Η Ρωσία καταδεικνύει τα όρια της προπαγάνδας

Η Ρωσία καταδεικνύει τα όρια της προπαγάνδας

Παρά τις εκτεταμένες ανησυχίες ως προς την επιρροή των αγγλόφωνων κρατικών ρωσικών μέσων όπως το Russia Today και το Sputnik, οι ρωσικοί ισχυρισμοί ως προς την εισβολή στην Ουκρανία δεν έχουν προς το παρόν ιδιαίτερη απήχηση στο εξωτερικό. Αυτή η αποτυχία φαίνεται περίεργη. Δημοσιογράφοι και πολιτικοί έχουν υπαινιχθεί στο παρελθόν ότι ισχυρές δράσεις επιρροής της πληροφόρησης έγειραν τις αμερικανικές εκλογές του 2016 προς τον Τραμπ και το βρετανικό δημοψήφισμα προς το Brexit. Δε χρειάζεται εδώ να αξιολογήσουμε αυτούς τους ισχυρισμούς. Αντί γι’ αυτό, η προσεκτικότερη εξέταση των διαφορών ανάμεσα στο 2016 και το σήμερα βοηθούν σε μια καλύτερη κατανόηση της διαδικτυακής παραπληροφόρησης, μια κατανόηση που υποστηρίζει τον “περισσότερο λόγο” και όχι την καταστολή του.

Σε αντίθεση με τις σημερινές προσπάθειες της Ρωσίας να δικαιολογήσει διεθνώς τον πόλεμο που ξεκίνησε, οι δράσεις επιρροής της πληροφόρησης στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 και το βρετανικό δημοψήφισμα είχαν ως στόχο να ενισχύσουν ήδη υπαρκτά «διαιρετικά ζητήματα» της αμερικανικής και βρετανικής πολιτικής σκηνής. Η μετανάστευση, η αστυνομική βία και η διαφθορά των ελίτ δεν ήταν νέα ζητήματα. Η Ρωσία δε δημιούργησε νέες αφηγήσεις, αλλά αξιοποίησε ιστορίες και τάσεις που ήδη είχαν αποδεδειγμένο διαιρετικό χαρακτήρα στη Δύση.

Το πιο προφανές όριο αυτής της προσέγγισης είναι ότι λειτουργεί μόνο με ό,τι ήδη υπάρχει. Δεν μπορεί να δημιουργήσει νέα δυσαρέσκεια εκ του μηδενός. Έτσι, οι ξένοι προπαγανδιστές μπορεί να προσπαθήσουν να βαθύνουν ήδη υφιστάμενες διαιρέσεις, αλλά δεν μπορούν να περιμένουν να δημιουργήσουν ρεύμα υποστήριξης για συγκεκριμένους στόχους πολιτικής. Ακόμη μάλιστα και όταν αυτή προσέγγιση μπορεί να φανεί ότι πετυχαίνει, μπορεί απλώς να της πιστώνεται το αποτέλεσμα μιας εγχώριας δυσαρέσκειας. Η αποτυχία της ρωσικής προπαγάνδας ως προς την Ουκρανία φαίνεται πως καταδεικνύει ότι, εφόσον υπάρχει διαθέσιμος αντίλογος, η παραπληροφόρηση μπορεί να ενισχύσει ήδη υπάρχουσες πεποιθήσεις, αλλά δεν μπορεί εύκολα να αλλάξει γνώμες.

Οι Αμερικανοί ρωτούσαν για τις ομιλίες που έδωσε η Χίλαρι Κλίντον σε τράπεζες πολύ πριν το Wikileaks δημοσιεύσει λεπτομέρειες των ομιλιών αυτών τις οποίες είχαν κλέψει Ρώσοι χάκερ από τον επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας της Κλίντον. Μολονότι τα ρωσικά μέσα έδωσαν μεγαλύτερη έμφαση στην ιστορία αυτή, επρόκειτο για κάτι που πολλοί Αμερικανοί ήδη ήθελαν να ακούσουν. Σε ό,τι όμως αφορά την Ουκρανία, οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν έχουν ισχυρά αισθήματα προς τη χώρα αυτή, γεγονός που περιορίζει τις ιστορίες που μπορεί να ήλπιζε η Ρωσία να διαδώσει. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021, ενώ ο Πούτιν χαρακτήριζε ως «γενοκτονία» την κατάσταση στη δυτική Ουκρανία στο Russia Today, οι περισσότεροι Αμερικανοί είχαν ακούσει από «λίγα» μέχρι «απολύτως τίποτα» για τη συγκέντρωση ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων στα ουκρανικά σύνορα. Στη Δύση, οι Ρώσοι προπαγανδιστές απλά δεν είχαν αρκετό υλικό για να συκοφαντήσουν την Ουκρανία.

