Εξηγώντας τις μισθολογικές διαφορές μεταξύ των φύλων

Εξηγώντας τις μισθολογικές διαφορές μεταξύ των φύλων

Το φετινό Βραβείο Νόμπελ Οικονομικών είναι ιδιαίτερο από πολλές απόψεις. Απονεμήθηκε στην οικονομολόγο του Χάρβαρντ Claudia Goldin, την τρίτη γυναίκα που έλαβε ποτέ το βραβείο και την πρώτη που τιμήθηκε με αυτό χωρίς να το μοιράζεται με άλλους. Η πρώτη γυναίκα που κέρδισε το βραβείο ήταν η Elinor Ostrom το 2009, ακολουθούμενη από την Esther Duflo το 2019. Goldin έλαβε το Νόμπελ για την ιστορική της έρευνα σχετικά με τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας και την εξέλιξη της από τη Βιομηχανική Επανάσταση μέχρι σήμερα.

Δεν είναι η πρώτη οικονομική ιστορικός που λαμβάνει το βραβείο, αν και μόνο λίγοι το έχουν κερδίσει πριν από αυτήν. Μεταξύ αυτών, ο Robert Fogel βραβεύθηκε με Νόμπελ το 1993 γιατί, μεταξύ άλλων, ποσοτικοποίησε τη σημασία των σιδηροδρόμων για την ιστορική ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας – η Γκόλντιν υπήρξε μαθήτριά του.

Μια υπόθεση ως προς το γιατί τόσες λίγες γυναίκες έχουν λάβει το Νόμπελ Οικονομικών είναι, φυσικά, οι διακρίσεις λόγω φύλου. Ωστόσο, μια άλλη –και ίσως πιο ακριβής– υπόθεση είναι ότι τα οικονομικά ήταν ιστορικά ένας ανδροκρατούμενος τομέας, και έτσι υπήρχε απλώς μια πολύ μεγαλύτερη δεξαμενή ανδρών ερευνητών από την οποία αντλούνταν νομπελίστες.

Δεδομένου ότι το βραβείο συνήθως ανταμείβει καθιερωμένες, μακροπρόθεσμες ερευνητικές προσπάθειες, μπορεί να χρειαστεί χρόνος μέχρι ο ολοένα και αυξανόμενος αριθμός γυναικών οικονομολόγων να επηρεάσει την ισορροπία μεταξύ των φύλων ως προς τους βραβευθέντες με Νόμπελ (η ίδια η Γκόλντιν γεννήθηκε το 1947).

Αυτή η δεύτερη υπόθεση συμφωνεί με την έρευνα της Γκόλντιν για τη συμμετοχή ανδρών και γυναικών στο εργατικό δυναμικό και τους μισθούς. Η προσέγγισή της είναι ότι δεν πρέπει να εξετάζουμε μόνο την ωμή διαφορά φύλου αλλά και τους παράγοντες που μπορούν να την εξηγήσουν.

Η έρευνα της Goldin έδειξε ότι, μεταξύ άλλων παραγόντων, οι διαφορές στην εκπαίδευση έπαιξαν ιστορικά σημαντικό ρόλο στις μισθολογικές ανισότητες. Σήμερα, η πιο σημαντική διάκριση έγκειται στον τρόπο κατανομής των οικιακών ευθυνών μεταξύ ανδρών και γυναικών. Αυτή η διαφορά μάλιστα υπήρξε σημαντική από την αυγή της Βιομηχανικής Επανάστασης και ήταν πιο έντονη στο παρελθόν, επομένως θα μπορούσαν να αποδοθούν σ’ αυτήν ακόμη και παλαιότερες ανισότητες ως προς το μορφωτικό επίπεδο.

Επιπλέον, στο παρελθόν, ήταν σύνηθες φαινόμενο οι γυναίκες να εγκαταλείπουν οριστικά την αγορά εργασίας όταν έκαναν παιδιά. Έτσι, η επένδυση χρόνου και προσπάθειας στην εκπαίδευση, όταν μπορούσε να αποφέρει κέρδη μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα, μπορεί να φαινόταν λιγότερο χρήσιμη για πολλές από αυτές.

