Η αγορά ως διαδικασία μάθησης

Η αγορά ως διαδικασία μάθησης

Του Bruno Prior

Πριν από πολύ καιρό - όταν οι άνθρωποι ανησυχούσαν περισσότερο για την παγκόσμια ψύχρανση παρά για την θέρμανση, αλλά νοιάζονταν το ίδιο για το κόστος της ενέργειας - η εταιρία μας κατασκεύασε τα νέα της κεντρικά γραφεία δίπλα σε ένα από το λατομείο χαλικιών μας. Αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε την ενέργεια της λίμνης για να θερμάνουμε το κτίριο.

Η αντλία θερμότητας εξοικονόμησε κόστη με απρόβλεπτους τρόπους. Το προσωπικό έμαθε να φορά παχιά στρώματα ρούχων για να παραμένει ζεστό στο γραφείο. Και τελείωναν γρήγορα τη δουλειά τους για να μπορέσουν να πάνε κάπου πιο ζεστά όσο το δυνατόν γρηγορότερα.

Η άνεση όμως συνήθως νικά τη λιτότητα όταν οι άνθρωποι μπορούν να καλύψουν το κόστος της. Η αντλία θερμότητας αντικαταστάθηκε από ένα πιο αξιόπιστο σύστημα θέρμανσης.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι αντλίες θέρμανσης δεν είναι ποτέ μια αποτελεσματική επιλογή για τη θέρμανση. Η γνώση και η τεχνολογία προχωρούν. Πιθανότατα οι σύγχρονες αντλίες θέρμανσης μπορεί να ζέσταιναν το κτίριο αποτελεσματικότερα. Σίγουρα, τα πρότυπα των σύγχρονων κατασκευών θα είχαν κάνει το κτίριο να διατηρεί περισσότερη θερμότητα. Μπορεί η αντλία θερμότητας ακόμη και με τη σύγχρονη τεχνολογία να μην ήταν η καλύτερη λύση, αλλά η σημερινή γνώση μπορεί να το είχε εντοπίσει αυτό και να πρότεινε καλύτερες επιλογές.

Κάποιος μας πούλησε το σύστημα αυτό ισχυριζόμενος ότι θα κάνει τη δουλειά του. Το αγοράσαμε σ’ αυτή τη βάση. Σήμερα, οι άνθρωποι έχουν την τάση να υποθέτουν κακή πίστη ή ανικανότητα, αλλά αυτός ο κυνισμός ούτε υγιής είναι, ούτε συνήθως δικαιολογείται. Ο προμηθευτής πιθανότατα πίστευε ότι η αντλία θα δούλευε, εν μέρει επειδή αυτό ήταν θεωρητικά εφικτό, και εν μέρει επειδή έπρεπε να το πιστεύει. Του δώσαμε το ελαφρυντικό της αμφιβολίας, εν μέρει επειδή ελπίζαμε ότι αυτό συνέβη, και εν μέρει επεί κανείς μαθαίνει μέσα από την πράξη.

Η ζημιά αυτού του λάθους ήταν περιορισμένη. Μάλιστα, μπορεί κανείς να πει ότι τα οφέλη ήταν περισσότερα από τη ζημιά. Μάθαμε πράγματα για τα κτίρια και τη θέρμανσή τους που μπορούσαμε να τα εφαρμόσουμε αλλού στη δουλειά μας.

Ακόμη όμως και αν το κόστος ήταν μεγαλύτερο από τα οφέλη, δεν υπήρχε κάποιο ευρύτερο κόστος για την κοινωνία. Το επωμίστηκαν αυτοί που έπρεπε - όσοι πήραμε το ρίσκο. “Skin in the game” όπως θα έλεγε ο Taleb. Αυτή είναι η ουσία του πραγματικού καπιταλισμού, και έτσι διακρίνεται αυτός από τον παρεοκρατικό καπιταλισμό.

Η κοινωνία θα επωφελούταν ακόμη και αν εμείς δεν επωφελούμασταν, καθώς αυτό είναι μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας μάθησης. Απορροφούμε τα διδάγματα και βελτιώνουμε τη χρήση του κεφαλαίου, ή συνεχίζουμε να κάνουμε λάθη και βλέπουμε το κεφάλαιο σταδιακά να πηγαίνει σε εκείνους που είναι καλύτεροι στο να το χρησιμοποιούν. Σε μια ελεύθερη αγορά, αυτή η διαδικασία πρέπει να συμβαίνει σε εκατομμύρια περιπτώσεις ανά πάσα στιγμή, καθεμία με τις ειδικές της περιστάσεις, αλλά με τη δυνατότητα τα διδάγματά της να προσαρμοστούν και να εφαρμοστούν και αλλού. Ανεξαρτήτως του αν εμείς είχαμε όφελος ή κόστος, η κοινωνία επωφελείται από αυτή τη διαδικασία της ανακάλυψης και της δημιουργικής καταστροφής.