Λίγο πριν τη ρωσική εισβολή, τα ρωσικά κρατικά μέσα αναπαρήγαν τις δικαιολογίες της κυβέρνησης για την «ειδική στρατιωτική της δράση» - ότι η Ουκρανία διέπραττε γενοκτονία στο Ντομπάς και ότι οι Ουκρανοί χρειαζόταν να απελευθερωθούν από ένα ναζιστικό καθεστώς. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, τα μέσα αυτά διέδιδαν ψευδείς ισχυρισμούς ότι ο Πρόεδρος Ζελένσκι κατέφυγε στην Πολωνία καθώς και ότι ένα λάπτοπ που υποτίθεται ότι αφαιρέθηκε από Ουκρανούς παραστρατιωτικούς περιείχε πολεμικά σχέδια του ΝΑΤΟ.

Πέρα όμως από τα εξωτερικά όρια της πολιτικής σκηνής της δύσης, ούτε η κατασκευασμένη αιτία πολέμου της Ρωσίας, ούτε οι πολεμικές επιχειρήσεις προπαγάνδας δεν αντιμετωπίστηκαν ως κάτι το σοβαρό στην Ευρώπη ή την Αμερική. Ο Ζελένσκι είναι Εβραίος, οπότε είναι μάλλον απίθανο να είναι ναζί, και η κατάχρηση των αναλογιών με το Γ’ Ράιχ έχει χάσει τη δυναμική της καθώς έχει χρησιμοποιηθεί υπερβολικά στο παρελθόν στη δυτική πολιτική σκηνή. Καθώς το κοινό στην Αμερική, την Ευρώπη και την Ουκρανία μπορούσε να δει ότι ο Ουκρανός Πρόεδρος Ζελένσκι ήταν «ακόμη εδώ» με τον λαό του στο Κίεβο, οι ρωσικοί ισχυρισμοί περί του αντιθέτου κατέρρεαν. Μάλιστα, όπως και ο Τούρκος Πρόεδρος Ερντογάν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, ο Ζελένσκι μπόρεσε να χρησιμοποιήσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να απαντήσει άμεσα και αμέσως στους ισχυρισμούς ότι είχε διαφύγει στο εξωτερικό. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσφέρουν στους ηγέτες ένα προσωπικό και ανθεκτικό μέσο για να δείχνουν ότι ελέγχουν τα πράγματα.

Η ρωσική προπαγάνδα δεν έκανε τίποτα για να εμποδίσει τη μαζική μετακίνηση της αμερικανικής και ευρωπαϊκής δημόσιας γνώμης - και εξωτερικής πολιτικής - εις βάρος της Ρωσίας. Στο βαθμό που οι πολίτες μπορούν να τις δουν, οι πράξεις είναι σημαντικότερες από τις λέξεις. Σε ένα μηντιακό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από έντονη αμφισβήτηση - στο οποίο η ρωσική προπαγάνδα έχει να ανταγωνιστεί τη δυτική δημοσιογραφία, τα αφιλτράριστα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και τις αντίρροπες ουκρανικές αφηγήσεις - η ρωσική προπαγάνδα έχασε κατά κράτος. Η εταιρία ερευνών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης Omelas συμπέρανε ότι «καθώς οι ρωσικές δυνάμεις άρχισαν να κινούνται εναντίον της Ουκρανίας, αυτές οι επιχειρήσεις στα μέσα ενημέρωσης άρχισαν να χάνουν την αποτελεσματικότητά τους στα κοινά - στόχους της». Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι οι προσπάθειες των κρατικών ρωσικών μέσων να δικαιολογήσουν τον πόλεμο στη Δύση απέτυχαν αμέσως μόλις ξεκίνησε η εισβολή, πριν το RT και το Sputnik να μπλοκαριστούν από τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και να απαγορευτούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Παρά την πρόσβασή τους μέσω της καλωδιακής τηλεόρασης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα ρωσικά κρατικά μέσα απλώς δεν έγιναν πιστευτά. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μάλιστα, η έλλειψη ενδιαφέροντος έναντι της αφήγησης που προέβαλλαν περιόρισε την απήχησή τους καθώς οι χρήστες δεν διαμοιράστηκαν τους ξένους ισχυρισμούς περί «αποναζιστικοποίησης». Στο βαθμό που οι ρωσικές επιχειρήσεις παραπληροφόρησης φάνηκε να πετυχαίνουν στο παρελθόν, αυτές μπορεί απλώς να εντάχθηκαν σε μια δημοφιλή χορεία εγχώριων φωνών.

