«Ημέρες Ελλάδας» του 2009 στην Ιταλία: Σοβαρή κρίση χρέους και ισχνή ανάπτυξη
Shutterstock
Shutterstock

«Ημέρες Ελλάδας» του 2009 στην Ιταλία: Σοβαρή κρίση χρέους και ισχνή ανάπτυξη

Σήμερα στην Ιταλία συμβαίνει κάτι που θυμίζει πολύ την πορεία της Ελλάδας προς την κρίση του δημόσιου χρέους της το 2010. Μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του 2009, οι αγορές διαγκωνίζονταν για να αγοράσουν ελληνικά κρατικά ομόλογα. Τα αγόραζαν με χαμηλά επιτόκια, ακόμη και σε μια εποχή που τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη της χώρας ήταν άκρως ανησυχητικά. Σήμερα, οι αγορές φαίνεται να διαγκωνίζονται για να αγοράσουν ιταλικά κρατικά ομόλογα με χαμηλά επιτόκια. Το κάνουν αυτό παρ’ όλο που το δημόσιο χρέος αυτής της χώρας ακολουθεί μια μη βιώσιμη πορεία και η οικονομία της παραμένει σταθερά αρτηριοσκληρωτική.

Μια μεγάλη διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και της Ιταλίας είναι το σχετικό μέγεθος των οικονομιών τους και του δημόσιου χρέους τους. Η οικονομία της Ιταλίας και το χρέος της είναι περίπου 10 φορές μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα μεγέθη της Ελλάδας. Αυτό μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Εάν η ελληνική κρίση χρέους του 2010 ταρακούνησε τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, πόσο περισσότερο θα το έκανε αυτό σήμερα μια ιταλική κρίση χρέους;

Πριν από την κρίση του ελληνικού δημοσίου χρέους, οι αγορές είχαν πιστέψει ότι η ελληνική οικονομία θα συγκλίνει με τις οικονομίες των εταίρων της στην Ευρωζώνη. Πίστεψαν επίσης το λανθασμένο επιχείρημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ότι σε μια νομισματική ένωση, τα ελλείμματα του εξωτερικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των μεμονωμένων χωρών-μελών δεν έχουν σημασία.

Αυτή η συλλογιστική ώθησε τις αγορές να μειώσουν τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων καθώς αναζητούσαν τα υψηλότερα επιτόκια που πρόσφερε η ελληνική κυβέρνηση σε σχέση με τα αντίστοιχα που πρόσφερε η γερμανική κυβέρνηση. Το καθαρό αποτέλεσμα ήταν ότι ακόμη και μέχρι τον Οκτώβριο του 2009, η διαφορά μεταξύ των ελληνικών και γερμανικών 10ετών κρατικών ομολόγων είχε περιοριστεί σε περίπου 150 μονάδες βάσης.

Στην προσπάθεια τους να εξασφαλίσουν αποδόσεις, οι αγορές έκλεισαν τα μάτια στη μη βιώσιμη πορεία που ακολουθούσε ελληνική οικονομία. Δεν ήταν μόνο ότι το δημόσιο έλλειμμα είχε διευρυνθεί στο 15% του ΑΕΠ και το επίπεδο του δημόσιου χρέους είχε υπερβεί το 125% του ΑΕΠ: Το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είχε ξεπεράσει το 14% του ΑΕΠ. Όπως γνωρίζουμε τώρα, όπως συνέβη και σε τόσες πολλές άλλες χώρες στο παρελθόν που είχαν μη βιώσιμα υψηλά επίπεδα χρέους, έτσι και η ελληνική περίπτωση υπερχρέωσης οδήγησε σε πόνο. Η Ελλάδα μάλιστα υπέστη μια οικονομική ύφεση συγκρίσιμη με την παγκόσμια Μεγάλη Οικονομική Ύφεση του 1929.

