Ήταν αριστερός ο Άνταμ Σμιθ;

Ήταν αριστερός ο Άνταμ Σμιθ;

Ο Άνταμ Σμιθ θεωρείται ευρύτατα ο πατέρας του σύγχρονου καπιταλισμού. Τα έργα του αναφέρονται από τον Milton Friedman, τον Friedrich August von Hayek και πολλούς άλλους φιλελεύθερους και ελευθεριακούς στοχαστές. Όπως εξήγησε ο Φρίντμαν, ο Άνταμ Σμιθ, «αν δεν τύχαινε να γεννηθεί τον λάθος αιώνα... αναμφίβολα θα ήταν ένας διακεκριμένος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο». 

Κάποιοι όμως εξέφρασαν μια διαφορετική άποψη. Σε ένα δοκίμιο που έτυχε καλής υποδοχής, η Βρετανίδα ιστορικός της οικονομίας Emma Rothschild υποστήριξε ότι η σκέψη του Άνταμ Σμιθ ήταν τουλάχιστον εξίσου προάγγελος του ιδεολογικού ρεύματος που έμελλε να γίνει γνωστό ως «αριστερά» όσο και αυτού που σήμερα αποκαλούμε «δεξιά». Και όπως έγραψε ο Αμερικανός φιλόσοφος Samuel Fleischacker στο δοκίμιό του «Adam Smith and the Left» (Ο Άνταμ Σμιθ και η αριστερά): «Πολλοί μελετητές έχουν υποστηρίξει την ύπαρξη αριστερών τάσεων στον Σμιθ». 

Η πιο έντονη κριτική που δέχθηκε ο Σμιθ μέσα από το ελευθεριακό στρατόπεδο προήλθε από τον οικονομολόγο Murray N. Rothbard, ο οποίος στο μνημειώδες έργο του Economic Thought Before Adam Smith: An Austrian Perspective on the History of Economic Thought (Η Οικονομική Σκέψη πριν τον Άνταμ Σμιθ: Μια Αυστριακή Θεώρηση για την Ιστορία της Οικονομικής Σκέψης), διατυπώνει μια ρητή και έντονη κριτική στον Σμιθ, υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο υπέρμαχος της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς όπως συνήθως τον παρουσιάζουν.

Ο Ρόθμπαρντ μάλιστα κάνει ένα βήμα παραπέρα: Με τη λανθασμένη εργασιακή θεωρία της αξίας που διατύπωσε ο Σμιθ, ο Ρόθμπαρντ τον βλέπει ως τον πρόδρομο του Καρλ Μαρξ: «Οι μαρξιστές, έχοντας κάπως περισσότερο δίκιο, αναγνωρίζουν τον Σμιθ ως την τελική έμπνευση του ίδιου του ιδρυτή τους, του Καρλ Μαρξ».

Σύμφωνα με τον Ρόθμπαρντ, ο Σμιθ δεν κατανόησε την οικονομική λειτουργία του επιχειρηματία και μάλιστα υστερούσε σε σχέση με τις ιδέες που διατύπωσαν οικονομολόγοι όπως ο Richard Cantillon, ενώ επίσης υποστήριξε τα επιβαλλόμενα από το κράτος ανώτατα όρια στα επιτόκια, την επιβολή βαρέων φόρων στην πολυτελή κατανάλωση, καθώς και την εκτεταμένη κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Σε προσωπικό επίπεδο, ο Ρόθμπαρντ λέει ότι ο Σμιθ ήταν και αναξιόπιστος καθώς ενώ είχε προηγουμένως υποστηρίξει το ελεύθερο εμπόριο, πέρασε τα τελευταία δώδεκα χρόνια της ζωής του ως επίτροπος των τελωνείων της Σκωτίας. 

Σε μεγάλο μέρος της, αυτή η κριτική είναι σίγουρα δικαιολογημένη - ωστόσο το να χαρακτηρίσουμε τον Άνταμ Σμιθ αριστερό εξτρέμ θα ήταν λάθος, όπως αποδεικνύει η βαθιά δυσπιστία του έναντι του κράτους. Όταν η οικονομία καταστρέφεται, σύμφωνα με τον Σμιθ, αυτό δεν συμβαίνει ποτέ από τους επιχειρηματίες και τους εμπόρους, αλλά πάντα από το κράτος: «Τα μεγάλα έθνη δεν φτωχαίνουν ποτέ από τους ιδιώτες, αλλά μερικές φορές από τη δημόσια ασωτία και τη φαύλη συμπεριφορά», έγραψε στο μείζον έργο του Ο Πλούτος των Εθνών.