Η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, και ενισχύει περαιτέρω το επιχείρημα υπέρ ενός ελεύθερου και ανοιχτού μηντιακού οικοσυστήματος, είναι η Ρωσία. Στη Ρωσία, αντί η κυβερνητική άποψη να είναι η μία από διάφορες οπτικές, είναι η μόνη διαθέσιμη στους περισσότερους Ρώσους. Τα μέσα που αντιτίθενται στον πόλεμο βγαίνουν γρήγορα εκτός αέρα, και ένας νέος νόμος για τα μέσα ενημέρωσης απειλεί όσους δημοσιεύουν “ψευδείς πληροφορίες” για την εισβολή της Ρωσίας με κάθειρξη έως και 15 ετών. Το καθαρό αποτέλεσμα του μποϊκοτάζ από ξένες εταιρίες και της λογοκρισίας από το ρωσικό κράτος είναι ο αποκλεισμός της Ρωσίας από το υπόλοιπο διαδίκτυο. 

Έτσι, αντίθετα με τον υπόλοιπο κόσμο, οι ισχυρισμοί της Ρωσίας ως προς την εισβολή της γίνονται ευρέως πιστευτοί στο εσωτερικό της. Είναι τραγικό το γεγονός ότι κάποιοι Ρώσοι που δεν γνώριζαν προηγουμένως την έκταση της εισβολής, αρνούνται να πιστέψουν τις μαρτυρίες Ουκρανών συγγενών τους που τους κάλεσαν ενώ δραπέτευαν από τους ρωσικούς βομβαρδισμούς. Αυτό που διαφοροποιεί το ρωσικό μηντιακό οικοσύστημα από τα υπόλοιπα δεν είναι η ύπαρξη της ρωσικής προπαγάνδας αλλά η απουσία οτιδήποτε άλλου. 

Καθώς η Δύση υιοθετεί ένα άνευ προηγουμένου αποκλεισμό της Ρωσίας από ιδιωτικές εταιρίες και εξετάζει την επιβολή νέων περιορισμών στην προπαγάνδα από το εξωτερικό, θα ήταν θετικό να αναγνώριζε ότι η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης και η πρόσβαση στην αλήθεια επί των γεγονότων ξερίζωσαν τις ρωσικές αφηγήσεις πριν καν το επιχειρήσουν αυτό οι λογοκριτές. Η παραπληροφόρηση είναι ένα πρόβλημα περισσότερο ζήτησης παρά προσφοράς, και οι καταναλωτές των δυτικών μέσων δεν είχαν καμία επιθυμία να πιστέψουν τους ισχυρισμούς της Ρωσίας. Μόνο σε ένα αυστηρά ελεγχόμενο, αυστηρά ρυθμιζόμενο μηντιακό οικοσύστημα θα μπορούσαν να γίνουν πιστευτοί οι ρωσικοί ισχυρισμοί. Χωρίς λογοκρισία, η αξία και οι πιθανοί στόχοι της προπαγάνδας είναι περιορισμένοι.

*Ο Will Duffield είναι αναλυτής πολιτικής στο Κέντρο Αντιπροσωπευτικής Διακυβέρνησης του Cato Institute.

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 8 Μαρτίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.