Φανταστείτε τώρα μια διαφορετική διαδικασία. Ο πωλητής των αντλιών θερμότητας συνεννοείται με τους ανταγωνιστές του και προσπαθεί όχι να πουλήσει ένα προϊόν σε κάποιον επιχειρηματία, αλλά την ιδέα σε κάποιον πολιτικό. Αυτοί υποστηρίζουν ότι με κάποιο τρόπο αυτή είναι γενικώς η “σωστή” τεχνολογία και όχι κάτι που ταιριάζει συγκεκριμένα στις ανάγκες του εκάστοτε αγοραστή.

Ο πωλητής έχει περισσότερα να κερδίσει έτσι, Αντί να αναλώνεται στην κουραστική προσπάθεια να πείσει κάποιον να δαπανήσει τα δικά του χρήματα για να κάνει μία και μόνη πώληση, έχει να κερδίσει πολλές πωλήσεις πείθοντας τον πολιτικό να στρέψει την αγορά προς όφελός του. Με οικονομικούς όρους, επιδιώκει μια “πρόσοδο” από την κυβέρνηση.

Ο πολιτικός ούτε έχει προσωπική πείρα επί του θέματος, ούτε έχει κάτι να χάσει, αλλά πάντα αναζητά λύσεις που δικαιολογούν τον ρόλο του. Ο προσοδοθήρας προσπαθεί να τον πείσει ότι η αγορά δεν προσφέρει τόση από τη λύση του όση χρειάζεται η κοινωνία. Ο πολιτικός τείνει να το πιστέψει αυτό. Γιατί άλλωστε να μπει κανείς στην πολιτική αν δεν πιστεύει ότι μπορεί να διορθώσει τις “αποτυχίες της αγοράς” προς όφελος της κοινωνίας; Αν ο πολιτικός ανησυχούσε για την “αποτυχία των ειδικών” και τον κίνδυνο να κάνει μεγαλύτερη ζημιά απ’ ό,τι καλό, δεν θα έκανε αυτή τη δουλειά.

Έτσι, ο πολιτικός επιλέγει κάποιους από τους “νικητές” που του πούλησαν οι προσοδοθήρες, και εφαρμόζει πολιτικές προσπαθώντας να παραγάγει αυτά τα μαγικά αποτελέσματα, εις βάρος των εναλλακτικών.

Ο πολιτικός δεν θα κάνει πάντα λάθος. Η διαφορά ανάμεσα στις αγορές και τον κεντρικό σχεδιασμό δεν είναι πως οι επιχειρηματίες έχουν δίκιο και οι κεντρικοί σχεδιαστές έχουν άδικο, αλλά ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά επωμίζονται τα κόστη τους και παίρνουν το μάθημά τους από τα λάθη ή τις σωστές τους κινήσεις. Ο κεντρικός σχεδιασμός μετακινεί το βάρος του σφάλματος στους φορολογούμενους ή τους καταναλωτές. Οι συνέπειες του λάθους είναι λιγότερο έντονες τόσο για τους προσοδοθήρες, όσο και τους πολιτικούς και συνεπώς είναι λιγότερες οι πιθανότητες να πάρουν τα σωστά μαθήματα.

Μάλιστα, μπορεί να μην φανεί καν ότι τα διδάγματα είναι αρνητικά. Η παρέμβαση μπορεί όντως να αποδώσει περισσότερα από τα πράγματα που υποτίθεται ότι θα απέδιδε. Αν κάποιος δεν συνειδητοποιεί το τι θα μπορούσε να συμβεί (το ‘ce qu’on voit et ce qu’on ne voit pas’ του Μπαστιά), αυτό μπορεί να φανεί ως επιτυχία. Πιθανότατα θα φανεί έτσι στον πολιτικό, και θα γίνει πιστευτό ως τέτοιο στα μάτια των ορθολογικά άσχετων ψηφοφόρων. Τα οφέλη είναι συγκεντρωμένα, και τα κόστη κατεσπαρμένα. Οι ψηφοφόροι πιθανότατα δεν συσχετίζουν την ικανοποίησή τους ως προς το προφανές αποτέλεσμα της πολιτικής (ce qu’on voit) με την δυσαρέσκειά τους προς μία οικονομία που δεν είναι ΄τόσο αποτελεσματική όσο θα μπορούσε να είναι αν δεν ίσχυαν αυτές οι πολιτικές (ce qu’on ne voit pas). Οι νικητές μιλούν δυνατά για το πόσο πετυχημένη ήταν η πολιτική, ενώ οι ηττημένοι δεν έχουν ούτε τα μέσα, ούτε το προφίλ για να το αμφισβητήσουν αυτό (και ακόμη κι αν το έκαναν αυτό, θα έμοιαζαν με κακούς χαμένους).