Επιστρέφοντας στο σήμερα, η Ιταλία βρίσκεται σε μια μη βιώσιμη πορεία δημόσιου χρέους. Ο λόγος του δημόσιου χρέους της Ιταλίας προς το ΑΕΠ, στο περίπου 140%, δεν είναι μόνο είναι υψηλότερος από εκείνον της Ελλάδας τις παραμονές της κρίσης. Τα τελευταία επίσης τέσσερα χρόνια, το δημόσιο έλλειμμα της Ιταλίας βρισκόταν κατά μέσο όρο στο περίπου 8% του ΑΕΠ.

Ταυτόχρονα, μετά από μια σύντομη οικονομική ανάκαμψη που προκλήθηκε από κρατικές δαπάνες, η ιταλική οικονομία επιστρέφει στον παλιό της αρτηριοσκληρωτικό της εαυτό. Το ΔΝΤ προβλέπει ότι η ιταλική οικονομική ανάπτυξη θα κινηθεί στο περίπου 0,75% τα επόμενα τρία χρόνια. Αυτό θα διατηρήσει τον δείκτη χρέους της Ιταλίας κοντά στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί εδώ και πολλά χρόνια.

Μέχρι πρόσφατα, η ιταλική κυβέρνηση διατηρούταν στη ζωή από το τεράστιο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ και τα χαμηλά επιτόκια της. Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος, η ΕΚΤ αγόρασε το σύνολο των καθαρών χρηματοδοτικών αναγκών του ιταλικού κράτους. Ωστόσο, στο πλαίσιο των προσπαθειών της να ανακτήσει τον έλεγχο του πληθωρισμού, η ΕΚΤ τερμάτισε το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων.

Η εξέλιξη αυτή γεννά θεμελιώδη ερωτήματα ως προς το ποιος θα συνεχίσει να χρηματοδοτεί το έλλειμμα του ιταλικού κρατικού προϋπολογισμού και το για πόσο καιρό οι επενδυτές θα είναι έτοιμοι να εξυπηρετούν τα μεγάλα ποσά του ιταλικού κρατικού χρέους. Τα επόμενα χρόνια, η ιταλική κυβέρνηση εκτιμάται ότι θα έχει ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες που θα φτάνουν έως και το 25% του ΑΕΠ. Αυτές οι ανάγκες θα μπορούσαν να αυξηθούν περαιτέρω εάν οι αγορές σταματήσουν να χρηματοδοτούν την Ιταλία με χαμηλά επιτόκια και εάν το αδύναμο τραπεζικό σύστημα της Ιταλίας χρειαστεί κρατική υποστήριξη.

Ο αείμνηστος Rudi Dornbusch του MIT συνήθιζε να λέει ότι οι οικονομικές κρίσεις χρειάζονται πολύ περισσότερο χρόνο για να εμφανιστούν από ό,τι θα φανταζόταν κανείς. Ωστόσο, όταν συμβαίνουν, εμφανίζονται πιο γρήγορα από ό,τι θα περίμενε κανείς. Οι αγορές, κατά τη συνήθειά τους, φαίνεται να έχουν ξεχάσει πόσο αληθινή αποδείχθηκε αυτή η παρατήρηση στην κρίση του ελληνικού δημοσίου χρέους. Πρέπει να ελπίζουμε ότι οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι για τη χάραξη της πολιτικής δεν παραπλανηθούν όπως και οι αγορές για την Ιταλία και ότι έχουν ένα έτοιμο σχέδιο για την επόμενη ιταλική κρίση κρατικού χρέους.


* Ο Desmond Lachman είναι μέλος του American Enterprise Institute. Έχει διατελέσει υποδιευθυντής στο Τμήμα Πολιτικής και το Τμήμα Αναθεώρησης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και Επικεφαλής Σύμβουλος Στρατηγικής για τις αναδυόμενες αγορές στη Salomon Smith Barney

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 9 Μαΐου 2024 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.