώμη, δεν τα πήγαμε πολύ καλά αυτόν τον μήνα, επομένως θα σας πληρώσουμε μόνο τους μισούς μισθούς σας». Εάν είστε μισθωτός, δικαιούστε το πλήρες ποσό που καθορίζεται στη σύμβαση εργασίας σας και εάν οι δουλείες δεν πήγαν καλά αυτό είναι το πρόβλημα της εταιρείας και όχι δικό σας. Είναι σαν ένα ασφαλιστικό συμβόλαιο, βάσει του οποίου θωρακίζεται κανείς από τα σκαμπανεβάσματα της εταιρείας. Θα πάρετε το ίδιο χρηματικό ποσό, ό,τι κι αν γίνει. Δεν φέρετε ευθύνη για τις ζημίες της εταιρείας. Αλλά με την ίδια λογική, δεν δικαιούστε ούτε επιπλέον κέρδη. Το πράγμα ισχύει και προς τις δύο κατευθύνσεις.

Γιατί λοιπόν να θέλει κανείς να αναλάβει αυτό το ρίσκο, αν δεν υπήρχε η προοπτική να αποκομίσει σημαντικά κέρδη εάν τα πράγματα πάνε καλά;

Επιπλέον: εάν υπογράψετε μια σύμβαση εργασίας, δικαιούστε μισθό από τον πρώτο κιόλας μήνα, ενώ μια νέα εταιρεία ή μια νέα σειρά προϊόντων που ετοιμάζετε μπορεί να χρειαστεί χρόνια για να αποκομίσει κέρδος. Και πάλι, γιατί να θέλει κανείς να αναβάλει την κατανάλωσή του με αυτόν τον τρόπο, αν δεν υπήρχε η προοπτική ότι η υπομονή του αυτή θα αποδώσει στο μέλλον;

Έτσι, όπως κατέδειξε ο Böhm-Bawerk, δεν υπάρχει τίποτα το «εκμεταλλευτικό» στις εργασιακές σχέσεις μεταξύ εργατών και καπιταλιστών σε μια οικονομία της αγοράς. Ναι, κάποιοι καπιταλιστές αποκομίζουν μεγάλα κέρδη. Και λοιπόν; Για να το κάνουν αυτό, πρέπει να αναλάβουν μεγάλα ρίσκα και να αναλάβουν μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις.

(Συνεχίζεται)


* Ο Kristian Niemietz είναι επικεφαλής ζητημάτων Πολιτικής Οικονομίας στο Institute of Economic Affairs. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 18 Απριλίου 2024 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.