Ξανά, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συνεπάγεται την υπόθεση της κακής πίστης. Οι προσοδοθήρες πιθανότατα πιστεύουν ειλικρινώς ότι διορθώνουν αποτυχίες της αγοράς και παράγουν κοινωνικά οφέλη. Οι ψηφοφόροι πιθανότατα πιστεύουν ότι οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης τους ωφελούν (μέχρι να πάψουν, οπότε ψηφίζουν μια νέα κυβέρνηση με ένα νέο σύνολο ειλικρινών αλλά εσφαλμένων υποσχέσεων).

Ο πατέρας μου ήταν ακόμη νέος όταν αγόρασε αυτή την αντλία θερμότητας (ήταν στο επάγγελμα καιρό, αλλά ήταν ακόμη τριαντάρης). Ο κόσμος προχωρά από τους ανθρώπους (συνήθως τους νέους) που δεν αποδέχονται ότι ο τρόπος που εδώ και καιρό κάνουμε κάτι είναι ο καλύτερος δυνατός, και αποφασίζουν να δοκιμάσουν κάτι το διαφορετικό.

Δεν έχουν πάντα δίκιο. Ιδίως οι νέοι, δεν έχουν την εμπειρία που θα τους βοηθούσε να διακρίνουν τις καλές ιδέες από τις τρέλες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θέλουμε να προσπαθούν και να πετυχαίνουν ή να αποτυγχάνουν. Η κοινωνία το χρειάζεται αυτό. Και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αποκτήσουν πείρα.

Από την άλλη, το “έχω μια ιδέα. Ας δούμε αν μπορούμε να την εφαρμόσουμε αρκετά καλά για να νικήσουμε τις εναλλακτικές” είναι εντελώς διαφορετικό από το “έχω μια ιδέα. Είναι τόσο έξυπνη που η κυβέρνηση πρέπει να κάνει δύσκολο στους ανθρώπους να προτιμήσουν εναλλακτικές”.

Αν έχετε μια καλή ιδέα, προσπαθήστε αν την υλοποιήσετε. Κάντε το και διδαχθείτε από αυτό. Αν χρειάζεστε επενδυτές, δείτε αν αγοράζουν την ιδέα σας. Αν έχουν χρήματα προς επένδυση, πιθανότατα έχουν ήδη επενδύσει κάπου στο παρελθόν με επιτυχία, και έχουν πολύτιμη γνώση του τι δουλεύει. Διαφορετικά, πηγαίντε να δουλέψετε στον κλάδο, και δείτε αν η καθημερινότητά του υποστηρίζει την ιδέα σας (είναι φοβερό το πόσα πολλά δεν ξέρουμε ότι δεν ξέρουμε μέχρι να κάνουμε κάτι στην πράξη). Αν η ιδέα συνεχίζει να σας φαίνεται καλή, δείτε αν ο εργοδότης σας θέλει να επενδύσει σ’ αυτή, ή χρησιμοποιήστε την αξιοπιστία της εμπειρίας σας από τον κλάδο για να προσελκύσετε επενδύσεις σε μια νεοφυή επιχείρηση.

Αν η ιδέα σας δεν αρέσει σε επενδυτές ή πελάτες, αναλογιστείτε ότι το πρόβλημα μπορεί να είναι η ιδέα και όχι η αποτυχία της αγοράς. Θα μάθετε έτσι ένα καλύτερο μάθημα απ’ ό,τι αν ρίξετε το φταίξιμο στους άλλους ανθρώπους και επιδιώξετε τη διόρθωση της κατάστασης από το κράτος. Εφαρμόστε αυτά τα διδάγματα και, αν όλα πάνε καλά, μέσα από τη διαδικασία αυτή θα καταλήξετε εντέλει με κάτι που θα το θέλουν οι άνθρωποι. Διαφορετικά, η επιχειρηματικότητα μπορεί να μη σας ταιριάζει. Ούτε αυτό είναι κάτι που πρέπει να διορθώσει η κυβέρνηση.

Αυτο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αποτυχίες της αγοράς, ή ότι μια κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει κάτι για τις διορθώσει. Αλλά η κυβέρνηση δεν πρέπει να στοχεύει σε συγκεκριμένες λύσεις ή αποτελέσματα. Αν το κάνει αυτό, αντικαθιστά την ανακάλυψη με τη δική της κρίση, και τη δημιουργική καταστροφή με τον παρεοκρατικό καπιταλισμό.

* Ο Bruno Prior είναι ένας από τους διαχειριστές του Institute of Economic Affairs και διευθυντής της Summerleaze Ltd που ενεργοποιείται τη διαχείριση κατασκευαστικών υλικών, περιουσίας γης και απορριμμάτων και τον κλάδο της ενέργειας.

* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 26 Ιανουαρίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.