Ωστόσο, στις μέρες μας, είναι σύνηθες οι γυναίκες να επιστρέφουν στην αγορά εργασίας αφού αποκτήσουν παιδιά, και οι γυναίκες έχουν φτάσει και υπερσκελίσει το εκπαιδευτικό χαμένο έδαφος ως προς τους άνδρες. Παρ’ όλα αυτά, η διακοπή της σταδιοδρομίας μπορεί να οδηγήσει σε διακυμάνσεις στην παραγωγικότητα και, κατά συνέπεια, στους μισθούς.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η εξήγηση των μισθολογικών διαφορών δεν αποδεικνύει απαραίτητα την απουσία αρνητικών διακρίσεων. Εάν υπάρχουν, τέτοιες διακρίσεις μπορεί ακόμη και να αποδοθούν σε υποκείμενους παράγοντες και όχι στο ότι οι εταιρείες πληρώνουν περισσότερο τους άνδρες και τις λιγότερο τις γυναίκες. Αυτό συνεπάγεται, για παράδειγμα, ότι η νομοθεσία για την ίση αμοιβή μπορεί να έχει περιορισμένο αντίκτυπο.

Οι αρνητικές διακρίσεις αποτέλεσαν αντικείμενο ενδιαφέροντος και για προηγούμενους βραβευμένους με το βραβείο Νόμπελ στα οικονομικά, ιδίως για τον Gary Becker, στον οποίο απονεμήθηκε το βραβείο το 1992.

Ο Μπέκερ έδειξε ότι η έκταση των αρνητικών διακρίσεων εξαρτάται όχι μόνο από την προτίμηση για διαφορετική μεταχείριση αλλά και από το κόστος των διακρίσεων αυτών. Μια εταιρεία που πληρώνει έναν κατά τα άλλα αδικαιολόγητα υψηλό μισθό σε ένα φύλο θα αντιμετωπίσει προκλήσεις για να παραμείνει ανταγωνιστική. Ωστόσο, εάν η αρνητική διάκριση προκύπτει από τη νομοθεσία, ενδέχεται να μην επηρεάσει άμεσα το κόστος για τους λήπτες των αποφάσεων. Η έρευνα της Γκόλντιν αποκαλύπτει ότι οι παντρεμένες γυναίκες στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πράγματι αντιμετωπίσει νομοθετικά εμπόδια.

Ωστόσο, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι διαφορές μεταξύ των φύλων μπορούν να αποδοθούν σε και διαφορετικές προτιμήσεις μεταξύ των φύλων.

Στη Δανία, αυτό είναι εμφανές σε μια σχετικά διαχωρισμένη με βάση το φύλο αγορά εργασίας, όπου ο δημόσιος τομέας απασχολεί κυρίως γυναίκες. Αυτό είναι απίθανο να είναι αποτέλεσμα διακρίσεων λόγω φύλου από τους δημόσιους εργοδότες και μάλλον αντανακλά τις προτιμήσεις των εργαζομένων για διαφορετικούς τύπους εργασιακών θέσεων.

Ένα σημαντικό σημείο στην έρευνα της Γκόλντιν είναι ότι οι αλλαγές στους ρόλους των φύλων στην αγορά εργασίας χρειάζονται πολύ χρόνο για να ξεδιπλωθούν, ειδικά όταν λαμβάνεται υπόψη ο συνολικός μέσος όρος. Η εκπαίδευση και άλλες επιλογές που μπορούν να καθορίσουν την επαγγελματική πορεία κάποιου ατόμου γίνονται νωρίς στη ζωή και έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις.

Για παράδειγμα, υπάρχουν ακόμη πολλοί άνδρες επικεφαλής ιατροί, παρόλο που οι γυναίκες κυριαρχούν στον πληθυσμό των φοιτητών ιατρικής, τουλάχιστον στη Δανία.

Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι ότι η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό μπορεί να αυξανόταν σταθερά για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά στην πραγματικότητα μειώνονταν στην αρχή της Βιομηχανικής Επανάστασης. Αυτό άφησε επίσης έναν διαρκή αντίκτυπο στις ιστορικές τάσεις.

Η συμβολή της έρευνας της Γκόλντιν είναι σημαντική. Η μέθοδος της για την εξήγηση των μισθολογικών διαφορών συνέβαλε σε μια πιο επεξεργασμένη κατανόηση των συζητήσεων που αφορούν τις μισθολογικές ανισότητες ανάλογα με το φύλο στη Δανία και έχει χρησιμοποιηθεί από πολλές επίσημες επιτροπές.

Ωστόσο, μπορεί να είναι υπερβολικά αισιόδοξο να περιμένουμε ότι στο μέλλον η συζήτηση για τις μισθολογικές διαφορές θα βασίζεται εξ ολοκλήρου στα δεδομένα.

*Ο Otto Brøns-Petersen είναι επικεφαλής ερευνών στη δανική δεξαμενή σκέψης CEPOS.        

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά την 1η Νοεμβρίου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου EPICENTER και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.