Και πρόσθεσε αισιόδοξα: «Η ομοιόμορφη, συνεχής και αδιάλειπτη προσπάθεια κάθε ανθρώπου να βελτιώσει την κατάστασή του, η αρχή από την οποία προέρχεται αρχικά η δημόσια και η εθνική, καθώς και η ιδιωτική ευημερία, είναι συχνά αρκετά ισχυρή για να διατηρήσει τη φυσική πρόοδο των πραγμάτων προς τη βελτίωση, παρά τις υπερβολές του κράτους και τα μεγαλύτερα δυνατά λάθη της διοίκησης. Όπως η άγνωστη αρχή της ζωής των ζώων, έτσι κι αυτή η αρχή συχνά επαναφέρει την υγεία και το σθένος στην κράση, έναντι όχι μόνο της ασθένειας, αλλά και των παράλογων συνταγών του γιατρού». 

Η μεταφορά αυτή λέει πολλά: Οι ιδιωτικοί οικονομικοί φορείς αντιπροσωπεύουν την υγιή, θετική ανάπτυξη, ενώ οι πολιτικοί εμποδίζουν την οικονομία με τους παράλογους κανονισμούς τους. 

Ο Άνταμ Σμιθ θα ήταν πολύ δύσπιστος σήμερα αν έβλεπε τις κυβερνήσεις στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες να παρεμβαίνουν όλο και περισσότερο στην οικονομία, και τους πολιτικούς να πιστεύουν ότι είναι πιο έξυπνοι από την αγορά. «Κάθε άτομο», έγραφε ο Σμιθ στο κορυφαίο έργο του, «αγωνίζεται διαρκώς για να βρει την πιο συμφέρουσα χρήση του όποιου κεφαλαίου μπορεί να έχει στη διάθεσή του.

Είναι πράγματι η δική του ωφέλεια, και όχι αυτή της κοινωνίας, που έχει το άτομο κατά νου. Ωστόσο η μελέτη της δικής του ωφέλειας φυσικά, ή μάλλον αναγκαστικά, οδηγεί το άτομο να προτιμά εκείνη την απασχόληση που είναι πιο συμφέρουσα για την κοινωνία». Οι νομοθέτες, πίστευε ο Άνταμ Σμιθ, θα πρέπει να έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι «κάθε άτομο, όπως είναι προφανές, μπορεί, στη συγκεκριμένη (τοπική) του κατάσταση, να κρίνει πολύ καλύτερα από ό,τι μπορεί κάποιος πολιτικός ή νομοθέτης να κάνει για αυτόν». 

Ίσως η άποψη ότι ο Σμιθ ήταν αριστερός να πηγάζει επίσης από το γεγονός ότι άσκησε επανειλημμένα καυστική κριτική στους εμπόρους, τους επιχειρηματίες και τους πλούσιους, ενώ υποστήριξε με πάθος τη βελτίωση των συνθηκών για τους εργάτες. Σύμφωνα με τον Σμιθ, ωστόσο, η βελτίωση της κατάστασης των απλών ανθρώπων δεν θα προέκυπτε μέσω της αναδιανομής και της υπερβολικής κρατικής παρέμβασης, αλλά θα ήταν το φυσικό αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης, η οποία με τη σειρά της χρειαζόταν ένα συγκεκριμένο πράγμα πάνω από όλα: την οικονομική ελευθερία.

Στο βαθμό που επικρατεί η οικονομική ελευθερία και επεκτείνονται οι αγορές, το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων επίσης θα αυξηθεί. Τριακόσια χρόνια μετά τη γέννηση του Σμιθ και περίπου 250 χρόνια μετά τη δημοσίευση του κορυφαίου έργου του, γνωρίζουμε ότι ο Σκωτσέζος ηθικός φιλόσοφος και οικονομολόγος είχε δίκιο. 

-- 

Ο Rainer Zitelmann είναι ο συγγραφέας του βιβλίου In Defence of Capitalism (Προς Υπεράσπιση του Καπιταλισμού, Εκδόσεις Ευρασία: 2023).  

Το άρθρο δημοσιεύεται στα ελληνικά με την άδεια του συγγραφέα και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών